Ηρακλής Πιτσιλαδής - αρχιτέκτονας
Κύριοι συντάκτες του ηλεκτρονικού περιοδικού «Εύπλοια».
Θεώρησα πολύ σημαντικό το θέμα « Κτιζομάνεια, κτιζοφρένεια και εξαμβλωματική αρχιτεκτονική» του τελευταίου τεύχους της"Εύπλοιας", όχι μόνο γιατί με αφορά σαν αρχιτέκτονα που ασχολείται με τη χωροταξία και πολεοδομία, αλλά κυρίως γιατί θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής του κτισμένου στην Ελλάδα αποτελεί την πλέον εκτατική απειλή για το περιβάλλον σαν υπόβαθρο της ζωής μας (πόροι, οικονομία, περιβάλλον συνολικά). Αναμφίβολα μοναδικό και ουσιαστικό μέσο ελέγχου της- ανεξέλεγκτης σήμερα- κατάστασης είναι ο σχεδιασμός του χώρου, ο οποίος όμως έχει αποδειχθεί πραγματικά ανέφικτος ,όπως ευκρινέστατα δείχνει η σχέση προσπαθειών/αποτυχιών η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στη μονάδα.
Αν θέλουμε λοιπόν να δούμε τα αίτια της κακοδαιμονίας, πρέπει να ερευνήσουμε το «γιατί; ». Εξετάζοντας τις αιτίες των αποτυχιών εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι στο μέγιστο ποσοστό οι προσπάθειες απαξιώθηκαν και απορρίφθηκαν πρώτα από τους εμπλεκόμενους ( ιδιώτες, εργολάβοι, μηχανικοί, ιδιοκτήτες γης, κτηματομεσίτες και συναφή).
Θα προσπαθήσω να συνοψίσω τους λόγους που όλοι αυτοί οι εμπλεκόμενοι αισθάνονται ότι θίγονται και απορρίπτουν τον χωρικό σχεδιασμό. Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τη δόμηση εκτός σχεδίου που αφορά το σύνολο της χώρας περιλαμβάνεται σχεδόν ολόκληρο σε ένα Προεδρικό διάταγμα μερικών σελίδων και καθορίζει σαν οικοδομήσιμες σχεδόν όλες τις ιδιοκτησίες γεωργικής γης ανά την επικράτεια, όπου ο ιδιοκτήτης μπορεί να χτίσει σχεδόν ό,τι θέλει. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 που έγινε αυτή η θεσμοθέτηση οι αγροτικοί δρόμοι ήταν ελαχιστότατοι, η δυνατότητα απόκτησης και χρήσης του αυτοκινήτου ήταν πολύ μικρότερη και το κόστος του εκσκαφέα έκανε εν γένει ασύμφορη τη μετατροπή του λόγγου σε γη προσβάσιμη με αυτοκίνητο, επίπεδη και οικοδομήσιμη. Συν τω χρόνω όμως αυτά άλλαξαν ενώ ο νόμος έμενε ίδιος κι έτσι κάθε αγρότης ή απόγονος αγρότη μπόρεσε να δει το χωράφι του παππού του σαν εν δυνάμει οικόπεδο για ξενοδοχείο, εστιατόριο ή βίλα ή το λιγότερο κατοικία. Ποιος χωρικός σχεδιασμός και καθορισμός χρήσεων γης λοιπόν θα του πάρει πίσω αυτό το δικαίωμα και την θεωρητική τιμή της γης του, για την οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις έχει φορολογηθεί από το κράτος (οικοδομησιμότητα) ;
Το ισχύον καθεστώς δόμησης ευνοεί και τον άλλο ισχυρό παράγοντα που εμπλέκεται και αποτρέπει το σχεδιασμό. Τον κατασκευαστικό τομέα , ο οποίος μετέχει στο ΑΕΠ με 20%. Έναν τομέα σωσίβιο, στο οποίο εναποτέθηκαν οι ελπίδες των κυβερνήσεων όσο έβλεπαν να αποτυγχάνει οποιαδήποτε αναδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας με στόχο την επιβίωσή της μέσα στη νέα διεθνή συγκυρία. Γιατί με τη σταδιακή αναδιάρθρωση της οικονομίας (αποβιομηχάνηση και συρρίκνωση του αγροτικού τομέα) το εργατικό δυναμικό και οι αγρότες στράφηκαν στην οικοδομή, γεγονός που διευκόλυνε και τις κυβερνήσεις γιατί η εν λόγω αποδιάρθρωση απορροφήθηκε χωρίς ιδιαίτερους κραδασμούς.
Στο δυναμισμό λοιπόν αυτού του υπερτροφικού κατασκευαστικού τομέα συντελεί ιδιαίτερα το ισχύον καθεστώς δόμησης γιατί αφήνει μεγάλα περιθώρια κερδοσκοπίας, αφού κτίζουμε όπου θέλουμε ό,τι θέλουμε και πολλές φορές περισσότερα τετραγωνικά από όσα αρχικά φαίνεται ότι μπορούμε να χτίσουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι μέχρι προχθές εφοπλιστές θεώρησαν σκόπιμο να ασχοληθούν με τον κατασκευαστικό τομέα. Πώς λοιπόν να περιμένεις από αυτόν τον τομέα να δεχτεί κανόνες και προδιαγραφές που θα μειώσουν δραστικά τις δυνατότητες ανεξέλεγκτων κερδών ;
Και είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα μεγάλο ποσοστό κατοίκων αυτής της χώρας, η ανάπτυξη μιας περιοχής είναι ταυτόσημη με την οικοδόμιση της.
Η αναφορά μας στους λόγους απαξίωσης του χωρικού σχεδιασμού στη χώρα μας θα ήταν πολύ ελλιπής αν δεν αναφερόμασταν στη μέχρι σήμερα συσσωρευθείσα αρνητική εμπειρία των πολιτών από τις περισσότερες προσπάθειες υλοποίησής του. Η γενική αίσθηση από το χωρικό σχεδιασμό είναι ότι άλλοι ιδιώτες ευνοούνται (όταν οι ιδιοκτησίες τους γίνονται οικοδομήσιμες κλπ) και άλλοι καταστρέφονται (όταν οι ιδιοκτησίες τους δεσμεύονται για κοινόχρηστα κλπ). Και είναι επίσης γεγονός ότι αδικήθηκαν κατάφωρα οι ιδιώτες που τα γεωτεμάχιά τους δεσμεύτηκαν από τα πολεοδομικά σχέδια προ εικοσαετίας και μέχρι σήμερα δεν αποδεσμεύτηκαν ούτε απαλλοτριώθηκαν, γιατί εκκρεμεί ακόμα η πράξη εφαρμογής.
Έτσι, παρά την ύπαρξη νομοθετικών προβλέψεων για τον επιμερισμό του κόστους σχεδιασμού σε όλους τους ωφελούμενους, η πράξη, και κατά συνέπεια η αίσθηση στους πολίτες είναι ότι το κόστος αυτό επιμερίζεται στους καθ’ οιονδήποτε τρόπο λιγότερο ευνοημένους και μη διαπλεκόμενους. Πώς λοιπόν θα δεχτεί χωρίς αντίδραση ο ιδιώτης το δικό του οικόπεδο να χαρακτηρίζεται πράσινο (ή κάτι σχετικό) , ενώ το όμορο να περιλαμβάνεται σε οικοδομικό τετράγωνο με υψηλό συντελεστή δόμησης;
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον τι είδους χωρικός σχεδιασμός μπορεί να καλλιεργηθεί; Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις τρομοκρατούνται από το εκλογικό κόστος, και αν ακόμα προτίθενται να βάλουν κάποιο φρένο και κριτήρια στην ανεξέλεγκτη δόμηση, σύντομα ανακαλούν. Παράδειγμα: Με το νόμο 3212/31.12.2003 έγινε μια προσπάθεια περιορισμού αυτής της δόμησης και είχε εξαγγελθεί η κατάργηση των παρεκκλίσεων στην αρτιότητα των εκτός σχεδίου δόμησης γηπέδων (όπου ακόμα και αγροτεμάχια 750 τ.μ. υπό ορισμένες συνθήκες είναι άρτια και οικοδομήσιμα) . Όταν ο νόμος ψηφίστηκε χωρίς την κατάργηση των παρεκκλίσεων και η υπουργός ρωτήθηκε «γιατί», απάντησε ότι αυτή θα γίνει μέσα από τα τοπικά χωροταξικά σχέδια. Αποφάσισε δηλαδή να αποφύγει το όποιο κόστος μεταθέτοντας την κατάργηση αυτής της στρέβλωσης σε μελετητές και αυτοδιοικητικούς ή περιφερειάρχες, οι οποίοι είναι και περισσότερο ευάλωτοι. Φυσικό λοιπόν είναι με τέτοιες πολιτικές να μεταβαίνουμε σταθερά από το δύσκολο στο ανέφικτο του χωρικού σχεδιασμού.
Πιστεύω πως πρέπει να δούμε προσεκτικά να κατανοήσουμε και να κατονομάσουμε το συνολικό πρόβλημα και τις παραμέτρους του για να μπορέσουμε να γίνουμε αποτελεσματικοί.
Πρέπει να γίνει καθολικά αποδεκτό ότι ο συνδυασμός της ασχεδίαστης ανάπτυξης του τουρισμού και της ανεξέλεγκτης μεγέθυνσης του κατασκευαστικού τομέα με την ταυτόχρονη ανυπαρξία χωρικού σχεδιασμού δε σημαίνει παρά καταστροφή του περιβάλλοντος και εξάντληση των πόρων που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια βιώσιμη μακροπρόθεσμα οικονομία, ενώ παράλληλα η καταστροφή του τοπίου είναι η υπονόμευση του ίδιου του τουριστικού προϊόντος, το οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετεί η κατασκευαστική «μανία».
Από την άλλη όψη της οικονομίας: στον κατασκευαστικό τομέα διοχετεύεται ένα δυναμικό που δεν μπορεί να διοχετευτεί σε άλλους τομείς, αφού η αποδόμηση του αγροτικού και βιομηχανικού τομέα δεν αντισταθμίστηκε με κανενός είδους αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού.
Υπάρχει δρόμος για διέξοδο από το φαύλο κύκλο που δημιουργεί μια τέτοια αλληλοεμπλοκή παραγόντων και καταλήγει στο ανέφικτο του χωρικού σχεδιασμού;
Υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ενός κινήματος που θα πιέσει αποτελεσματικά για τη διάσωση των πόρων που είναι δημόσια αγαθά και της φυσιογνωμίας του τόπου μας που είναι το λίκνο της φυσιογνωμίας μας ως λαού;
Ιούλιος του 2007
Σημείωση 15ο Τεύχος