Κοσμογράφημα - All-inclusive
Του Γιώργου Γραμματικάκη*
Τον τελευταίο καιρό, και με αύξουσα ένταση, το περιβάλλον της χώρας βρίσκεται στα χείλη όλων. Εκπομπές και αφιερώματα, προτροπές για την προστασία του, καταγγελίες και δάκρυα για την υποβάθμισή του. Ως να μην έφταναν μάλιστα τα δικά μας περιβαλλοντικά δεινά, δηλώνουμε υπέρμαχοι της σωτηρίας και του ίδιου του πλανήτη.
Δεν αμφισβητείται ότι το ενδιαφέρον αυτό έχει και πολλές θετικές συνιστώσες. Ως μια κορύφωση άλλωστε των περιβαλλοντικών καταστροφών στον τόπο μας, οι Ελληνες ζήσαμε το καλοκαίρι που πέρασε τις ανελέητες πυρκαγιές. Η απόγνωση υπήρξε μεγάλη και μια βουβή οργή έπνιγε τις ψυχές. Μόνον που η προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί πια να αρκεστεί στα αισθήματα, μήτε στα έπεα πτερόεντα της πολιτικής και κοινωνικής μας υποκρισίας. Εδώ που φθάσαμε, απαιτούνται πράξεις ασυμβίμβαστες, της πολιτείας και δικές μας, ριζική αλλαγή νοοτροπίας και στόχων. Η απόσταση, ανάμεσα στο θεωρητικό ενδιαφέρον και μιας πραγματικότητας που διαρκώς πληγώνει, παραμένει αγεφύρωτη.
Υπάρχει άλλωστε μια σταθερή όσο και ανάλγητη αλλοίωση του ελληνικού περιβάλλοντος, που φαίνεται να χαίρει κάποιας ιδιότυπης ασυλίας. Συντελείται σιωπηλά, ύπουλα, χωρίς πολλές καταγγελίες, χωρίς την πομπώδη αναζήτηση ευθυνών: Είναι ο τουριστικός μας εκχυδαϊσμός. Ως επιδημία απαξιώνει τη μια μετά την άλλη γωνιά της πατρίδας, εξουθενώνει τοπία και ανθρώπους. Ηδη μερικές επώνυμες ή ανώνυμες περιοχές σε όλη την Ελλάδα έχουν ταυτιστεί με το χυδαίο και τη βαρβαρότητα: στην Κρήτη και στην Κέρκυρα, στη Μύκονο ή τη Ρόδο. Ακόμα όμως και αν οι περιπτώσεις αυτές θεωρηθούν μοιρολατρικά ακραίες, και ο υπόλοιπος «τουριστικός» μας χάρτης δεν προκαλεί υπερηφάνεια. Τοπία μοναδικά ενταφιάζονται στο μπετόν και την ασχήμια, παραλίες ολόκληρες παραδίδονται στην ευτέλεια και το κέρδος. Η ρύπανση της θάλασσας, αποτέλεσμα της μαζικότητας και της έλλειψης υποδομών, είναι πια ορατή και εκεί που μέχρι χθες έλαμπε το διάφανο νερό και τα μαγικά του χρώματα. Οσο για τους «τουρίστες», λίγοι ενδιαφέρονται για την ελληνική ιδιαιτερότητα. Είναι μάζες μετακινούμενες, που ψάχνουν τον πλαστικό ήλιο και τη φτήνια και προσθέτουν το δικό τους άχρωμο βλέμμα στις ήδη άχρωμες τουριστικές περιοχές.
Δεν υπάρχει άλλωστε πιο καίριο, πιο χαρακτηριστικό σχόλιο για την τουριστική μας έκπτωση, από το επονομαζόμενο all-inclusive: Ολα περιλαμβάνονται στην «τιμή». Ο τουρίστας εφοδιάζεται μάλιστα μ' ένα βραχιόλι, που του επιτρέπει να σιτίζεται ή να πίνει κάποιο ποτό, να επισκέπτεται αξιοθέατα -πάντοτε όμως ως όμηρος του ξενοδοχειακού «πακέτου». Ακόμα και το θέαμα τουριστών που γευματίζουν σε ιερούς αρχαιολογικούς χώρους από πλαστικά σκεύη, δεν είναι σπάνιο. Η πλαστική τροφή τους περιλαμβάνεται και αυτή μέσα στο «πακέτο». Για να αποφευχθούν μάλιστα πλαστοπροσωπίες, ο τουρίστας απελευθερώνεται από το βραχιόλι -την ταπεινωτική σκλαβιά του, δηλαδή- μόνον κατά την αναχώρηση. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι γύρω από το ξενοδοχείο μικροεπιχειρήσεις μαραζώνουν, ενώ οι τοπικές κοινωνίες ελάχιστα επωφελούνται από το τουριστικό «εισόδημα». Ακόμα και μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες βρίσκονται στο έλεος των πιέσεων για ολοένα και χαμηλότερα all-inclusive πακέτα. Είναι μελαγχολικό να σκεφτεί κανείς ότι τουρισμός σήμαινε κάποτε περιήγηση και ανακάλυψη, σεβασμός στη χώρα και αναζήτηση της ψυχής της.
Το πώς φτάσαμε εκεί, έχει τις γνωστές γενικόλογες ερμηνείες: την ανυπαρξία τουριστικής πολιτικής, τη μίζερη και κοντόφθαλμη πολιτική μας ζωή, την ανοχή σε μικρά ή μεγάλα συμφέροντα. Ο κατάλογος είναι περιγραφικός και μπορεί να επεκταθεί κατά βούληση. Δεν αποτελεί όμως πραγματική ερμηνεία. Ενας κυρίαρχος ωστόσο παράγοντας, που οδήγησε στην τουριστική μας έκπτωση -και τη συνακόλουθη υπονόμευση του περιβάλλοντος- είναι η αλόγιστη επιδίωξη του αριθμού, σε βάρος της ποιότητας. Δεν απέμεινε περιοχή να μη χτίζεται, μικρό ή μεγάλο κατάλυμα που να μην προσφέρει τις τουριστικές του υπηρεσίες, πολεοδομική κακοποίηση που να μην εφαρμόστηκε σε αιγιαλούς, παραδοσιακούς οικισμούς και πόλεις. Υπάρχει μια σιωπηλή ανοχή του Κακού από δημάρχους και κυβερνήσεις, θεσμικά όργανα και πολίτες. Μόνον η ευσυνειδησία κάποιων αρχαιολόγων ή το Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελούν αδύναμα αναχώματα.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η κυβέρνηση πανηγύρισε πέρυσι, επειδή ο αριθμός των τουριστών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Πράγματι: Σε νησιά και τουριστικές πόλεις, σε αεροδρόμια και σε αρχαιολογικούς χώρους, πολύχρωμα στίφη τουριστών ζούσαν το «μύθο της Ελλάδας». Οι αισιόδοξοι μιλούν για μεγαλύτερη αύξηση φέτος, για διαρκώς και μεγαλύτερες αυξήσεις τις επόμενες χρονιές. Η Ελλάδα ζει και αυτή το μύθο της. Μόνον που αυτός ο μύθος διαψεύδεται από μια πραγματικότητα οδυνηρή και επικίνδυνη: το τουριστικό «εισόδημα» δεν ακολουθεί την ίδια αυξητική πορεία, η φθηνή μαζικότητα οδηγεί διαρκώς και καινούργιες περιοχές στην απαξίωση, τα βραχιόλια της ντροπής ολοένα πολλαπλασιάζονται. Τους καλοκαιρινούς μήνες επικρατεί η ασυδοσία, η ηχητική βουή και ο υπερπληθυσμός. Το χειμώνα, αντίθετα, τα ίδια τοπία μοιάζουν με βομβαρδισμένα, έρημα από ζωή και πραγματικές προοπτικές.
Δεν αγνοείται, φυσικά, ότι υπάρχουν και οι θετικές όψεις στο τουριστικό μας οικοδόμημα. Ετσι, πολλές τουριστικές μονάδες σέβονται το τοπίο και την ποιότητα, ενώ δεν λείπουν και οι σωστές πρωτοβουλίες από δημάρχους ή κινήσεις πολιτών. Αξιοσημείωτη είναι, εξάλλου, η διαρκώς και εντονότερη παρουσία των «αγροτουριστικών» καταλυμάτων. Υπό την κακόηχη αυτή ονομασία, κρύβονται συχνά σπουδαία δημιουργήματα αρχιτεκτονικής και σεβασμού στην τοπική παράδοση. Μόνον που, απομονωμένα καθώς είναι στο εσωτερικό της χώρας, ελάχιστα μπορεί να αντιταχθούν στο ασύδοτο κακό που κυριαρχεί σε παραλίες και τουριστικούς προορισμούς.
Είναι πάντως δύσκολο, με τον τρόπο που οδεύει χρόνια τώρα η τουριστική μας ανάπτυξη, να αποφύγει κάποιος ένα καταλυτικό, μελαγχολικό συναίσθημα: ότι τον τόπο μας οι Ελληνες δεν τον αγαπούμε. Δεν χάνουμε βέβαια ευκαιρία να υμνούμε τις ομορφιές του, να τονίζουμε τις πολλές του χάρες. Τον τόπο μας, όμως, δεν τον αγαπούμε: Αρκούμαστε στα «ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα», ενώ η πραγματικότητα διαψεύδει και πληγώνει. Τον τόπο μας, εμείς οι Ελληνες, τον θεωρούμε στρέμματα προς εκμετάλλευση, δάση προς οικοπεδοποίηση, ακρογιαλιές προς ίδιον όφελος.
Οι αιτίες για την εθνική αυτή στάση είναι δύσκολο να εντοπισθούν. Ουσιώδης όμως πρέπει να είναι ο ρόλος μιας παιδείας, που καλλιεργεί την υποκρισία και τη σύγχυση των αξιών. «Ο τουρισμός είναι η ίδια η Ελλάδα. Και η Ελλάδα είναι υπόθεση όλων μας», θα δηλώσει σε κάποια κοσμικά εγκαίνια ο υπουργός Τουριστικής Ανάπτυξης. Παρασυρμένος από τον οίστρο του, δεν κατάλαβε ότι είχε επισημάνει μια πικρή, ταπεινωτική αλήθεια: ότι ο τουρισμός -αυτή η άχρωμη οντότητα, που δεν έχει ενσυνείδητο προορισμό- είναι πράγματι η ίδια η Ελλάδα!
All-inclusive, λοιπόν. Η χώρα βαδίζει προς μια νέα τουριστική περίοδο και τα «τσάρτερ» απέβρασαν ήδη σε νησιά και παραλίες τους πρώτους μας επισκέπτες. Ενώ όμως πέρυσι κυριαρχούσε η υπόσχεση ότι θα ζούσαν το «μύθο» της Ελλάδας, αυτή τη φορά καλούμαστε όλοι -γηγενείς και ξένοι- να ζήσουμε τις χαρακτηριστικές της «εμπειρίες». All-inclusive: Εμπειρίες μιας ομορφιάς που χάνεται, ενός ήθους που πληγώνεται, μιας ευτέλειας που διαχέεται. Η χώρα έχει παραδοθεί σε μια σιωπηλή έκπτωση της ιδιαιτερότητας και της ομορφιάς της. Ετσι, ενώ ο ήλιος δεν έπαυσε να τη χαϊδεύει και το φως μοιάζει πάντοτε να της ανήκει, το πρόσωπό της διαρκώς σκοτεινιάζει. Γνωρίζει πια ότι λίγοι την αγάπησαν και ότι ακόμα λιγότεροι νιώθουν την ανάγκη να την υπερασπιστούν.
* Ο Γιώργος Γραμματικάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και συγγραφέας.
--------------------------------------------------
(πηγή:ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/05/2008)