H επιστροφή στην Αίγινα και το πνεύμα των τόπων
Toυ Νίκου Μπακουνάκη
Τελευταία Κυριακή. Θα επιστρέψω πάλι τον Σεπτέμβριο. Καιρός να ξαναβρώ την Αίγινα, τον μυστικό μου κήπο, το αποσπασματικό νησί μου. Είναι γενναιόδωρη η γη της Αίγινας. Αντέχει και σε ανταμείβει, αν ξέρεις να τη δεις. Είναι γενναίο το τοπίο της. Αντιστέκεται. Επιβίωσε μετά την εισβολή της παράγκας και του ελενίτ, από εκείνη την ηρωοποιημένη «φτωχολογιά» του '60. Κατάφερε να επιβιώσει παρ' ότι οι ίδιοι της οι κάτοικοι δεν χάνουν ευκαιρία να την ξεζουμίζουν. Επιβίωσε από τα χτυπήματα της Εκκλησίας, που μετέτρεψε τον ταπεινό Αγιο Νεκτάριο σε ένα μεγαθήριο, ίσως την πιο κιτς και τερατώδη εκκλησία του ελληνικού χώρου. Ελπίζω ότι θα επιβιώσει και από τη νέα επέλαση των νεοπλούτων, που χτίζουν νεοκλασικά παλατάκια, με περιστύλια και αετώματα, μέσα στους αγρούς.
Γιατί μας αρέσει ένας τόπος είναι υπόθεση τρομερά προσωπική. H Αίγινα είναι πραγματικότητα, αλλά είναι και φαντασία ή φαντασίωση. Οταν από τον Μαραθώνα κοιτάζω το περίκλειστο τοπίο της θάλασσας - δεξιά το Αγκίστρι, πίσω τα βουνά της Πελοποννήσου, απέναντι η βουλκανοστεφανωμένη χερσόνησος των Μεθάνων, αριστερά η Μονή και ο Πόρος - δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι τους ποιητές που βούτηξαν τα πόδια τους σε αυτά τα νερά, να καταλάβω την έκπληξη των φιλοσόφων όταν την αντικρίζουν. Εκεί που βρίσκω όμως το πνεύμα της Αίγινας είναι στην ενδοχώρα της, στους μικρούς δρόμους με τις μάντρες, ανάμεσα στα φιστικοχώραφα όπου μ' αρέσει να γυρίζω με το ποδήλατό μου, ξέροντας ότι σε μια στροφή μπορεί να παραμονεύει μια έκπληξη. Γιατί παρ' όλο που τόσα χρόνια είμαι στην Αίγινα δεν έχω πάψει να εκπλήσσομαι.
Πριν από κάθε ταξίδι για παραμονή στην Αίγινα ξαναδιαβάζω το δοκίμιο Διαμονές του γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ (στα ελληνικά στις εκδόσεις Κριτική). Κοιτάζω το Ορος της Αίγινας, στην ακουαρέλα της γυναίκας τού Χάιντεγκερ Ελφρίντε Πέτρι, που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση. Για τον γερμανό φιλόσοφο η εντύπωση που του δημιούργησε το Ορος, το βουνό της Αίγινας, υπήρξε ισχυρότερη από την ανάμνηση της ναυμαχίας στον Κόλπο της Σαλαμίνας.
Είναι συνταρακτικό αυτό το ολιγοσέλιδο κείμενο του γερμανού φιλοσόφου γιατί μας δείχνει τι σημαίνει να κατοικείς έναν «τόπο» και ένα «τοπίο» και όχι να το ενοικείς, τι σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι ένα τοπίο όχι ως περιβάλλον αλλά ως κάτι το ποιητικό και επομένως φιλοσοφικό, τι σημαίνει να αναζητείς στο ελληνικό τοπίο μια εμπειρία της σκέψης. Οπως περίπου ενάμιση αιώνα πριν από τον Χάιντεγκερ ο ποιητής Χέλντερλιν ανακάλυπτε την Ελλάδα, όχι σωματικά - δεν είχε ταξιδέψει ποτέ σε αυτήν - αλλά διανοητικά, ο Χάιντεγκερ θέλησε να ψαύσει με τον ίδιο τρόπο τη δική του Ελλάδα, μόνο που τώρα το ταξίδι ήταν απαραίτητο. Ισως γιατί, όπως ο ίδιος γράφει, οι σύγχρονοι είναι φτωχότεροι σε ποιητικές σκέψεις και έχουν ανάγκη από την επίσκεψη στη «νήσο των νήσων» για να ξαναβρούν το κρυμμένο πεδίο της ελληνικότητας. Ταξίδεψε λοιπόν και «στέγασε» τις εντυπώσεις του κάτω από τον τίτλο Διαμονές, λέξη που δηλώνει, όπως σημειώνει ο μεταφραστής Γιώργος Φαράκλας στον πρόλογό του, ότι «το ταξίδι προσεγγίζει τα τοπία στοχαστικά, όταν συνδέει το αίσθημα του ποιητή και την έννοια του διανοητή».
Το ταξίδι του Χάιντεγκερ προς την Ελλάδα ξεκίνησε την Κυριακή των Βαΐων του 1962 από τη Βενετία με το πλοίο... «Γιουγκοσλαβία». Στο ταξίδι αυτό η Βενετία - «αντικείμενο ιστορικής σπουδής, ελκυστική εικόνα για αμήχανους συγγραφείς, σκηνικό διεθνών συνεδρίων και εκθέσεων, χώρος που λυμαίνεται η τουριστική βιομηχανία» - λειτούργησε σαν ένα αλλόκοτο αλλά στοχαστικό προοίμιο. Αυτή η εντύπωση θεάματος που δημιουργεί η πόλη των δόγηδων και των φαντασμάτων έκανε τον Χάιντεγκερ να σημειώσει: «Ολα ήσαν πεπαλαιωμένα και όμως όχι παλαιά· όλα ανήκαν στο παρελθόν αλλά όχι σε ένα παρελθόν που εξακολουθεί να υπάρχει και το οποίο συλλέγεται σε κάτι μόνιμο ώστε να δωρίζεται εκ νέου σε αυτόν που αναμένει». Τι έψαχνε ο Χάιντεγκερ στην Ελλάδα και στο ελληνικό τοπίο; Μα αυτό το παρελθόν που μπορεί να προσφερθεί και πάλι ως δώρο στον σημερινό άνθρωπο.
Από αυτή την Κυριακή και ως την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου θα βρίσκετε στο κέντρο των «Βιβλίων» κείμενα και εικόνες της καλοκαιρινής σειράς «Συγγραφείς και πρόσωπα». Επτά συγγραφείς, για τις επτά Κυριακές που ακολουθούν, συναντούν επτά «ζωντανούς» ήρωες της λογοτεχνίας, συνομιλούν μαζί τους, προσπαθούν να φανταστούν το πρόσωπό τους, πέρα από τις περιγραφές που δίνει ο δημιουργός τους. Υπάρχουν λογοτεχνικοί ήρωες που νομίζεις ότι είναι υπαρκτά πρόσωπα, πρόσωπα που έχουν ζήσει σε κάποιο χρόνο, σε κάποιο τόπο. Σίγουρα ο Ρασκόλνικοφ κάπου κινείται στους δρόμους της Πετρούπολης. Ζει. Το ίδιο και ο Γιούγκερμαν. Το ίδιο και ο Ροβινσών Κρούσος. Το ίδιο και ο πλοίαρχος Νέμο. Το ίδιο και ο Σέρλοκ Χολμς. Δεν είναι δυνατόν να μην έζησε ποτέ ο Σέρλοκ Χολμς. Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας. Επτά συγγραφείς, ο ίδιος ζωγράφος. H Ρέα Γαλανάκη, ο Αύγουστος Κορτώ, η Ευγενία Φακίνου, ο Αλέξανδρος Ασωνίτης, ο Χρήστος Χωμενίδης, η Βασιλική Αλμπάνη και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης παραδίδουν τα πρόσωπα των φανταστικών συναντήσεών τους στον ζωγράφο Αχιλλέα Χρηστίδη, που προσπαθεί να φανταστεί τη μορφή τους. Ενα παιχνίδι φανταστικών συναντήσεων και αναπαραστάσεων ανάμεσα σε επτά συγγραφείς, έναν ζωγράφο και επτά λογοτεχνικούς ήρωες.
(πηγή :Το ΒΗΜΑ, 27/07/2003)
Σημείωση 15ο Τεύχος