Θέσεις του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος επί του Ειδικού Χωροταξικού πλαισίου για τον τουρισμό
Αθήνα, 5 7.2007
Στο πλαίσιο της διαδικασίας δημοσίας διαβουλεύσεως, την οποία επιβάλλει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Οδηγία 2001/42/ΕΚ όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομο τάξη με την ΚΥΑ 107017.28.8.2006), το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, με ταυτόσημη εισήγηση της Δρ. Μαρίας Καραμανώφ, Συμβούλου Επικρατείας και μέλους του Δ.Σ. του Επιμελητηρίου, διατύπωσε τις ακόλουθες θέσεις επί του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, που δημοσιοποιήθηκε προσφάτως από το ΥΠΕΧΩΔΕ.
Το προτεινόμενο Πλαίσιο παραβιάζει τις επιστημονικές και νομικές αρχές του βιώσιμου χωροταξικού σχεδιασμού, αφού προβαίνει στο σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης της Χώρας, δηλ. στο σχεδιασμό μιας καθαρώς τομεακής πολιτικής, χωρίς να έχει προηγηθεί η έγκριση του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, από το οποίο και μόνον θα προέκυπταν κατά τρόπον έγκυρο τα αναγκαία κρίσιμα δεδομένα για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη (δηλ. εάν, σε ποίες περιοχές, με ποια ένταση και με ποιες μορφές είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτό να λάβει χώρα η ανάπτυξη αυτή). Αντίθετα, η κατά χρόνον πρόταξη Πλαισίου για τον Τουρισμό έναντι του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, καθώς και των ειδικωτέρων χωροταξικών σχεδίων για τη διαφύλαξη του φυσικού κεφαλαίου, τη γεωργία και κτηνοτροφία, την βιώσιμη ενέργεια και διαχείριση των υδατικών πόρων, την οικιστική πολιτική και τα βιώσιμα δίκτυα θαλάσσιας, χερσαίας και εναέριας συγκοινωνίας, καταστρατηγεί πράγματι κάθε έννοια γνήσιου χωροταξικού σχεδιασμού, αφού πράγματι αποβλέπει στο να εξασφαλίσει δι’ οιονεί «προσημειώσεως» υπέρ της τουριστικής επιχειρηματικής δραστηριότητος, περιοχές της Χώρας οι οποίες επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος είτε να μείνουν ανέπαφες, είτε να αφιερωθούν σε άλλες χρήσεις.
Με τη μέθοδο, όμως, αυτή αναιρείται ο υποχρεωτικός κατά το άρθ. 24 του Συντάγματος χωροταξικός, σχεδιασμός, ο οποίος, κατά τα δεδομένα της επιστήμης αλλά και κατά κοινή πείρα, δεν είναι δυνατόν να χωρήσει εάν αντιστραφεί η ιεραρχική τάξη των χωροταξικών σχεδίων.
Εν όψει της ανωτέρω βασικής και ανιάτου πλημμελείας του, το προτεινόμενο Πλαίσιο δεν στηρίζεται σε έγκυρη επιστημονική κρίση ως προς την φέρουσα ικανότητα της Χώρας για τουριστική ανάπτυξη. Αντιθέτως, φαίνεται να υπολαμβάνει ως δεδομένη την απεριόριστη δυνατότητα επεκτάσεως και εντάσεως της τουριστικής δραστηριότητος, τόσο στις λεγόμενες «ανεπτυγμένες τουριστικά» (κοινώς κορεσμένες) περιοχές, των οποίων επιτρέπει την περαιτέρω ένταση της εκμεταλλεύσεως, όσο και σε ολόκληρη τη χώρα. Με τον τρόπο, όμως, αυτό, η υποτιθέμενη καινοτομία του Πλαισίου, δηλ. η στροφή της Χώρας προς τις λεγόμενες «ποιοτικές» μορφές τουρισμού, δεν έρχεται να αντικαταστήσει, σταδιακά έστω, την μέχρι σήμερα άναρχη τουριστική ανάπτυξη και να θεραπεύσει τα δεινά του μαζικού τουρισμού, αλλά προστίθεται και βαίνει παράλληλα προς αυτόν. Τούτο προκύπτει σαφώς από το σύστημα του Πλαισίου, το οποίο χωρίζει την επικράτεια σε δέκα (10) κατηγορίες περιοχών, καμμία εκ των οποίων δεν εξαιρείται από την τουριστική εκμετάλλευση. Έτσι, οι μεν κορεσμένες περιοχές προβλέπεται να κορεσθούν περισσότερο με «αύξηση της χωρητικότητος και κατασκευή νέων υποδομών φιλοξενίας και εστίασης», ενώ ταυτοχρόνως, περιοχές οι οποίες, τόσο κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο ακόμα και κατά την κοινή πείρα, έπρεπε να διαφυλαχθούν ως τα τελευταία πολύτιμα αποθέματα του φυσικού κεφαλαίου της Χώρας (μικρά νησιά, παράκτιες περιοχές, ευαίσθητα οικοσυστήματα, ορεινοί όγκοι, βραχονησίδες και ακατοίκητα νησιά) θυσιάζονται στο βωμό της τουριστικής ανάπτυξης.
Μολονότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έχει προηγηθεί ο χωροταξικός σχεδιασμός της βιώσιμης οικιστικής ανάπτυξης της Χώρας, ούτε των συστημάτων υποστηρίξεως αυτής (ενεργείας, υδατικών πόρων, δικτύου επικοινωνίας κ.λπ.) το προτεινόμενο Πλαίσιο προωθεί την τουριστική ανάπτυξη με τη μορφή παροχής δεύτερης κατοικίας σε τουλάχιστον 1.000.000 Ευρωπαίους. Με τον τρόπο αυτό, προδήλως καταστρατηγείται και παραβιάζεται η ισχύουσα χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία και ιδίως η νομολογία του ΣτΕ, οι οποίες θέτουν εξαιρετικά αυστηρούς όρους και περιορισμούς για την οικιστική επέκταση και την ίδρυση νέων οικισμών. Η εφαρμογή του Πλαισίου θα έχει ως αποτέλεσμα να κτισθούν στις ωραιότερες και πλέον ευαίσθητες περιοχές (παράκτιες περιοχές, νησιά, ορεινοί όγκοι) ανεξάρτητα και ασύνδετα προς την οικιστική πολιτική της Χώρας, νέες πόλεις-τουριστικοί θύλακες, οι οποίες θα εξαφανίσουν και τα τελευταία ίχνη του εναπομείναντος φυσικού αποθέματος ενώ, ταυτόχρονα, θα επιδεινώσουν όλα τα μέχρι στιγμής άλυτα προβλήματα των υπαρχόντων οικισμών.
Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που συνοδεύει το προτεινόμενο Πλαίσιο δεν έχει τα αναγκαία γνωρίσματα επιστημονικής μελέτης, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει επαρκές νόμιμο έρεισμα για την έκδοση από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ τις ειδικές αποφάσεις για την Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση των επιπτώσεων του Πλαισίου στο Περιβάλλον (ΣΠΕ), όπως απαιτεί η προαναφερθείσα Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η παρούσα μελέτη στερείται παντελώς μεθοδολογίας για την τεκμηρίωση και συναγωγή των συμπερασμάτων της και εξαντλείται σε μια γενική εγκυκλοπαιδική περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος της Χώρας και μια εξίσου γενικόλογη και αόριστη εκτίμηση των επιπτώσεων του Πλαισίου χωρίς να προβαίνει, ως οφείλει, ούτε στην εξαντλητική ανάλυση ενός εκάστου των κρισίμων στοιχείων του περιβάλλοντος της Χώρας ανά περιοχή, ούτε στην επί τη βάσει αντικειμενικών και μετρήσιμων δεικτών αξιολόγηση της καταστάσεως αυτών από πλευράς βιωσιμότητας, ούτε, τέλος, στην τεκμηριωμένη εκτίμηση των συνεπειών που αναμένεται σε βάθος χρόνου να έχει επ’ αυτών η εφαρμογή του Πλαισίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι από ολόκληρο το κείμενο της Μελέτης, ελάχιστες σελίδες αναφέρονται στο κύριο αντικείμενο αυτής, δηλ. τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, και τούτο γίνεται με τη μέθοδο αορίστων και συνοπτικών κρίσεων του τύπου «θετικό, αρνητικό, ουδέτερο», η οποία έχει παγίως κριθεί ανεπαρκής και μη νόμιμη από τη νομολογία του ΣτΕ.
Τέλος, ενώ κατά την προαναφερθείσα Οδηγία 2001/42/ΕΚ τόσο η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), όσο και η Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ οφείλουν να έχουν αμιγώς περιβαλλοντικό αντικείμενο, να προβαίνουν δηλ. στην αξιολόγηση του προτεινόμενου Χωροταξικού Πλαισίου με κριτήριο, όπως ρητώς αναφέρει η Οδηγία, την ανάγκη αποτελεσματικής προώθησης της αειφόρου αναπτύξεως, την αρχή της προφυλάξεως και την προστασία της βιοποικιλότητος, η κρινόμενη ΣΜΠΕ υπερβαίνει τα όριά της και ξεκινά την αξιολόγησή της αποδεχομένη εμμέσως την σκοπιμότητα του Πλαισίου εξ επόψεως βελτιώσεως της ανταγωνιστικότητος του τουριστικού προϊόντος, ενισχύσεως της περιφερειακής ανάπτυξης κ.ά. Η συνεκτίμηση, όμως, τέτοιων κριτηρίων, η οποία δεν ανήκει στο παρόν στάδιο, αλλ’ ενδεχομένως στο μεταγενέστερο, δηλ. την τελική έγκριση του Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό επί τη βάσει των πορισμάτων της ΣΜΠΕ, αλλοιώνει την αντικειμενικότητα και επιστημονική ουδετερότητα της Μελέτης.
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΟΣ
Καλλιδρομίου 30 και Ζωοδόχου Πηγής, Εξάρχεια 11473 ΑΘΗΝΑ Τηλ/φαξ 210-3823.850
decleris@environ-sustain.gr * http://www.environ-sustain.gr/
Σημείωση 14ο Τεύχος