Ξεκινώντας από μια ακολουθία ερωτημάτων, επιχειρείται στο παρόν κείμενο να δοθούν σύντομες και, οπωσδήποτε, ατελείς απαντήσεις σε ζητήματα προστασίας, διατήρησης και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος. Αντικείμενο της συζήτησης αποτελούν τόσο ο ελληνικός χώρος, όσο και το σύνολο του πλανήτη. Ο προβληματισμός δεν περιορίζεται αυστηρά στα θέματα της φύσης, αλλά επεκτείνεται κάπως και στο συγγενές ζήτημα της διατήρησης του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι οι λόγοι και οι τρόποι προστασίας παρουσιάζουν έντονες αναλογίες. Εξάλλου, το τοπίο, που αποτελεί την προβολή του φυσικού μας περιβάλλοντος, αποτελεί ταυτόγχρονα και την εικόνα του πολιτισμού μας και μάλιστα, πολύ συχνά, τα μνημεία η άλλα πολιτιστικά στοιχεία είναι αυτά που δίνουν στο φυσικό τοπίο τα πιό αξιόλογα και μοναδικά χαρακτηριστικά του.
Οι θέσεις που ακολουθούν διατυπώθηκαν με κύριο στόχο τη διδασκαλία σε σεμινάριο, πράγμα που δικαιολογεί σ’ ένα βαθμό την έλλειψη αυστηρής δομής και συνοχής του κειμένου. Προτιμήθηκε μια μορφή ερωταποκρίσεων, η οποία διευκολύνει την ανάδυση σκόρπιων ιδεών, χωρίς να εξασφαλίζει ομοιογένεια στην έκταση και στο βάθος της ανάλυσης ή αυστηρή λογική συνέχεια στον προβληματισμό.
Μιά άλλη όψη της Ελλάδας. Γνωρίστε την κι αγαπήστε την!
Πεποίθηση του συγγραφέα είναι ότι τα χρησιμοθηρικά επιχειρήματα δεν μπορούν να στηρίξουν και να δικαιολογήσουν επαρκώς τη διατήρηση της φύσης, ιδιαίτερα όταν αναφέρονται σε υλικά οφέλη. Το βασικό κίνητρο είναι μάλλον συναισθηματικό και γεννιέται από ψυχολογικές ανάγκες του ανθρώπου. Στην απορία «γιατί η ελληνική φύση εμπνέει πάθος σε τόσους λάτρες της, έλληνες και ξένους» δίνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση το ακόλουθο κείμενο, που έχει γραφεί από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Ματσάκη γιά ένα φυλλάδιο της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας, πριν αρκετά χρόνια. Αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του πώς η γνώση και συνειδητοποίηση των ποικίλων χαρακτηριστικών και της τρωτότητας της ελληνικής φύσης από τον επιστήμονα φυσιοδίφη οδηγούν σε μια λυρική στάση, αλλά και στρατευμένη ευαισθησία απέναντί της.
Στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, το κομμάτι τούτο της ευρωπαϊκής ηπείρου που τραβιέται και προεκτείνεται προς την κατεύθυνση της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, βαστά κι από τη συμπαγή μάζα του Αίμου, αλλά και κατακομματιάζεται στα ζεστά νερά της Μεσογείου, στο Αιγαίο, όπου ούτε η στεριά ούτε η θάλασσα φαίνονται να θέλουν να μείνουν πίσω στη μοιρασιά.
?νθρωποι, φύση και πανίδα
Αν όλοι γνωρίζουν, πως εδώ γεννήθηκαν οι παλιότεροι πολιτισμοί της Ευρώπης, και διάφοροι άλλοι πέρασαν για λίγο ή περισσότερο διάστημα, πολύ λιγότερο γνωστό είναι πως πιο μπροστά από τον άνθρωπο, ποικιλίες ζώων και φυτών είχαν έρθει κατά κύματα σ΄ αυτό το μεγάλο σταυροδρόμι, κι αρκετά βρήκαν εδώ βολή και δύναμη για να φθάσουν τη μεγαλύτερή τους ανάπτυξη, να φτιάξουν, τόνα με τ’ άλλο, πρωτότυπους συνδυασμούς ή και να απλωθούν ολόγυρα. Πολλά απ΄ αυτά κρατιούνται ακόμα, όσο ο άνθρωπος δεν αναστάτωσε τους βιοτόπους τους και ανέχθηκε την, σχεδόν πάντα διακριτική, παρουσία τους. Γι΄ αυτόν το λόγο, ανάμεσα στα πλήθη από τουρίστες που καταφθάνουν αναζητώντας θάλασσα και ήλιο, έρχονται κάθε χρόνο και λιγοστοί, αλλά τακτικοί, μελετητές του μοναδικού τούτου πλούτου, τόσο της νησιωτικής, όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας, που σίγουρα θάξιζε να προσεχτεί λίγο κι΄ από τον καθένα.
Θάλασσα και βουνά
Και πρώτα απ΄ όλα: η Ελλάδα, σαν σύνολο, είναι θαλασσινή ή είναι ορεινή: Αντίθετα από την εντύπωση που θάχουν πολλοί επισκέπτες της, δύσκολο είναι να πει κανείς αν είναι περισσότερο το ένα ή το άλλο.
Λίγες είναι οι ψηλές, πολύμηνα χιονισμένες βουνοκορφές με τις πράσινες πλαγιές; Ή τις παίρνουμε για μια, κάπως μακρυνή απομίμηση των ?λπεων -που άλλωστε τους είναι ορογενετικά άμεσοι συγγενείς- και δεν τους δίνουμε και τόση σημασία; Κι΄ όμως, σε τούτο το γεωγραφικό πλάτος και σε τούτο το βιογεωγραφικό σταυροδρόμι και μέσα σε τέτοιο οικολογικό συνδυασμό, έχουν μία προσωπικότητα και μία μοναδικότητα, που διαπιστώνει στο κάθε βήμα του όποιος παρατηρητής ξέρει λίγο να διαβάζει, μέσα από τα φυτά και τα ζώα, το μεγάλο βιβλίο της ζωής και της ιστορίας της.
Ξέρουμε όλοι πως και σήμερα ακόμη είναι πιο εύκολο ή πιο άνετο να πάει κανείς από τη Θεσσαλονίκη στο Βόλο ή και στην Αθήνα, παρά από τα Τρίκαλα στα Γιάννενα, που τα χωρίζουν οι σκαρφαλωσιές της Πίνδου, της άγριας και ωραίας αυτής ραχοκοκκαλιάς της χώρας. Λίγοι όμως κι από τους ταξειδιώτες που δεν βιάζονται, θα στοχάζονται πως, χάρη σε τούτο το βουνοκορμό, επιζούν ακόμα και κατέβηκαν τόσο νότια τα μεγαλύτερα ορεινά άγρια ζώα της Ευρώπης, οι αρκούδες και δίπλα σ΄ αυτές και πολλά άλλα αγρίμια. Κάπου εκεί πάνω, ανάμεσα σε πράσινες πλαγιές που ανεβοκατεβαίνουν αφήνοντας καθάρια ρέμματα ν’ ανοίγουν γυροφέρνοντας το δρόμο τους, υπάρχουν περιοχές που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν ένα από τα μεγαλύτερα, ίσως και ωραιότερα φυσικά ζωολογικά πάρκα της Ευρώπης.
Μόνος ο Αώος κατάφερε κι΄ έκοψε βαθειά την Πίνδο, στο μεγάλο πλάτος της, από το κέντρο της σχεδόν ως πέρα στη δύση, χαράζοντας έτσι τη μοναδική χαράδρα του, το αριστούργημα τούτο της φύσης, που αν διαφυλαχτεί -κι΄ αυτό εξαρτάται από όλους μας- θα γίνει σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα των φυσιολατρών.
Μία ασύγκριτη ποικιλότητα
Όσο θαλασσινή λοιπόν, τόσο και ορεινή, αλλά κι ακόμα περισσότερο ποικίλη η φύση στην Ελλάδα (γιατί σίγουρο είναι πως πουθενά, ή πολύ σπάνια, θα βρει κανείς επιβλητικούς, από την έκταση και την ομοιομορφία τους, ορίζοντες). Εδώ, αυτό που δεσπόζει, όσο πουθενά αλλού, είναι η ποικιλία, ο κατατεμαχισμός, η αδιάκοπη εναλλαγή τοπίων και βιοτόπων, που κανένας τους θαρρείς δεν επιζητεί να επικρατήσει πάνω στους άλλους. Έτσι, ήταν φυσικό να βρεί σε κάθε μιά πτυχή (θάλεγε κανείς) και κάποια, λίγο-πολύ ξεχωριστή, μορφή ζωής κατάλυμα, να φουντώσει ή γαντζωθεί κάπου. κι έτσι, ζώα όλων των λογιών έμαθαν να ζουν σιμά-σιμά, αλλά χωριστά, διασταυρώνοντας ίσως συχνά τα περάσματά τους, αλλά βρίσκοντας και με σιγουριά την πιο «δικιά» του γωνιά το καθένα.
Αλλά νά που και το κλίμα έρχεται να πάρει μέρος σε τούτη την πλούσια σύνθεση και την πολυτονία. Ποιός θα τόλεγε, πως, στο ξεκίνημα του καλοκαιριού, μπορεί να σε πιάσει κιόλας ο καύσωνας στην μιά ή την άλλη γωνία της Μακεδονίας κι΄ από την άλλη, ν’ αντικρύζεις ακόμα χιόνια κάτω στην Κρήτη. Και να συναντάς είδη «βορεινά» μέχρι την Πελοπόννησο και τον Ταύγετο, ενώ απ΄ την άλλη, χάρη σε μερικούς διαδρόμους στα βόρεια της Ελλάδας, να παρακολουθείς άλλα είδη, καθαρά Μεσογειακά, να εισχωρούν μέχρι την καρδιά σχεδόν των Βαλκανίων.
Συναντιέται όμως και ξαφνιάζει η ποικιλότητα και μέσα στα όρια της κάθε μιας περιοχής. Αν άφθονη και ψηλή βλάστηση σπανίζει στα νησιά του νότιου Αιγαίου -αντίθετα από τόσες άλλες πλούσια δασοκαλυμμένες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας- θα συναντήσεις κάπου και δέντρα, που θες γιατί βολεύονται καλύτερα εδώ, θες γιατί άλλα δεν είναι σε θέση να τους διεκδικήσουν, σε τούτο το δύσκολο πεδίο, τα πρωτεία, ορθώνονται και απλώνονται, ξαφνιάζοντας όσους τα γνώριζαν με πολύ πιο ταπεινή όψη σε τόσες και τόσες άλλες μεριές. Διασχίζοντας το ένα μετά το άλλο φρύγανα και ηλιοβαρεμμένα κατσάβραχα, ξάφνου μπορείς να συναντήσεις και καμμιά από τις λίγες και τόσο πολύτιμες το καλοκαίρι, σκιερές και δροσερές γωνιές, που κάποιες απ’ αυτές γνωρίζουν από εκατοντάδες γενιές μερικά έντομα και άλλα ζώα, όπως οι γνωστές «πεταλούδες» της Πάρου ή της Ρόδου. Κι΄ έτσι, ακόμη ζουν και βασιλεύουν, σε αξιοζήλευτο αριθμό, αετοί, γεράκια και όρνια, από τη μια χάρη στα απότομα ή ψηλά βραχοβούνια κι΄ από την άλλη χάρη και στις διπλανές τους λιγοσύχναστες χαμηλότερες περιοχές, όπου η ρύπανση δεν ήρθε ακόμη να δηλητηριάσει τις λείες τους και απειλήσει τα ίδια ή τα μικρά τους. Αλλά και είδη κοινά, απλωμένα μονότονα σε πολλές χώρες, παρουσιάζουν εδώ κάτι το διαφορετικό ή ξεχωριστό, είτε στα χρώματα, είτε στον τρόπο ζωής τους, δείχνοντας συχνά διαφορές κι΄ από την μία περιοχή στην άλλη, επειδή βρέθηκαν με αποκομμένους πληθυσμούς, είτε σε νησιά, είτε σε χώρους περικυκλωμένους από δυσκολοπέραστους ορεινούς φραγμούς.
Γη των ανθρώπων και των ζώων
Μα κι΄ οπουδήποτε, ενώ σε τόσα και τόσα μέρη το κάθε λιθάρι φαίνεται πως δεν έπαψε να πατιέται τώρα και χιλιάδες χρόνια από τον άνθρωπο, μπορεί ν’ ανακαλύψεις και «απάτητες» ή ξαναγριεμμένες γωνιές, πλαγιές ή ρεμματιές, οροπέδια που γρήγορα μπορείς να κάνεις το γύρο τους ή φαράγγια που χάνεται η άκριά τους, μπροστά σου. Σεβάσου κάθε τέτοια γωνιά, κάθησε ήρεμα ν’ αφουγκραστείς ή να συλλάβεις με το βλέμμα σου τα σκιρτήματα των ταπεινών κατοίκων της, που ήρεμα και ακατάπαυστα πορεύονται την καθημερινή πορεία της ζωής. Υπάρχουν και κάποιες θαλασσινές «γωνιές» κι΄ από τις παραλίες -που το μάκρος τους είναι ευτυχώς αμέτρητο εδώ- απόμερα, πού ’χουν την τύχη να δέχονται και να φιλοξενούν μερικά σπάνια ζώα, που έχουν εξολοθρευθεί οριστικά από όλη σχεδόν την άλλη Μεσόγειο, όπως η φώκια και η θαλασσοχελώνα.
Και τέλος, σε μερικές γωνιές τούτης της γης, στους πολύτιμους υγρότοπους, έρχονται τα τελευταία κοπάδια πελεκάνων της Ευρώπης, ζητώντας καταφύγιο και προστασία, γιατί φαίνεται πως στη μικρή Ελλάδα θα βρουν τελικά τη στερνή δυνατότητα σωτηρίας τους.
Αυτό, το μεγαλύτερο πτηνό της Ευρώπης, προσφέρεται ίσως περισσότερο από κάθε άλλο είδος σαν σύμβολο και της μικρής μας χώρας και μιας μεγάλης φιλίας με τη φύση μέσα στην Ευρώπη.
Μπορεί να μπεί τάξη στο φυσικό χώρο της Ελλάδας;
Η χερσαία επιφάνεια της χώρας κατανέμεται περίπου ως εξής: Δάση 25%, θαμνώνες μακίας 24%, φρύγανα και χορτολίβαδα 11%, γεωργικές εκτάσεις 35%, γυμνές βραχώδεις περιοχές 2%, υδάτινες επιφάνειες 1%, αστικές και βιομηχανικές περιοχές 2%. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι κάθε είδους δασικές εκτάσεις μαζί με τις υδάτινες επιφάνειες φτάνουν το 63% της έκτασης της χώρας. Ουσιαστικά όμως, ο φυσικός χώρος είναι αρκετά μεγαλύτερος, διότι είναι λογικό να συμπεριληφθούν σ΄ αυτόν αρκετές από τις γεωργικές εκτάσεις, όπως π.χ. οι ελαιώνες, που είναι πολύ συγγενικές με τα φυσικά οικοσυστήματα. Πρέπει επίσης να συνεκτιμήσει κανείς ότι ο εκτεταμένος θαλάσσιος χώρος είναι επίσης σχεδόν εξ ολοκλήρου φυσικός. Συνεπώς, η Ελλάδα έχει ένα εκτεταμένο φυσικό περιβάλλον, που αποτελεί πολύ υψηλό ποσοστό του εθνικού χώρου, ιδίως σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κάτω απ΄ αυτό το πρίσμα, δεν είναι παράξενο το ότι οι πιέσεις για αλλαγές χρήσεων γης είναι τόσο σημαντικές. Οι εμπρησμοί των δασών, οι αποστραγγίσεις υγροτόπων, οι οικοπεδοποιήσεις, οι καταπατήσεις, τα αυθαίρετα, οι καταλήψεις παραλιών είναι φαινόμενα που απορρέουν από το ότι ένα προκλητικά μεγάλο μέρος του χώρου βρίσκεται ουσιαστικά έξω από τη σφαίρα της οικονομίας. Το δεδομένο αυτό, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο εισόδημα, το οποίο μάλιστα διατίθεται σε σημαντικά ποσοστά του πληθυσμού, δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην επιβολή χωροταξικού σχεδιασμού, κανόνων, περιορισμών και μέτρων προστασίας.
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι η πολύ περιορισμένη παρουσία μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα. Τα μεγάλα ιδιωτικά κτήματα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για την προστασία ή την αξιοποίηση με περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Αντίθετα, η ύπαρξη πολλών μικρών ιδιοκτησιών και ιδιοκτητών δυσκολεύει ιδιαίτερα τη χωροταξική οργάνωση, ενώ το πολιτικό κόστος επιβολής μέτρων προστασίας αυξάνει υπέρμετρα. Το γεγονός εξάλλου ότι μεγάλο μέρος της γής ανήκει στο δημόσιο διευκολύνει μέν τις τυπικές διαδικασίες επιβολής περιορισμών, αλλά στην πράξη ενθαρρύνει τις προσδοκίες των μικροϊδιοκτητών για ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση του εκτεταμένου δημόσιου χώρου.
Ποιές είναι οι κυριότερες απειλές για την ελληνική φύση;
Θα μπορούσε κανείς να ομαδοποιήσει τις σημαντικότερες ανθρώπινες δραστηριότητες, σε συνάρτηση με την έκταση και την ένταση των κινδύνων που προκαλούν, ως εξής:
-πρώτη ομάδα: εντατική γεωργία, διάνοιξη τοπικών δρόμων, αυθαίρετη παραθεριστική κατοικία, πυρκαγιές και υπερβόσκηση.
-δεύτερη ομάδα: παράνομη θήρα και αλιεία, τεχνικά έργα, απόρριψη σκουπιδιών, επιφανειακή εξόρυξη, μηχανοκίνητη αναψυχή σε στεριά και θάλασσα, διάθεση λυμάτων και τοξικών.
Ποιά τα κυριώτερα εμπόδια για την προστασία της φύσης στην Ελλάδα;
Η διασπορά των πηγών όχλησης
Η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος οφείλεται προπάντων σε μή σημειακές πηγές, οι οποίες είναι γενικά μικρές σε μέγεθος, αλλά πολυάριθμες, βρίσκονται διάσπαρτες στο χώρο και συνδέονται μ’ ένα μεγάλο αριθμό ατόμων. Ο αποτελεσματικός έλεγχος αυτού του πλήθους των πηγών διαταραχής είναι εξαιρετικά δύσκολος. Τόσο η παρακολούθηση, όσο και η καταστολή των οχλήσεων θ’ απαιτούσαν ένα μεγάλο αριθμό ελεγκτών και φυλάκων, οι οποίοι θα έπρεπε να διατρέχουν συνεχώς τις δασικές και αγροτικές εκτάσεις, τις οροσειρές, τις ακτές και τα νησιά και να είναι εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα υλικά μέσα, αλλά και με την εξουσία που απαιτείται για να εμποδίζουν έγκαιρα τις εχθρικές πρός τη φύση δραστηριότητες. Ο έλεγχος αυτός θα ήταν ακόμα δυσκολότερος, επειδή, αναπόφευκτα, θα προκαλούσε την δυσαρέσκεια ενός σημαντικού αριθμού ατόμων, που θα εθίγοντο από τους περιορισμούς και, επομένως, θα επέφερε ένα αξιόλογο πολιτικό κόστος για τους εκάστοτε άρχοντες.
Οι ανεπάρκειες του κράτους
Η κρατική μηχανή, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο παρουσιάζει σαφή αδυναμία ν' αντιμετωπίσει τις απειλές εναντίον ενός τόσο εκτεταμένου και πλούσιου φυσικού περιβάλλοντος. Οι αδυναμίες αυτές οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στη χρόνια δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα, που σχετίζεται τόσο με την παραδοσιακή γραφειοκρατία και τη συνυπάρχουσα διαφθορά, όσο και με το υπερβολικό του μέγεθος. ΄Εχουν επιπλέον ενταθεί, με την χαλάρωση πολλών υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης, κατά την τελευταία δεκαετία.
Η άρνηση των τοπικών κοινωνιών
Η κοινωνική ανωριμότητα είναι σημαντική αιτία για το μειωμένο ενδιαφέρον του κοινού, αλλά και τη δυσπιστία πρός μια οργανωμένη συλλογική προσπάθεια διάσωσης του φυσικού περιβάλλοντος από την ταχεία υποβάθμιση. Η στάση των τοπικών κοινωνιών γίνεται πιό ανοικτά αρνητική, όταν η προσπάθεια για την προστασία της φύσης θίγει παγιωμένες συνήθειες, όπως π.χ. η ασυδοσία του κυνηγιού και της βοσκής ή έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες άμεσων βραχυπρόθεσμων κερδών, τα οποία αποτελούν συχνά καρπούς της άναρχης και "φτηνής" ανάπτυξης. Η υποτίμηση της αξίας του γενικότερου κοινωνικού οφέλους, αλλά και των κινδύνων που περικλείουν οι μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις, αποτελεί χαρακτηριστικό της παρούσας φάσης κοινωνικής ανάπτυξης και καίριο εμπόδιο στην προσπάθεια διατήρησης της φύσης.
Η εμμονή της παλιάς νοοτροπίας
Οι πιό αξιόλογες φυσικές περιοχές κατοικούνται κυρίως από ανθρώπους με παραδοσιακή στάση απέναντι στη φύση, οι οποίοι δηλαδή την αντιμετώπισαν πάντα ως αντίπαλο, ή ως πεδίο ελεύθερης άσκησης των ανθρώπινων δραστηριότητων. Αντίθετα με τους περισσότερους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, πολλοί χωρικοί δεν τρέφουν ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα προς το δάσος ή πρός τα άγρια ζώα και δεν δυσαρεστούνται με τη σταδιακή υποχώρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Παραδόξως, η άμεση εμπειρία των ανθρώπων της υπαίθρου δεν τους οδηγεί συχνά στη βαθύτερη συνειδητοποίηση των φυσικών κύκλων και των πολύπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα συστατικά των οικοσυστημάτων. Από την άλλη μεριά, η διάδοση των νέων τεχνολογικών επιτεύξεων και προϊόντων είναι ταχύτατη, ακόμη και σε μικρά χωριά, με αποτέλεσμα οι δυνατότητες καταστροφής του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο της υπαίθρου ν’ αυξάνονται δυσανάλογα, σε σχέση με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής συνείδησης. Τα στερεά απορρίμματα π.χ. απετελούντο παλιότερα κυρίως από υπολείμματα τροφών, ενώ σήμερα περιλαμβάνουν πλαστικά και τοξικές ουσίες. Ομως ο τρόπος ανοργάνωτης διάθεσης στα ρέμματα κοντά στο χωριό δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά και το ίδιο συμβαίνει με τα άδεια κουτιά φυτοφαρμάκων, τις μπαταρίες των αυτοκινήτων κλπ. Το κυνήγι αποτελούσε ανέκαθεν παραδοσιακό τρόπο ψυχαγωγίας, ενώ σε μερικές περιπτώσεις χρησίμευε και για την συμπλήρωση της τροφής της οικογένειας. Σήμερα αποτελεί μιά διαδεδομένη ανδρική ψυχαγωγία, αλλά ασκείται πλέον μ' ένα τελειοποιημένο εξοπλισμό, που βελτιώνει πολύ τις επιδόσεις και επομένως αυξάνει την καταστροφή της άγριας πανίδας. Ανάλογη καταστροφή προκαλεί και το πολύ διαδεδομένο ερασιτεχνικό ψάρεμα, όπου επίσης χρησιμοποιούνται τελειοποιημένα τεχνολογικά προϊόντα. Ετσι, τελικό αποτέλεσμα της διείσδυσης της μοντέρνας τεχνολογίας είναι ότι τα εμμένοντα παλιά πρότυπα συμπεριφοράς προς τη φύση προκαλούν σήμερα πολύ σοβαρότερη υποβάθμιση.
Προστατεύουν την ελληνική φύση οι προστατευόμενες περιοχές;
Η ανάγκη για ειδική προστασία ορισμένων εκτάσεων αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ήδη από το 1929, οπότε ο πρώτος δασικός κώδικας προβλέπει την κατηγορία των προστατευτικών δασών. Το 1937 εκδίδεται ο πρώτος ειδικός νόμος για την προστασία της φύσης, που προβλέπει την ίδρυση 5 Εθνικών Δρυμών, δύο εκ των οποίων (Ολύμπου και Παρνασσού) κηρύχτηκαν το 1938. Η κήρυξη των περισσότερων προστατευόμενων φυσικών περιοχών πραγματοποιείται τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Το Ν.Δ. 996/1971, που αποτελεί μέρος του Δασικού Κώδικα προβλέπει τρεις κατηγορίες: τους Εθνικούς Δρυμούς, τα Αισθητικά Δάση και τα Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης. Από το 1938 μέχρι το 1974 έχουν κηρυχθεί οι 10 Εθνικοί Δρυμοί: Σαμαριάς, Σουνίου, Πάρνηθας, Παρνασσού, Οίτης, Αίνου, Ολύμπου, Πίνδου, Βίκου-Αώου και Πρεσπών, με συνολική έκταση περίπου 700 τ.χλμ. Μέχρι σήμερα έχουν κηρυχτεί 19 Αισθητικά Δάση, με έκταση περίπου 330 τ.χλμ. και 51 Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης, τα οποία περιλαμβάνουν κυρίως αξιόλογα δέντρα, αλλά και μερικούς βιοτόπους (π.χ. Παρθένο Δάσος Δράμας, νήσος Πιπέρι). Οι φυσικοί τόποι με αισθητικό ενδιαφέρον κηρύσσονται ως «Τοπία Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους» από το Υπουργείο Πολιτισμού, με το νόμο 5351/1932 για τις αρχαιότητες και τον νόμο 1469/1950 που τον συμπληρώνει. Από το 1962 έχουν κηρυχτεί 507 Τ.Ι.Φ.Κ., τα οποία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ε.Μ.Π., περιλαμβάνουν και πολλούς δομημένους, υποβαθμισμένους ή χωρίς αισθητικό ενδιαφέρον τόπους. Γι’ αυτό έχει προταθεί η αναθεώρηση των υπαρχόντων και η κήρυξη τουλάχιστον 449 Τ.Ι.Φ.Κ. που θα περιλαμβάνουν και αρκετά δομημένα τοπία με αισθητική αξία.
Η ευθύνη για την προστασία, οργάνωση και λειτουργία των περιοχών του Ν.Δ. 996 ανήκει στη Δασική Υπηρεσία. Αυτό δικαιολογείται, αφ’ ενός επειδή στη μεγάλη τους πλειοψηφία αποτελούνται από εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, αφ’ ετέρου διότι τα ανά τη χώρα δασαρχεία είναι οι μόνες δημόσιες υπηρεσίες που έχουν εμπειρία και υποδομή σχετικά με την προστασία της φύσης. Ωστόσο, η προστασία παραμένει τυπική και σε λίγες μόνο περιπτώσεις έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα (π.χ. φύλακες, έργα υποδομής, εφαρμογή των απαγορεύσεων και περιορισμών, κ.λ.π.). Οι τοπικές κοινωνίες είναι κατά κανόνα επιφυλακτικές έως εχθρικές για την ίδρυση της προστατευόμενης περιοχής. Η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη που συντελέστηκε κυρίως στην επαρχία κατά τα τελευταία 30 χρόνια δεν ευνόησε, αλλά μάλλον εμπόδισε την ίδρυση νέων περιοχών προστασίας. Έτσι, παρ’ όλο που υπήρξαν πολλές αξιόλογες προτάσεις, δέν κηρύχτηκαν νέοι Εθνικοί Δρυμοί μετά το 1974, ούτε Αισθητικά Δάση μετά το 1980. Αξίζει δέ να σημειωθεί ότι από τους 10 Εθνικούς Δρυμούς, οι 5 ιδρύθηκαν στη διάρκεια δικτατορικών καθεστώτων (1938, 1973, 1974), ενώ περίπου το 60% των Τ.Ι.Φ.Κ. κηρύχτηκαν στην διάρκεια της επταετούς δικτατορίας.
?λλες κατηγορίες περιοχών τις οποίες ελέγχει η Δασική Υπηρεσία είναι τα καταφύγια θηραμάτων που μετονομάστηκαν πρόσφατα σε καταφύγια άγριας ζωής, οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές και τα εκτροφεία θηραμάτων. Σκοπός τους είναι η αύξηση των πληθυσμών ζώων για την εξυπηρέτηση του κυνηγιού. Ωστόσο, τα μέτρα προστασίας που εφαρμόζονται σε μερικές από αυτές (π.χ. δάσος Δαδιάς Σουφλίου, δάσος ΄Οσσας) είναι πολύ σημαντικά για τη διατήρηση ορισμένων ειδών χλωρίδας και πανίδας. Μέχρι σήμερα έχουν κηρυχθεί 550 καταφύγια, 21 εκτροφεία και 7 ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, με συνολική έκταση πάνω από 9000 τ.χλμ.
Η προστασία της φύσης αποτέλεσε επίσης αντικείμενο της νομοθεσίας που προσπάθησε να προωθήσει τη χωροταξική οργάνωση της χώρας. Ο Νόμος 360/1976 «περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος» περιλάμβανε σχετικές διατάξεις, οι οποίες όμως δεν εφαρμόστηκαν και το μόνο αποτέλεσμα ήταν η γνωστοποίηση στο ευρύ κοινό και τις δημόσιες υπηρεσίες της σημασίας κάποιων σημαντικών τόπων (βιότοποι θαλάσσιας χελώνας και φώκιας, υγρότοποι κλπ.). Οι οικιστικοί νόμοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τον περιορισμό της δόμησης σε ευαίσθητες περιοχές μέσω της κήρυξής τους σε Ζ.Ο.Ε. (Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου). Οι προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας κατέληξαν το 1986 στο νόμο πλαίσιο 1650 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», ο οποίος περιέχει ειδικό κεφάλαιο για την «προστασία της φύσης και του τοπίου». Η ίδρυση προστατευόμενων περιοχών γίνεται μετά από ειδική περιβαλλοντική μελέτη, με προεδρικά διατάγματα που καθορίζουν τον τρόπο διαχείρισής τους. Ωστόσο, ο νόμος 1650 παραμένει ακόμη ουσιαστικά ανεφάρμοστος. Προστατευτικές διατάξεις περιέχει επίσης το νομοθετικό πλαίσιο που απορρέει από τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Σημαντικές είναι οι διεθνείς συμβάσεις της Βέρνης (προστασία της φύσης στην Ευρώπη), της Βόννης (προστασία αποδημητικών ειδών), της UNESCO (περιοχές παγκόσμιας φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς), του Ραμσάρ (υγρότοποι διεθνούς σημασίας), της Βαρκελώνης (πρωτόκολλο για τις προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου) καθώς και οι οδηγίες 79/409 και 92/43 της Ε.Ε. Κανένα ωστόσο από τα παραπάνω κείμενα δεν έχει ακόμα πραγματική εφαρμογή στον ελληνικό χώρο.
Πολύς λόγος έγινε τα τελευταία χρόνια για την ανάγκη προστασίας σημαντικών βιοτόπων, όπως της θαλάσσιας χελώνας και της Μεσογειακής φώκιας, αλλά στους αντίστοιχους τόπους (Ζάκυνθος, Βόρειες Σποράδες) έχουν ληφθεί μόνον αποσπασματικά μέτρα προστασίας, παρ’ όλο που ιδρύθηκαν εκεί θαλάσσια πάρκα. Πολύ ενδεικτική είναι η αδυναμία προστασίας των 11 υγροτόπων Ραμσάρ (Δέλτα Έβρου, λίμνες Θράκης, Δέλτα Νέστου, λιμνοθάλασσα Κεραμωτής, λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά, λίμνη Κερκίνη, Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα, λίμνη Μικρή Πρέσπα, Αμβρακικός Κόλπος, λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα Κοτύχι). Το νομοθετικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές, αλλά και οι αντιδράσεις από ενδιαφερόμενους, που εκφράζουν αντιτιθέμενα συμφέροντα σχετικά με τις χρήσεις γής, αποδεικνύονται πολύ ισχυρές. Η εφαρμογή των περιορισμών που χρειάζονται για να προστατευτούν αποτελεσματικά αυτοί οι τόποι είναι προς το παρόν ιδιαίτερα δύσκολη, ακόμα και αν υπάρξει κατάλληλη νομοθεσία (όπως π.χ. στην περίπτωση της Μικρής Πρέσπας που είναι κηρυγμένος Εθνικός Δρυμός). Ο πρόσφατος καθορισμός εκατοντάδων προστατευτέων τόπων της κατηγορίας «Natura 2000», σε εφαρμογή της οδηγίας 92/43, έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τη σύγχυση και τις συγκρούσεις, χωρίς να βελτιώνει προς το παρόν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις προστασίας.
Βασικές αδυναμίες της εφαρμοζόμενης πολιτικής για τους προστατευτέους τόπους είναι οι εξής:
-η έλλειψη συνολικής στρατηγικής και η αγνόηση επιτυχημένων ξένων παραδειγμάτων
-η ανεπάρκεια των υπηρεσιών προστασίας της φύσης και η συνεχιζόμενη παραμονή τους σε δύο διαφορετικά υπουργεία (ΥΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας)
-η αρνητική στάση των λοιπών υπουργείων, που έχουν κυρίως οικονομικές προτεραιότητες κλασσικού τύπου
-οι ανεπάρκειες τόσο της δασικής νομοθεσίας, όσο και του νόμου 1650
-η αδυναμία αξιοποίησης των αξιόλογων παρεμβάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας
-η πολύ ατελής γνώση για την κατάσταση και τους κινδύνους των προστατευτέων αντικειμένων
-η έλλειψη κατάλληλης επικοινωνιακής πολιτικής και ελκυστικής ορολογίας για τις διάφορες κατηγορίες προστατευτέων τόπων
-η προώθηση ενός πλήθους φορέων διαχείρισης των σχεδιαζομένων νέων προστατευτέων τόπων
-η αγνόηση της δυναμικής που αναπτύσσεται στον ιδιωτικό τομέα, γύρω από διάφορες μορφές εναλλακτικού τουρισμού.
Προστασία κάποιων μερών ή του συνόλου της Βιόσφαιρας;
Το πλέγμα της ζωής στον πλανήτη μας σχηματίζει ένα αδιαίρετο και συνεχές σύνολο στον τόπο και στον χρόνο. Η προσπάθεια χαρακτηρισμού ενός στίγματος (π.χ. ζώνη προστασίας) ως «σημαντικότερου» από τα υπόλοιπα αργά ή γρήγορα κινδυνεύει να μείνει μετέωρη. Η αποτυχία του ανθρώπου να διατηρήσει μία πλήρη ισορροπία ανάμεσα στις δραστηριότητές του, στον πολιτισμό και στη φύση και να διαχειριστεί το χώρο με ενιαίο τρόπο αναγκάζει στη λήψη βεβιασμένων μέτρων και στην απομόνωση κάποιων περιοχών για «ειδική» αντιμετώπιση, έναντι του εγκαταλελειμένου συνόλου.
.
Πρόκειται ίσως για ένδειξη αδυναμίας του σημερινού ανθρώπου, που ενώ ανήκει στο πλέγμα της ζωής, αδυνατεί να το βιώσει στο σύνολό του, ώστε να μην υφίσταται ανάγκη διατήρησης μικρών μόνο τμημάτων του. Βασική μακροπρόθεσμη επιδίωξη, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, είναι η επίτευξη ή η αποκατάσταση της αρμονίας μεταξύ ανθρώπου και φύσης.
Πρακτικά, τί θα σήμαινε ολοκληρωμένη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος;
Ολόκληρη η Βιόσφαιρα θα εθεωρείτο ως μία προστατευόμενη περιοχή. Λόγω των μεγάλων διαφορών στην κατανομή της ποικιλότητας, τα διάφορα τμήματά της θα χρειάζονταν διαφορετική οργάνωση της προστασίας. Αν θεωρήσουμε π.χ. μία χώρα που να αντιπροσωπεύει το μέσο όρο από πλευράς οικολογικών αξιών, θα μπορούσε να χωριστεί στις ακόλουθες τρείς κατηγορίες ζωνών προστασίας:
-γύρω στο 5% της χερσαίας επιφάνειας θα χρειαζόταν ισχυρή προστασία, ως απόθεμα σημαντικών οικολογικών αξιών. Τέτοιες περιοχές θα ήταν κυρίως απειλούμενοι βιότοποι, τοπία κλπ.
-γύρω στο 30% της χερσαίας επιφάνειας θα χρειαζόταν προσεκτική διαχείριση, όπου θα επικρατούσαν κυρίως ήπιες δραστηριότητες. Τέτοιες περιοχές θα ήταν τα περισσότερα δάση, αρκετές αγροτικές και τουριστικές περιοχές, πολλά ειδικά τοπία όπως ποτάμια, λίμνες, αλπικές περιοχές, μικρά νησιά κ.λ.π. Ανάλογη διαχείριση θα είχε και το σύνολο σχεδόν των θαλάσσιων εκτάσεων
-το υπόλοιπο θ’ αποτελούσε ζώνη εντατικότερων δραστηριοτήτων και η προστασία θα στηριζόταν στη χωροταξική οργάνωση, τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό και την πρόληψη της υποβάθμισης, μέσω εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριοτήτων.
Μια τέτοια οργάνωση της προστασίας της φύσης θα μπορούσε εύκολα, με κατάλληλους συνδυασμούς, να εξασφαλίζει ταυτόχρονα και τη διατήρηση του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Ποιός ο κύριος στόχος προστασίας της Βιόσφαιρας;
Είναι η διατήρηση της βιολογικής ποικιλίας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό σημαίνει διατήρηση των ειδών, ενώ υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως τα υποείδη, η γενετική ποικιλία του κάθε είδους κ.λ.π. Ο στόχος εξυπηρετείται με το μηδενισμό του ρυθμού εξαφάνισης ειδών που οφείλεται σε ανθρώπινη επίδραση ή αλλιώς με τη μείωση του ρυθμού εξαφάνισης στο φυσικό του μέγεθος. Σε επίπεδο Βιόσφαιρας, ο στόχος είναι ανέφικτος προς το παρόν, κυρίως λόγω της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των χωρών του τρίτου κόσμου. Έχει όμως ήδη επιτευχθεί σε μερικές ανεπτυγμένες χώρες, όπου η βιοποικιλότητα είναι τώρα σταθερή σε ανθρώπινη χρονική κλίμακα, αφού, βεβαίως, είχε μειωθεί κατά το παρελθόν. Ο στόχος είναι ρεαλιστικός σε πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες διατηρούν ακόμα πολύ σημαντική βιοποικιλότητα. Η επίτευξη του στόχου απαιτεί να δοθεί η ανώτατη δυνατή προτεραιότητα στη διατήρηση τοπικών ενδημικών ειδών που κινδυνεύουν. Συναφής είναι η ανάγκη έρευνας, ώστε να γίνουν γνωστά αυτά τα είδη, να προσδιοριστούν οι αιτίες που τα θέτουν σε κίνδυνο και να επιλεγούν τα κατάλληλα εργαλεία που θα τα προστατέψουν αποτελεσματικά.
Τί περιλαμβάνει ο σχεδιασμός ενός συστήματος προστατευόμενων τόπων;
Πρωταρχικό ζήτημα είναι η επιλογή των τόπων που θ’ αποτελέσουν το σύστημα. Κριτήρια επιλογής μπορεί να είναι η παρουσία σημαντικών ειδών, ενδιαιτημάτων ή τοπίων, σε συνδυασμό με παραμέτρους σχετικές με έρευνα, εκπαίδευση, αναψυχή κλπ. Τα κριτήρια μπορούν επίσης να είναι σύνθετα, και να περιλαμβάνουν πολιτιστικές ή αισθητικές αξίες. Η οριοθέτηση των προστατευόμενων τόπων λαμβάνει υπ’ όψη οικολογικά, αλλά και κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, ενώ συχνά πρέπει ν’ ακολουθεί τα φυσικά όρια μιας περιοχής. Η έκταση του προστατευόμενου τόπου εξαρτάται από το αντικείμενο της προστασίας και θα είναι πολύ διαφορετική π.χ. για προστατευόμενα τοπία , πουλιά, μεγάλα θηλαστικά, ποώδη φυτά, μνημεία κλπ. Σε μερικές περιπτώσεις είναι απαραίτητη μία ενδιάμεση ζώνη, που μετριάζει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εκτός και εντός προστατευόμενης περιοχής δραστηριοτήτων. Σε άλλες περιπτώσεις, είναι χρήσιμη ή και αναγκαία η δημιουργία δικτύου προστατευομένων περιοχών, το οποίο να εξυπηρετεί π.χ. τις απαιτήσεις των αποδημητικών ειδών.
Επιλογή προστατευτέων τόπων με γνώμονα το απειλούμενο είδος;
Ο προσδιορισμός του είδους γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις με ακρίβεια και δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Επιπλέον, το είδος είναι μία συγκεκριμένη οντότητα, η οποία, ως έννοια, μπορεί να μεταδοθεί εύκολα στους μη ειδικούς. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει, μετά από σύντομη εξήγηση, την ταυτότητα του κάθε είδους, την ιδιαιτερότητά του, τις ανάγκες του, τους κινδύνους που το απειλούν. Εύκολα γίνεται κατανοητή και η λογική των σχετικών περιορισμών και απαγορεύσεων που πρέπει να επιβληθούν στους ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούν συχνά τον κύριο παράγοντα υποβάθμισης του είδους. Επιπλέον, το είδος αντιστοιχεί σ’ ένα ζωντανό όν, που σε πολλές περιπτώσεις εμπνέει συναισθήματα στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να ενδιαφερθούν, να κινητοποιηθούν ή απλά ν’ αποδεχτούν χωρίς γκρίνια τις ενέργειες για την προστασία του. Έτσι, η διατήρηση του είδους μπορεί να στηριχτεί σε ισχυρή κοινωνική βάση, πράγμα απαραίτητο σε περιπτώσεις που συνεπάγεται σημαντικό κόστος, δυσκολίες, δυσάρεστες συνέπειες ή μακρόχρονη προσπάθεια.
Το είδος που χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο βιότοπο έχει τους λόγους του, οι οποίοι μπορεί να είναι πολυάριθμοι και πολύπλοκοι και επομένως όχι πλήρως προσβάσιμοι στην επιστημονική έρευνα, προς το παρόν. Κανένας ερευνητής ή επιστημονικό όργανο δεν είναι ακόμα σε θέση ν’ αναγνωρίσει όλες εκείνες τις λεπτές αποχρώσεις του περιβάλλοντος, οι οποίες κάνουν ένα είδος να το επιλέξει. Το είδος είναι σε θέση να κατατάξει τους τύπους οικολογικών ενδιαιτημάτων σε πολύ περισσότερες και ακριβέστερες κατηγορίες, απ΄ όσες η σημερινή περιβαλλοντική βιολογία, αποτελώντας έτσι ένα θαυμάσιο δείκτη. Ακόμα περισσότερο, τα είδη που είναι ενδημικά σ’ ένα ή περισσότερους τόπους έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν εκείνο τον πολύπλοκο συνδυασμό φυσικών χαρακτηριστικών που υπάρχει μόνο στους συγκεκριμένους τόπους και ο οποίος είναι απαραίτητος για τη ζωή τους.
Το είδος αποτελεί και ένα στοιχείο πλούτου της φύσης, ή, αλλιώς, φυσικής κληρονομιάς, το οπoίο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Η εξαφάνιση ενός είδους είναι απώλεια μη αντιστρεπτή και γι΄ αυτό πρέπει να κατατάσσεται σ’ έναν από τους υψηλότερους βαθμούς της ιεραρχίας των περιβαλλοντικών βλαβών.
Επιλογή προστατευτέων τόπων με γνώμονα το οικολογικό ενδιαίτημα;
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα βιολογικά είδη εξαρτώνται από τις συνθήκες του φυσικού τους περιβάλλοντος προϋποθέτει εξοικείωση με την σύγχρονη οικολογική θεωρία και ιδιαίτερα με την πολύπλοκη έννοια της οικοθέσης (ecological niche). Η έννοια αυτή δεν είναι γεωγραφική, δεν σημαίνει συγκεκριμένο χώρο, αλλά περιγράφει το συνδυασμό φυσικού χώρου, λειτουργικού ρόλου και σχέσης του είδους με τις περιβαλλοντικές βαθμίδες. Η διατήρηση του είδους συναρτάται με τη διασφάλιση της οικοθέσης του, δηλαδή με το χώρο όπου ζεί και δραστηριοποιείται, με το τί κάνει και με το πώς αντιμετωπίζεται από τους υπόλοιπους οργανισμούς. Μία επιστημονικά θεμελιωμένη προσπάθεια διατήρησης συνεπάγεται την προστασία των αβιοτικών και βιοτικών συνθηκών που ταιριάζουν στο συγκεκριμένο είδος και ταυτόγχρονα την προστασία του από την υπερβολική εκμετάλλευση. Το οικολογικό ενδιαίτημα (ecological habitat) είναι το σύνολο των σχετικά ομοιογενών αβιοτικών και βιοτικών συνθηκών ενός χώρου. Πρόκειται για μια συστημική έννοια, η οποία δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη οντότητα, αλλά σ’ ένα σύνολο αλληλεξαρτήσεων μεταξύ του βιολογικού είδους και του περιβάλλοντος και η οποία γίνεται δύσκολα κατανοητή από απλούς ανθρώπους, αλλά και από επιστήμονες χωρίς θεωρητική σκέψη. Έτσι, όπως και η έννοια της οικοθέσης, χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους, αφήνοντας πολλά περιθώρια αμφιβολιών.
Οι δυσκολίες αυτές δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στη επιλογή και οριοθέτηση προστατευτέων περιοχών με βάση τα οικολογικά ενδιαιτήματα. Η χρήση δυσνόητων εννοιών δεν ευνοεί την προσπάθεια εκλαΐκευσης των απαιτήσεων προστασίας και την εξοικείωση των ανθρώπων μ’ αυτές. Όσοι προκαλούν καταστροφές, θα δεχθούν δυσκολότερα περιορισμούς στη δραστηριότητά τους, για χάρη της προστασίας ενός μη απτού αντικειμένου, όπως το ενδιαίτημα. Όσοι ενδιαφέρονται για τη διατήρηση, θα είναι λιγότερο διατεθειμένοι να κινητοποιηθούν για κάτι, που δεν είναι τελείως κατανοητό και, εν πάσει περιπτώσει, δεν κινητοποιεί άμεσα το συναίσθημά τους.
Η χρήση της έννοιας του ενδιαιτήματος στην πολιτική προστασίας στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η άμεση προστασία ενός είδους δεν έχει νόημα, αν δεν προστατευτεί πρώτα το ενδιαίτημά του. Αυτό δεν είναι πάντοτε σωστό. Η υπερβολική εκμετάλλευση, π.χ. από το κυνήγι, το ψάρεμα, τη βόσκηση, τη συλλογή, έχει οδηγήσει πολλά είδη σε κατάσταση απειλής, ακόμα και όταν τα ενδιαιτήματά τους δεν είναι υποβαθμισμένα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι εκείνα τα είδη που έχουν από τη φύση τους μικρούς πληθυσμούς και ακολουθούν στρατηγική Κ, όπως π.χ. τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά. Ως επί το πλείστον όμως, η προστασία του είδους προϋποθέτει βασικά την προστασία του ενδιαιτήματος. Ωστόσο, κάλλιστα μπορεί να επικεντρωθεί η προσπάθεια προστασίας στο είδος, το οποίο ν’ αναφέρεται στα νομοθετικά κείμενα και να προβάλλεται προς την κοινή γνώμη, η δέ ανάγκη προστασίας του ενδιαιτήματος να προκύπτει έμμεσα. Είναι π.χ. η προσέγγιση που έχει ακολουθήσει η οδηγία 79/409 για την προστασία των άγριων πουλιών, που αποτελεί ένα από τα καλύτερα νομικά κείμενα για την προστασία της φύσης. Στο παράρτημα Ι αναφέρονται τα απειλούμενα είδη και καθορίζεται η ανάγκη προστασίας των βιοτόπων τους. Σε εφαρμογή της, προέκυψε ο κατάλογος των Important Bird Areas ,ο οποίος περιλαμβάνει, χάρη στο απλό αυτό κριτήριο, ένα μεγάλο μέρος από τους οικολογικά σημαντικούς τόπους της Ε.Ε. Η προβολή της έννοιας του ενδιαιτήματος, η οποία χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την νεώτερη οδηγία 92/43 (γνωστή ως “habitat directive”), οφείλεται λιγότερο στην αποτελεσματικότητα της νέας προσέγγισης και περισσότερο σε άλλες σκοπιμότητες. Σημαντικό ρόλο έχουν παίξει εδώ ο επιστημονισμός των ειδικών που ασχολούνται με την περιβαλλοντική βιολογία, καθώς και η χρόνια αίσθηση παραγκωνισμού των φυτοκοινωνιολόγων, οι οποίοι ένοιωθαν ότι, ενώ κατέχουν την ειδικότητα την πιο συναφή με την έννοια του οικοσυστήματος, ωστόσο δεν είχαν ανάλογη συμμετοχή στις αποφάσεις για την πολιτική προστασίας της φύσης. Πρόκειται για κλασσικό τεχνοκρατικό λάθος του επιστήμονα που, ακριβώς λόγω της μεγάλης ειδίκευσης, νομίζει ότι κατέχει τα πάντα για το αντικείμενό του και δεν συνειδητοποιεί ότι αγνοεί σημαντικές άλλες διαστάσεις.
Χρειάζεται ιεράρχηση της προτεραιότητας προστασίας των τόπων;
Ένας ιεραρχημένος κατάλογος των προστατευτέων τόπων δεν προωθεί ιδιαίτερα την προστασία αυτών που βρίσκονται στην κορυφή, διότι κατά κανόνα είναι γνωστοί έτσι κι αλλιώς. Αναμφίβολα όμως δίνει επιχειρήματα και προσχήματα για την αποφυγή προστασίας των τόπων που έχουν χαμηλή θέση στον κατάλογο. Γι’ αυτό το λόγο, μια ιεράρχηση ενδέχεται να δημιουργήσει στις προσπάθειες διατήρησης της φύσης περισσότερα προβλήματα, απ’ όσα επιδιώκεται να λύσει.
Διατήρηση ή συντήρηση;
Στις ξένες γλώσσες, ο λατινογενής όρος conservation σημαίνει ταυτόχρονα διατήρηση της φύσης ή των μνημείων και συντήρηση (με την έννοια της «κονσέρβας» ή με την πολιτική έννοια). Στα ελληνικά, έχουμε τη γλωσσική πολυτέλεια να υποβάλλουμε το ερώτημα: διαφέρει η διατήρηση από τη συντήρηση;
Σύμφωνα με μια άποψη, η διατήρηση δεν έχει στατική έννοια, αλλά λαμβάνει υπ’ όψη την εσωτερική δυναμική του συστήματος. Πρόκειται δηλαδή για μία συνετή διαχείριση, η οποία προστατεύει τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων. Υπονοείται όμως ότι ο άνθρωπος, ή για την ακρίβεια εκείνο το τμήμα της ανθρωπότητας που επιβουλεύεται το διατηρητέο αντικείμενο, δεν αποτελεί μέρος των «φυσιολογικών» διεργασιών. Επιπλέον, υπονοείται ότι αν η, έστω και «φυσιολογική», φθορά ενός φυσικού ή πολιτιστικού αντικειμένου είναι υπερβολική, τότε η προστατευτική παρέμβαση επιβάλλεται. Έτσι, στην πράξη, η διαφορά ανάμεσα στις δύο έννοιες ξεθωριάζει, και η διατήρηση γίνεται μία κατά βάση συντηρητική πρακτική. Συχνά, εξάλλου, η διατήρηση σημαίνει την επιβολή απόψεων του κράτους πάνω στις τοπικές κοινωνίες ή αρχές, των διανοουμένων πάνω στους αμαθείς, της ελίτ πάνω στον εργατικό συνδικαλισμό, των αστών πάνω στους αγρότες κ.λ.π.
Προστασία ή διαχείριση;
Η προστασία προϋποθέτει ότι υπάρχει απειλή, δηλαδή εξωτερικοί παράγοντες που τείνουν ν’ αλλοιώσουν το σύστημα που μας ενδιαφέρει, και σημαίνει την επιβολή περιορισμών, ώστε να επιτευχθεί κατά το δυνατόν διατήρηση της παρούσας κατάστασης. Η διαχείριση προϋποθέτει την αναγνώριση της δυναμικής λειτουργίας του συστήματος και σημαίνει την οργάνωση ρυθμίσεων, ώστε να επιτευχθεί η διατήρηση σημαντικών χαρακτηριστικών του και να ελεγχθεί η εξέλιξή του προς τυχόν μη επιθυμητή κατεύθυνση.
Η λήψη αποφάσεων για την προστασία συνεπάγεται αποκλεισμό των απειλητικών παραγόντων, που μπορεί να περιλαμβάνουν φυσικά στοιχεία ή ανθρώπινες ενέργειες, όπως π.χ. οι δραστηριότητες των ντόπιων κατοίκων. Ένα σχέδιο διαχείρισης μπορεί να ενσωματώνει, μέχρις ενός σημείου, τέτοιους απειλητικούς παράγοντες.
Διατήρηση για πόσο;
Είναι ένα ερώτημα που κατά κανόνα δεν τίθεται και η απάντηση θεωρείται ασαφώς αυτονόητη. Μέχρι πότε πρέπει να διατηρηθούν οι φάλαινες; Μέχρι την εποχή που μόνη της η φύση θα τις αφάνιζε; Μέχρις ότου γίνουμε απόλυτα βέβαιοι ότι δεν μας χρησιμεύουν πιά σε τίποτα; Ή μήπως η διατήρησή τους επιβάλλεται ούτως ή άλλως, στο βαθμό που η γνώση και η τεχνολογία μας την καθιστούν εφικτή; Και ο Παρθενώνας; Πρέπει να διατηρηθεί μέχρις ότου το μάρμαρό του γίνει σκόνη ή μέχρις ότου η τεκτονική κίνηση των γεωλογικών πλακών τον φέρει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας; Μήπως η διάσωσή του επιβάλλεται, ακόμα και σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον το επιτρέψει η γνώση και η τεχνολογία; Ή μήπως η διατήρησή του είναι απαραίτητη μόνο για την περίοδο που το πολιτιστικό του μήνυμα θα έχει κάποιο νόημα;
Σε τί χρησιμεύει η διατήρηση;
Η άποψη ότι η διατήρηση των απειλουμένων ειδών είναι αναγκαία για τη λειτουργία της Βιόσφαιρας ή για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους δεν έχει ισχυρή επιστημονική στήριξη. Είναι πιθανόν ότι οι ζωτικές για τον άνθρωπο περιβαλλοντικές συνθήκες θα μπορέσουν σταδιακά να εξασφαλιστούν από την τεχνολογία, μέσω του ελέγχου της ροής ενέργειας και των βασικών βιογεωχημικών κύκλων στη Βιόσφαιρα. Πιθανώς, μόνο ένα μικρό ποσοστό από τα εκατομμύρια βιολογικά είδη θα είναι απαραίτητα για το σκοπό αυτό.
Σε ό,τι αφορά την πιθανή χρησιμότητα για τον άνθρωπο του κάθε είδους χωριστά, είναι αλήθεια ότι αυτή παραμένει ακόμα άγνωστη σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί όμως να τονίσει κανείς τρία σημεία:
-πολλά είδη που θεωρούνται χρήσιμα για τη φαρμακευτική, τη γεωργία κ.λ.π. μπορούν να διατηρηθούν σε ειδικές τράπεζες ή ακόμα και σε βάσεις δεδομένων και δεν είναι απαραίτητο να επιβιώσουν στη φύση
-η αναζήτηση και καταγραφή των χρήσιμων ειδών προχωρά γρήγορα και έτσι πολλά άλλα θα μπορούσαν να εξαφανιστούν, χωρίς σοβαρό κόστος για την ανθρωπότητα
-και αν ακόμα χαθεί ένα χρήσιμο είδος, η τεχνολογία θα μπορέσει πιθανώς ν’ αναπληρώσει την απώλεια με άλλο τρόπο.
Με βάση τα ανωτέρω φαίνεται ότι οι θέσεις υπέρ της διατήρησης της βιοποικιλότητας δεν βασίζονται τόσο σε υλικές ανάγκες του ανθρώπου, αλλά είναι κυρίως συναισθηματικού ή ηθικού χαρακτήρα. Ανάλογου χαρακτήρα, συναισθηματικού ή αισθητικού, είναι και οι απόψεις που υποστηρίζουν τη διατήρηση των τοπίων, των μνημείων και κάθε απειλουμένου φυσικού ή πολιτιστικού στοιχείου. Προφανώς, εδώ τίθεται το πανάρχαιο φιλοσοφικό ερώτημα περί του πρακτέου. Βασιζόμενος σε άλλες αξίες, θα μπορούσε κανείς να προτιμήσει μια απεριόριστη διαρκή ανανέωση, χωρίς να σέβεται κανένα φυσικό ή πολιτιστικό κεκτημένο.
Πόσο ανέχεται η κοινωνία την επιβολή της διατήρησης;
Η κάθε κοινωνία έχει διαφορετικά όρια ανοχής ως προς την επιβολή κανόνων, ιδίως όταν δεν προκύπτουν αυθόρμητα από την ίδια. Η διατήρηση θα γίνει σε διαφορετικό βαθμό αποδεκτή από την κοινωνία του χωριού, από τον αγρότη ή το βοσκό που έχουν συνηθίσει να λύνουν μόνοι τους τα προβλήματά τους, από τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων που έχουν εξοικειωθεί περισσότερο με τεχνητούς κανόνες οργάνωσης της ζωής κλπ. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το πολιτιστικό επίπεδο, όπως και η φιλοσοφική αντίληψη. Έτσι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε προσεγγίσεις προτεσταντών, ορθοδόξων, μωαμεθανών ή βουδιστών. Τέλος, καθοριστική σημασία έχει το οικονομικό επίπεδο, εφόσον συνήθως η ανάγκη απόλαυσης ενός ωραίου περιβάλλοντος εκδηλώνεται, αφού έχει προηγηθεί η ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών της κάθε κοινωνίας.
Υπάρχουν αντιθέσεις μεταξύ διατήρησης και άλλων αξιών;
Οι προσπάθειες διατήρησης συνεπάγονται περιορισμούς και έρχονται επομένως σε προφανή αντίθεση με την αξία της ελευθερίας. Η αρχή ότι “η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου” επιβαρύνεται με πρόσθετο περιορισμό για χάρη της ζωής εν γένει, των οικοσυστημάτων, των μνημείων κ.λ.π. Γενικότερα, η ανάγκη συνετής διαχείρισης του περιβάλλοντος συνεπάγεται πρόσθετη οργάνωση στην ήδη υπερβολικά οργανωμένη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους ασφυκτιούν, κάτω από το βάρος των κανόνων.
Συχνά οι προσπάθειες διατήρησης θεωρούνται από τους θιγόμενους ως προσβολή της αξίας της ισότητας ή της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως τουλάχιστον ερμηνεύεται από τους ίδιους. Για να μπορεί π.χ. ο αστός φυσιολάτρης να θαυμάσει τα πουλιά στον υγρότοπο, ή ο κουλτουριάρης ν’ απολαύσει ένα αρχαιολογικό χώρο, θα πρέπει ο κάτοικος της περιοχής να περιορίσει τις δυνατότητες αύξησης του εισοδήματός του, μέσω εγγειοβελτιωτικών έργων ή οικοδόμησης. Ανάλογες διαμαρτυρίες διατυπώνονται και εναντίον της Ε.Ε., διότι, με τη νομοθεσία προστασίας, επιβάλλει περιορισμούς, χωρίς ν’ αναπληρώνει τις συνεπαγόμενες απώλειες εισοδήματος.
Η ανάπτυξη δραστηριοτήτων ανταποκρίνεται στις προσδοκίες για περισσότερη ασφάλεια και άνεση των ανθρώπων. Η ασφάλεια είναι μία πρωταρχική αξία για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Ο περιορισμός της φύσης, των οργανισμών και πολλών φυσικών διεργασιών ήταν από παλιά στο επίκεντρο της προσπάθειας για αυξημένη ασφάλεια. Παρ’ όλη τη σημερινή άνοδο του οικονομικού και τεχνολογικού επιπέδου και τη δραστική μείωση των κινδύνων που προέρχονται από τη φύση, ένας βαθμός αντίθεσης εξακολουθεί να υπάρχει. Η άνεση αποτελεί επίσης βασική επιδίωξη του ανθρώπου, ο οποίος, με εργαλείο τη λογική του, προσπαθεί να ζει καλύτερα κοπιάζοντας λιγότερο. Έτσι, λίγοι άνθρωποι θα θυσίαζαν τη σιγουριά που τους προσφέρει ο νυκτερινός φωτισμός ενός πάρκου για να προστατέψουν από τη σχετική όχληση τα νυκτόβια ζώα. Αντίστοιχα, ελάχιστοι θα ψήφιζαν εναντίον της αποξήρανσης ενός έλους δίπλα στο σπίτι τους, αδιαφορώντας για τις επιδρομές των κοινουπιών το σούρουπο.
Στα πλαίσια λοιπόν της αναζήτησης μεγαλύτερης ασφάλειας και άνεσης και έχοντας επίγνωση της ελευθερίας του και απαίτηση για ισότητα, ο άνθρωπος κατέστρεφε το φυσικό περιβάλλον, όσο του επέτρεπαν οι δυνατότητες της τεχνολογίας του. Το πρώτο πράγμα που έκανε, μόλις απέκτησε κατάλληλα εργαλεία, ήταν να εκχερσώσει το διπλανό δάσος. Ωστόσο, οι φραγμοί που θέτει ο πολιτισμός, οι οποίοι συνδέονται και με την επιδίωξη της μέγιστης κοινωνικής ασφάλειας που εξαρτάται και από την περιβαλλοντική ισορροπία, περιορίζουν ή και αναστέλλουν την καταστροφική τάση. Σήμερα, παράγοντες που ωθούν προς αυτή την αναστολή είναι κυρίως ο σχετικός κορεσμός των καταναλωτικών αναγκών, η ευρεία συνειδητοποίηση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και η επιταχυνόμενη ανάπτυξη πράσινου καπιταλισμού.
Ποιός δικαιούται ν’ αποφασίσει για τη διατήρηση;
Είναι προφανές ότι και σ΄ αυτήν, όπως και σε άλλες αποφάσεις που αφορούν κοινωνικά ζητήματα, η κρατούσα κουλτούρα επιβάλλει τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή αυτή πρέπει φυσικά να εφαρμόζεται μετά από διάλογο, όπου η μειοψηφία θα έχει την ευκαιρία να πείσει με επιχειρήματα, ο δε προβληματισμός πρέπει να στηρίζεται στην ευρύτερη δυνατή γνωστική βάση. Η οποιαδήποτε θετική ή αρνητική απόφαση για τη διατήρηση θα πρέπει ν’ αναθεωρείται, εφόσον νεώτερα επιστημονικά δεδομένα γεννούν σημαντικές αμφιβολίες για την ορθότητά της.
Δεν είναι ωστόσο προφανής η απάντηση στο ερώτημα: ποιό είναι το σώμα που αποφασίζει; Οι σχετικοί χωρικοί και χρονικοί περιορισμοί δεν είναι αυτονόητοι. Βέβαια, ο ντόπιος πληθυσμός δικαιούται πολλές φορές να έχει τον πρώτο λόγο. Υπάρχουν όμως παραδείγματα όπου ένας βιότοπος, ένα τοπίο, ένα μνημείο μπορούν να θεωρηθούν εθνικής ή και διεθνούς σημασίας. Μοιάζει δίκαιο στις περιπτώσεις αυτές το εκλογικό σώμα να διευρύνεται και να εκπροσωπεί την εθνική ή τη διεθνή κοινωνία. Εξάλλου, τα πολύτιμα στοιχεία του περιβάλλοντος δεν μπορούν να θεωρηθούν κτήμα μόνο της παρούσας ανθρωπότητας. Αντίθετα, αποτελούν μια κληρονομιά που έχει παραληφθεί από τις προηγηθείσες γενιές και θα παραδοθεί αναπόφευκτα στις επόμενες. Έχουν λόγο οι πρόγονοι και οι επίγονοι για τη διατήρηση ή όχι αυτής της κληρονομιάς και, αν ναί, με ποιό τρόπο θα πρέπει να τον εκφράσουν; Η θετική αντιμετώπιση αυτής της πλευράς του ζητήματος θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσα από ειδικές θεσμικές ή άλλες ρυθμίσεις, οι οποίες, αντικαθιστώντας παλιότερους, θρησκευτικού τύπου, κανόνες, θα έδιναν μία σύγχρονη εκδοχή διαχρονικών περιβαλλοντικών όρων.
Το αρχικό ερώτημα επιδέχεται και μία διαφορετική απάντηση. Αν θεωρήσουμε ότι η φύση ανήκει στη φύση, τότε η διατήρηση καθίσταται υποχρέωση του ανθρώπου, στα πλαίσια μιας μη ανθρωποκεντρικής άποψης για τον κόσμο. Μια τέτοια αντίληψη επιβάλλει γενικό σεβασμό για κάθε ζωντανό όν, ίσως και για κάθε βιοτικό φυσικό στοιχείο. Η πλήρης όμως ανάπτυξη των λογικών συνεπειών της οδηγεί στην ολική απόρριψη της ανθρώπινης προόδου και στην αποδοχή μόνον μιας κοινωνίας κυνηγών/συλλεκτών ενταγμένης στα φυσικά οικοσυστήματα.
Η φύση ως αγροτική αρμονία;
Σε ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες που έχουν ταυτόχρονα και ισχυρή αγροτική παράδοση, όπως η Γαλλία, έχει αναπτυχθεί στους κατοίκους των αστικών περιοχών μία έντονη νοσταλγική διάθεση επιστροφής στην αγροτική φύση. Είναι γεγονός ότι το σημερινό φυσικό περιβάλλον έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό κάτω από την επίδραση του ανθρώπου-αγρότη. Μεγάλο ποσοστό του φυσικού τοπίου είναι προϊόν παλιών πυρκαγιών, εκχερσώσεων, αποστραγγίσεων και διευθετήσεων, που συνδυάστηκαν με καλλιέργεια της γής, βόσκηση, φυτεύσεις και κατασκευές. Ο σημερινός αστός, απηυδησμένος από την πίεση της καθημερινότητας στην πόλη, εξιδανικεύει την αγροτική φύση και τον αντίστοιχο τρόπο ζωής, αναπτύσσοντας μια βουκολική ιδεολογική τάση. Η αποκατάσταση και η διατήρηση ενός αγροτικού τοπίου γίνονται στόχοι πρώτης προτεραιότητας. Η υποβάθμιση που προκαλούν στο φυσικό περιβάλλον ακόμα και οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες αγνοείται ή υποτιμάται. Το πρότυπο της γνήσιας άγριας φύσης, που χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια, αντικαθίσταται από το πρότυπο της φύσης που σε μεγάλο βαθμό έχει πλαστεί και εξαρτάται από τον άνθρωπο. Οι παραδοσιακοί αμπελώνες, οι ελαιώνες, η αγελαδοτροφία στους υγροτόπους, η ορθολογική υλοτομία, το τοπίο με αναβαθμίδες ανάγονται όχι απλώς σε υποδείγματα συνύπαρξης ανθρώπου-φύσης, αλλά σε ιδανικές μορφές φυσικής ισορροπίας. Ωστόσο, η υπερεκτίμηση της ανθρωπογενούς συνιστώσας των φυσικών οικοσυστημάτων, συνδυαζόμενη με εκτεταμένη φυγή από τις πόλεις και εγκατάσταση των αστών σε εξοχικές-αγροτικές κατοικίες, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές πρόσθετες πιέσεις στα πιό ευαίσθητα οικοσυστήματα και είδη.
Η φύση ως αστικός κήπος;
Η λειτουργία της άγριας φύσης ως φυσικός πόρος ακολουθεί φθίνουσα πορεία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ήδη με το πέρασμα από την κοινωνία των κυνηγών/συλλεκτών στην κοινωνία της αγροτικής παραγωγής, το κύριο βάρος της διατροφής του ανθρώπου ανήκει στη τεχνητά παραγόμενη τροφή. Η βιομηχανική κοινωνία μικρό μόνο μέρος των αναγκών της στηρίζει στη λειτουργία των φυσικών οικοσυστημάτων. Ακόμα και η εκμετάλλευση των φυσικών γενετικών πόρων θα έχει μία όχι πολύ μακρινή ημερομηνία λήξης. Εάν όμως η φύση δεν χρησιμεύσει για πολύ ακόμα στην υλική παραγωγή, αντίθετα οι δυνατότητές της για προσφορά υπηρεσιών αναψυχής στον άνθρωπο μοιάζουν προς το παρόν ανεξάντλητες. Φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι, ιδίως αυτοί που ζούν και εργάζονται σε τεχνητά περιβάλλοντα, θα έχουν και στο ορατό μέλλον σημαντικές ψυχολογικές ανάγκες για τη φύση. Χαρακτηριστικό είναι ότι, στη σύγχρονη εποχή, ενδιαφέρονται για τις ομορφιές και τη διατήρηση της φύσης κυρίως οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων, ενώ αυτοί που λόγω του τρόπου ζωής και εργασίας τους βρίσκονται σε συχνή επαφή με τη φύση, όπως οι γεωργοί, οι βοσκοί, οι ψαράδες, οι χωρικοί, την αντιμετωπίζουν κατά κανόνα ως αντίπαλο και δεν συγκινούνται εύκολα από φαινόμενα συρρίκνωσής της, όπως η εξαφάνιση ειδών.
Με δεδομένη την αύξηση των αστικών πληθυσμών και τη σταδιακή επικράτηση της αστικής νοοτροπίας, ο ρόλος της φύσης για την ανθρώπινη κοινωνία τείνει να γίνει αυτός του αστικού κήπου. Η συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους των ανθρώπων στα αστικά συγκροτήματα και ο περιορισμός της σχέσης ανθρώπου-φύσης κυρίως στον τομέα της αναψυχής θα μείωναν σημαντικά τις πιέσεις στα ευαίσθητα οικοσυστήματα και είδη. Η φύση θα χρησιμεύει κυρίως ως τόπος ξεκούρασης, χαλάρωσης και ψυχικής ανάτασης, ως τόπος γνωριμίας και συναισθηματικής σύνδεσης με άλλες μορφές ζωής, ως τόπος εξοικείωσης με τις φυσικές διεργασίες, ως τόπος ίσως δημιουργικής απασχόλησης με έργα διαχείρισης των βιολογικών πληθυσμών ή του τοπίου. Οι κάτοικοι των πόλεων, δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία, θα θεωρούν την άγρια φύση κάτι σαν το πάρκο της συνοικίας τους. Οι ταχείες και πυκνές συγκοινωνίες μπορούν να διευκολύνουν σημαντικά αυτή την τάση. Σε μιά χώρα σαν την Ελλάδα, όπου οι αποστάσεις είναι μικρές και η άγρια φύση συνήθως ορεινή ή άγονη, ο σχεδιασμός και η οργάνωση του συνόλου της χώρας ως αστικό τοπίο, με τις δομημένες περιοχές του και τα εκτεταμένα χερσαία και θαλάσσια πάρκα του, δεν πρέπει να θεωρηθεί ουτοπία, αλλά μάλλον δείχνει την κατεύθυνση των πραγμάτων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Hadjibiros K., P.S. Economidis and Th. Koussouris (1997). Let the fish speak: The
ecological condition of major Greek rivers and lakes in relation to environmental pressures. 4th EURAQUA Technical Review, Koblenz.
Κασιούμης, Κ. (1988). Προστατευόμενες περιοχές και η προστασία της φυσικής
κληρονομιάς στη χώρα μας. Εισήγηση στο συνέδριο: «Εθνική Πολιτική Περιβάλλοντος», Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, 2-3.4.1988.
Lucas, P.H.C. (1992). Protected Landscapes. A guide for policy-makers and planners, IUCN, Chapman and Hall.
Ντούρος Γ. (1999). Οι περιβαλλοντικές μελέτες. Εισήγηση στην ημερίδα: «Οι σημερινές συνθήκες εκπόνησης των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ο ρόλος των δασολόγων», Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, 20.3.1999.
Odum, E. (1971). Fundamentals of Ecology, Saunders.
Παπαγιάννης, Θ. και Κ. Χατζημπίρος (1990). Προστατευόμενες Περιοχές. Σημειώσεις για επιμορφωτικά σεμινάρια, Κέντρο Οικολογικών Σπουδών, Ύδρα.
ΤΕΕ (1993). Αναγκαίες Δράσεις για την Προστασία του Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, 2 τόμοι, Αθήνα.
Υπουργείο Γεωργίας (1992). Αποτελέσματα Πρώτης Εθνικής Απογραφής Δασών, Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, Αθήνα.
ΦΙΛΟΤΗΣ (1999). Τράπεζα Στοιχείων για την Ελληνική Φύση, Ε.Μ.Π., Αθήνα..
Χατζημπίρος, Κ. (1995). Αξιολόγηση και κατάταξη των σημαντικών βιοτόπων της Ελλάδας με κριτήριο τα απειλούμενα είδη χλωρίδας και πανίδας. Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Περιβαλλοντικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Μυτιλήνη, τόμ. Α΄, σελ. 636-645.
Χατζημπίρος, Κ. (1997). Διατήρηση της μεγάλης βιοποικιλότητας και δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης του ελληνικού χώρου. Πρακτ. 11ου Εθν. Συνεδρ. Ελληνικής Εταιρείας Επιχειρησιακών Ερευνών, Αθήνα.
Σημείωση 6ο Τεύχος