ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΝ ΠΟΥΘΕΝΑ…
Ένα Παραμύθι για τους Αγρίους της Ανάπτυξης
Mια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα νησάκι του Αιγαίου ζούσε μέσα σε τρανά μεγαλεία ένας γέρο βασιλέας παλαιών αρχών και γηραλέων αντιλήψεων.
Ο βασιλέας που’ ταν πολύ αγαπητός στους υπηκόους του είχε κι ένα μοναχοπαίδι. Το πριγκιπόπουλο από μικρό είχε δείξει μιαν έφεση για να κάμει το κοινό καλό. Όμως το μυαλό του - λόγω και του νεαρού της ηλικίας του- δεν είχε ακόμα πήξει.
Κάποιαν ημέρα ο γέρο βασιλέας που είχε πια φτάξει σε βαθύτατα γεράματα, όπως κάθονταν στο θρόνο έγειρε το κεφάλι του και ψέλλισε τα εξής προφητικά: “Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες” και παφ, τα τίναξε και μας αφήκε χρόνους.
Βαθιά θλίψη έπεσε στο βασίλειο. Σαν όμως ακούστηκε ότι το πριγκιπόπουλο θα γενεί βασιλέας στη θέση του βασιλέα, γίνηκε χαρά μεγάλη στο βασίλειο. Ο νεαρός βασιλέας, γιομάτος ορμή και σκέδια φώναξε τους μπιστικούς και τους συμβούλους του στην μεγάλη αίθουσα του θρόνου και τους είπε:
“Καλοί μου άρχοντες, σταθείτε στο πλευρό μου κι εγώ είμαι αποφασισμένος να οδηγήσω το ντόπο μας πολύ μακριά για να τον κάνω το πιο ξακουστό βασίλειο. Θα φτιάξω αεροδρόμια και θα κάμω πλατείες, θ’ ανοίξω δρόμους, θα κατασκευάσω λιμάνια, γιοφύρια, μα πάνου από όλα θα ανοίξω τον πιο μεγάλο Δρόμο που θα τον ζηλεύουνε όλα τα άλλα βασίλεια”.
Αμ’ έπος αμ’ έργο, για το σκοπό αυτό παράγγειλε γιωτρύπανα, εξκαφείς και χωματοφάγους, τις πιο σύγχρουνες μπουλντόζες, τα πιο λιανά μηχανικά σφυριά και τις πιο πεινασμένες φαγάνες, τους πιο βαριούς οδοντοστρωτήρες κι ό, τι άλλο χρειαζόνταν.
Το λοιπόν, δρόμο παίρνει ο νεαρός βασιλέας, δρόμο αφήνει, και τα μακρυπόδαρα γιωτρύπανα ορεξάτα - ορεξάτα, ανοίγουν κρατήρες εκατοντάδες μέτρα βαθιά στη γη, μα αντί για νερό βρίσκαν θάλασσα. Στις πηγές ανάβλυσε αρμυρό νερό. Ο καλός μας βασιλέας έβαλε φυτίλια και φουρνέλα παντού κι αφάνισε ολάκερα βουνά που τα’ φτιανε φτενά βράχια. Τα μηχανικά σφυριά λιανίζανε τα βράχια και τα κάμανε πέτρες και τα κοφτήρια τα λιανίζανε και τα κάμαν, πετραδούλες και χαλίκια. Και οι εξκαφείς σαρώσαν το γαρμπίλι και τα χώματα και σκέπασαν με δαύτα τις ρεματιές. Και οι μπουλντόζες ισιώσαν τις πλαγιές και τα λαγκάδια. Και οι φαγάνες πατικώσαν, στουμπώσαν καλά καλά κι ολομαζί τα αδρανή υλικά. Και οι φορτωτές γιομίζαν πέτρες, βράχους, χώματα ίσαμε πάνου στα φορτηγά. Κι οι οδοντοστρωτήρες στρώσαν ολούθε δρόμους, καροδρόμους, διαδρόμους, πεζοδρόμους, πελαγόδρομους και αεροδιαδρόμους.
Και όταν πια όλα τελειώσαν, ακούστηκαν απ’ τα λίγα άγρια που’ χαν ξεμείνει σαν ψίθυρος στον αγέρα, εκείνα τα λόγια: “Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες”.
Και τότε, μόνο τότε, έφταξαν τ’ αερόπλανα και προσγειώνονταν το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο και ξεφορτώναν μερμηγκιές αθρώπους. Να, τα βαπόρια, να τα καράβια, να, και τα κρουαζερόπλοια. Να, τα κότερα, να και οι Μαχαραγιάδες με τα χαρέμια τους. Να, και οι Ντουρίστες. Κι οι δρόμοι που είχαν πια φτιαχτεί, γιομίσαν μιλιούνια, πλήθια αθρώπων. Και το νησί γιόμισε οικόπεδα. Και τα οικόπεδα γιομίσαν σπίτια. Και τα σπίτια γιομίσαν αθρώπους. Και τα αυτοκίνητα πλημμύρισαν τους δρόμους. Κι οι δρόμοι πλημμύρισαν αθρώπους. Κι οι αθρώποι πλημμύρισαν τη θάλασσα κι η θάλασσα στέρεψε κι έγινε στεριά και η στεριά βούλιαξε και τα ψάρια βγήκαν στη στεριά και οι αθρώποι γενήκανε ψάρια.
Και είναι να τους κλαιν οι ρέγγες…
Και του χρόνου με υγεία από την ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΥΡΟΥ και τον Τέο Ρόμβο