Του Γιώργου Μάκκα
Το πιο παρεξηγημένο νησί του Αιγαίου ένας μικρός παράδεισος κρυμμένος από τα μάτια των πολλών. Γραφικά χωρία, εκατοντάδες μαγευτικές παραλίες, χαράδρες κατάφυτες με δάφνες, χρυσοί κάμποί και πάνω από όλα χρυσοί άνθρωποι επάξια η κορώνα του Αιγαίου.
Σαν ένας σύγχρονος Γιάννης Ρίτσος βρέθηκα μια μέρα στο νησί της Λήμνου για να υπηρετήσω την θητεία μου. «Καλωσήρθες στην Σιβηρία του Αιγαίου» ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσα όταν πάτησα το πόδι μου στο νησί. Εγώ όμως γύρω μου δεν έβλεπα παγωμένες πεδιάδες, αλλά πανέμορφους κόλπους, κοιλάδες κατάφυτες με ροζ πικροδάφνες, γραφικά χωρία και κάστρα με ελάφια.
Ψηλά στο Bορειοανατολικό Αιγαίο, εκεί που οι άνεμοι δεν σταματούν να φυσούν ποτέ βρίσκεται το νησί της Λήμνου, μια τεράστια πεταλούδα με τα φτερά της να τα χωρίζει ο κόλπος του Μούδρου στον νότο, και ο κόλπος του Μπουρνιά στον βορρά. Πλησιέστερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι η χερσόνησος του ?θω με την οποία οι Λημνιοί είχαν πάντα μια ιδιαίτερη σχέση μέχρι πρόσφατα, όταν οι έμποροι πουλάγαν το σιτάρι τους στα 20 μοναστήρια του Αγίου Όρους και επέστρεφαν με ξυλεία στο νησί .
Η ονομασία του νησιού είναι μάλλον φοινικικής προέλευσης και σημαίνει λευκή, που είναι και η πρώτη εικόνα του επισκέπτη που έρχεται στο νησί από την θάλασσα μιας και ο Αίολος δεν τσιγκουνεύεται σε αυτήν την μεριά του Αιγαίου. Μια άλλη θεωρία, υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από την ομηρική λέξη «λήιον» που προσδιορίζει τον αγρό, θεωρία που βασίζεται στο ότι η Λήμνος υπήρξε σιτοβολώνας της Αθήνας στους κλασικούς χρόνους αλλά και επίσημος προμηθευτής της αυτοκρατορικής αυλής του Βυζαντίου.
Όπως όλα τα νησιά του αιγαίου έτσι και η Λήμνος κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Οι αρχικοί κάτοίκοι, οι δημοκρατικοί Σίντιες έχτισαν το πρώτο βουλευτήριο του κόσμου. Μετά ήρθε ο Ιάσονας με τους Αργοναύτες που έμεινε στο νησί για δύο χρόνια πριν συνεχίσει τον δρόμο του για την Κολχίδα, ενώ κατά τον Τρωικό πόλεμο η Λήμνος γίνεται η βάση ανεφοδιασμού τον Αχαιών αλλά και καταφύγιο του Φιλοκτήτη που προσπαθούσε να γιατρέψει την πληγή του από δάγκωμα φιδιού με την Λημναία γη το φάρμακο της εποχής για τις δηλητηριάσεις. Η επιτυχημένη ανάρρωση του Φιλοκτήτη έκανε την Λημναία γη γνώστή στα πέρατα του κόσμου σαν φάρμακο για μία σειρά ασθενειών. Το χώμα το εξορύσσαν μία φορά τον χρόνο μετά από μεγάλη τελετή σε μία ιερή περιοχή στο κέντρο του νησιού μεταξύ του χωριού Ρεπανίδι και της σημερινής θέσης του οικισμού Κότσινας. Στην συνεχεία το σφράγιζαν για να κατοχυρώσουν το γνήσιο του προϊόντος καθ’ότι κυκλοφορούσαν και απομιμήσεις. Η σφραγισμένη γη από τους Έλληνες ή Terra Lemnia και Terra Sigillata από τους Λατίνους η οποία χρησιμοποιείτο ευρέως κατά τον Μεσαίωνα για την καταπολέμηση της πανώλης, έμεινε στο προσκήνιο μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα ώσπου αντικαταστάθηκε από βιομηχανικά φάρμακα που πάνω κάτω είχαν τα ίδια συστατικά.
Όμως η Λήμνος ήταν και είναι ακόμα γνωστή και για ένα άλλο «φάρμακο» της το υπέροχο κρασί της το Μελίχλωρο και το Καλαμπάκι που οφείλουν την γεύση τους, πού άλλου, στο ηφαιστειογενές υπέδαφος της, το καταφύγιο του θεού Ηφαίστου μετά από την απέλαση του από τον Όλυμπο. Ο δύσμορφος θεός πού είχε την «έδρα του» στην Λήμνο προστάτευε τους μεταλλουργούς του νησιού και αυτοί με την σειρά τους ίδρυσαν μια πόλη προς τιμήν του και την ονόμασαν Ηφαιστεία, η οποία μαζί με τη Μύρινα έδωσαν στο νησί την προσωνυμία «Δίπολις». Από την Ηφαιστεία έχουν μείνει μόνο τα ερείπια ενώ η Μύρινα από την άλλη μεριά είναι μια ακμάζουσα πόλη και πρωτεύουσα του νησιού. H Μύρινα πήρε το όνομα της από την γυναίκα του πρώτου βασιλιά του νησιού τον Θόαντα και απλώνεται πάνω σε δύο παραλίες, τον ρωμαίικο και τον τούρκικο γιαλό, και σαν βασίλισσα που είναι έχει για κορώνα της το κάστρο να την στολίζει.
Το θρυλικό κάστρο της Μύρινας ένα από τα πιο εντυπωσιακά της Ελλάδας κτίστηκε πάνω στην παλιά ακρόπολη το 1186 από τον Ανδρόνικο Κομνηνό και την τελική του μορφή την πήρε από τους Οθωμανούς κατά τον 16ο αιώνα. Η καλύτερη ώρα να επισκεφτεί κάποιος το κάστρο της Μύρινας είναι λίγο πριν την δύση του ηλίου. Τα ελάφια εκείνη την ώρα τριγυρνάνε στο κάστρο και το μαλακό φως δίνει στα βράχια ανθρώπινη μορφή και κάνει τα γκρεμισμένα κτήρια να σκύψουν και να σου πουν παραμύθια για Βυζαντινούς πρίγκιπες, Λατίνους δούκες και Οθωμανούς ναυάρχους. Φτάνοντας από τον λιθόστρωτο δρόμο στην κορυφή μπορείς να αγναντέψεις το Αιγαίο που γίνεται μοβ για λίγα λεπτά καθώς ο ήλιος δύει πίσω από τον ?θω. Εκείνη την στιγμή τα πάντα ησυχάζουν, μέχρι να εξαφανιστούν και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Πίσω σου ξυπνάει η Μύρινα, τα φώτα στο λιμάνι ανάβουν, οι Λημνιοί βγαίνουν από τα σπίτια τους, άλλοι για μία βόλτα στον ρωμαίικο γιαλό και άλλοι στα στενά σοκάκια της πόλης.
Εκτός από την Μύρινα το νησί έχει 31 χώριά, κάποια που σφύζουν από ζωή και κάποια σχεδόν έρημα. Τα χωριά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους λόγω του τοπίου αλλά και της καταγωγής των κατοίκων τους. Υπάρχουν παλιά χωριά και χωριά χτίστηκαν μετά την μικρασιατική καταστροφή. Χωριά παραθαλάσσια και χωριά ηπειρωτικά χωριά με κατοίκους έμπορους και χωριά με γεωργούς και κτηνοτρόφους. Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί παράγοντες κάνουν κάθε χωριό της Λήμνου ξεχωριστό και άξιο να το επισκεφτεί κανείς.
Μόλις μπήκε η άνοιξη και σταμάτησαν οι φοβεροί αέρηδες και τα χιόνια οι μεθυστικές μυρωδιάς και τα χρώματα της γης με καλούσαν να περπατήσω το νησί. Σκόπευα να αφιερώσω δύο μέρες από την πολύτιμη άδεια μου για να γυρίσω τα χωριά του νησιού. Τελικά μου χρειάστηκαν πέντε, μόνο για τα χωριά και αυτό με την ψυχή στο στόμα, αφού η Λήμνος είναι μεγάλο νησί, το 8ο μεγαλύτερο στην Ελλάδα.
Την πρώτη μέρα την αφιέρωσα στα χωριά κοντά στην Μύρινα. Ο παραθαλάσσιος δρόμος που εκτείνεται στα βόρεια της Μύρινας οδηγεί μέσα από εντυπωσιακές παραλίες, ήρεμους κόλπους και γραφικά εκκλησάκια στον Κάσπακα το πετρόκτιστο χωριό σκαρφαλωμένο στις πλαγιές του βουνού ?γιος Αθανάσιος. Το χωριό πήρε το όνομά του από τον Ναύαρχο του Αλεξίου Κομνηνού, τον Κάσπακα που είχε κτήματα στην περιοχή. Εκεί τελειώνει και ο δρόμος και ξεκινάει το ορεινό και άγριο μέρος της Βορειοδυτικής Λήμνου , το βουνό Σκοπιά με τις βαθιές χαράδρες του και τις απόκρημνες παραλίες, που καταλήγει στην χερσόνησο του Μούρτζουφλου, ένα κομμάτι βράχου που συνδέεται με το νησί με μία στενή λωρίδα άμμου.
Γυρνώντας προς την Μύρινα και συνεχίζοντας νότια συναντάμε το Πλατύ, ένα πανέμορφο ζωντανό χωριό χτισμένο και αυτό πάνω στο βουνό μετά την καταστροφή του πρώτου οικισμού από τους πειρατές. Στην πλατεία του χωριού τα παιδιά παίζουν μπάλα ενώ κάτω από την σκιά της κληματαριάς αδειούχοι αξιωματικοί πίνουν την λεμονάδα τους περιμένοντας να έρθει το βράδυ για να πάνε στην δεύτερη καλύτερη ταβέρνα του νησιού τον θρυλικό Σώζο. Ο δρόμος συνεχίζει για το ακρωτήριο Τηγάνι με τις μικρές προστατευμένες παραλίες του και τα αμπέλια που φτάνουν μέχρι την θάλασσα, και καταλήγει στην παραλία του χωριού Θάνος γεμάτη βάρκες με ψαράδες να μπαλώνουν τα δίχτυα τους. Το ψάρεμα και η κτηνοτροφία είναι οι κύριες ασχολίες των κάτοικων του Θάνος που φημίζονται για την φιλοξενία τους.
Μετά το Θάνος απλώνεται η παραλία του Ζεματά και πριν ο δρόμος περάσει τους ανεμόμυλους και μπει στον Κοντιά το τοπίο είναι χαρακτηριστικό αιγαιοπελαγίτικο. Ο αρχοντικός Κοντιάς είναι ίσως το πιο όμορφο χωριό της Λήμνου κτισμένο από έμπορους σιταριού του παλιού καιρού και ανακαινισμένο από Κοντιανούς της Αυστραλίας. Τα σπίτια όλα είναι αρχοντικά και δείχνουν καθαρά την ευμάρεια που γνώρισε ο τόπος στο παρελθόν. Όπως και τα περισσότερα τοπωνύμια της Λήμνου έτσι και ο Κοντιάς οφείλει το όνομά του σε έναν Βυζαντινό γαιοκτήμονα, τον πελοποννήσιο Κοντέα.
Αφού ήπια τον καφέ μου στον καφενέ του χωριού, ξεκίνησα για το Διαπόρι, την παραλία του Κοντιά, όπου σκάφη και κολυμβητές προστατεύονται από τους ανέμους μέσα στον κλειστό κόλπο που μοιάζει με λίμνη. Το Διαπόρι συνορεύει με την χερσόνησο του Φακού μία ακατοίκητη έκταση με λόφους και απέραντα λιβάδια, όπου μόνο μερικά αγροτόσπιτα προδίδουν την ανθρώπινη παρουσία. Η απόλυτη ηρεμία και η γαλήνη του τοπίου πραγματικά ξεκουράζουν, ενώ οι παραλίες είναι αμέτρητες και πραγματικά παρθένες. Από τα πιο όμορφα μέρη της χώρας μας, που πραγματικά αξίζει να επισκεφτεί κάποιος.
Από την χερσόνησο του Φακού θα πάω στην Τσιμάνδρια το χωριό των Κεχαγιάδων, με τις χαρακτηριστικές στολές τους και τις λύρες τους και από εκεί στο Πορτιανού όπου κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου, είχε την έδρα του ο Ουίνστον Τσόρτσιλ λόρδος του αγγλικού ναυαρχείου, και διηύθυνε τις επιχειρήσεις των συμμάχων για την κατάληψη της Καλλίπολης. Στο χωριό υπάρχει και το δεύτερο συμμαχικό νεκροταφείο μικρότερο από αυτό του Μούδρου. Αυτό το σημείο της Λήμνου είναι ιδιαίτερα γόνιμο, με νερά και χωράφια και φυσικά γεμάτο χωριά, τους Αγκαριώνες, το Πεδινό, την προσφυγική Νέα Κούταλη, το Παλιό Πεδινό, την Καλλιθέα και το Λιβαδοχώρι σε τέτοια συχνότητα που σε αρκετά από αυτά, τα σπίτια του ενός σχεδόν αγγίζουν αυτά του γειτονικού χωριού.
Μετά από μια γερή δόση θάλασσας αποφάσισα να στρέψω το βλέμμα μου στα εσωτερικά, βουνίσια χωριά της Λήμνου. Ξεκινώντας πρωί-πρωί από την Μύρινα για τον Κορνό και με τα σύννεφα να μαζεύονται απειλητικά σταμάτησα στην μέση της διαδρομής για να πάω στα Θερμά, τις ιαματικές πηγές του νησιού την αξία των οποίων αναγνώρισε ο Χασάν Πασάς που έχτισε χαμάμ και πανδοχείο τα οποία λειτουργούν μέχρι σήμερα χωρίς να έχουν χάσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους. Αφού ήπια νερό ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες των ντόπιων στην κρήνη που έφτιαξε το 1908 ο Δημήτριος Χαμός συνέχισα την πορεία μου για τον Κορνό το πετρόκτιστο βουνίσιο χωριό. Ο Κορνός παρ’όλο που βρίσκεται πολύ κοντά στον κεντρικό δρόμο του νησιού έχει διατηρήσει τον χαρακτήρα του και δίνει αυτήν την αίσθηση χωρίου πού έχουμε από παλιές ελληνικές ταινίες, με μικρά σοκάκια, σπίτια ασπρισμένα, αρκετά αρχοντικά των αρχών του αιώνα και μια πολύ όμορφη πλατεία με τρία καφενεία.
Από τον Κορνό ο δρόμος ανεβαίνει προς το βουνό για τις Σαρδές, που μοιάζουν έρημές άλλα κρύβουν δύο μεγάλα μυστικά. Οι παππούδες που γυρίζουν από τα χωράφια τους μου λένε καλημέρα και μου συνιστούν να επισκεφτώ την πανέμορφη εκκλησία που βρίσκεται στις άκρες του οικισμού κτισμένη από πλούσιους Σαρδείς στις αρχές του αιώνα. Το άλλο μυστικό θα το ανακαλύψω μόνος μου το βράδυ και είναι η περίφημη ταβέρνα του Μαν Τέλλα με ντόπιες εποχιακές συνταγές από προϊόντα της Λήμνου. Όπως και το μυστικοπαθές χωρίο του έτσι και ο ιδιοκτήτης του Μαν Τέλλα δεν θέλει να αποκαλύψει την προέλευση του ονόματος της ταβέρνας. Κόλπα του μάρκετινγκ ή νησιώτικη παραξενιά δεν έχει σημασία, αυτό που μετράει είναι το πάθος του για το σωστό φαγητό και η θεωρία του για το πως πρέπει να είναι το καλό πιάτο.
Σε αυτή την περιοχή της Λήμνου το τοπίο είναι πολύ άγριο, από τον δρόμο το μόνο που βλέπεις είναι πετρώδεις λόφοι γεμάτοι αγκάθια, όλα φαίνονται ξερά και χωρίς ζωή. Φταίει ο αέρας που φυσάει σε αυτά τα μέρη ασταμάτητα και δεν αφήνει τίποτα να μεγαλώσει. Αν όμως κατηφορίσουμε σε ένα από τα αμέτρητα φαράγγια της περιοχής το τοπίο αλλάζει τελείως. Κρυμμένος εκεί βρίσκεται ένας μικρός παράδεισος με ρυάκια, λιμνούλες με πάπιες, λεύκες και ολόκληρα ροζ δάση από πικροδάφνες. Ίσως από εκεί να πήρε το όνομα του το ομώνυμο χωριό μέσα στα βουνά που παλιά ονομαζόταν Σβέρδια. Τα φαράγγια αυτά είναι πολύ καλά κρυμμένα, χωρίς βατούς δρόμους και μόνο με τα πόδια μπορεί να τα ανακαλύψει κάποιος. Έτσι κρυμμένο είναι και το χωριό Κατάλακκος που είναι χτισμένο μέσα σε μία ρεματιά που δεν φαίνεται από τον δρόμο. Από τον το χωριό φεύγει ένας αγροτικός κακοσυντηρημένος δρόμος για τις βόρειες παραλίες του νησιού το Γομάτι, τον Βαθρακά και τον Παπιά. Αυτές τις παραλίες πρέπει να τις επισκεφτούν οι λάτρεις της γεωλογίας και όχι μόνο μιας και εκεί υπάρχουν πανέμορφοι γεωλογικοί σχηματισμοί, όμως η επίσκεψη πρέπει να γίνει όταν οι άνεμοι φυσάνε νότιοι γιατί αλλιώς τα πελώρια κύματα κάνουν τις παραλίες άβατες.
Δίπλα στο Γομάτι, περίπου μισή ώρα πεζοπορία βρίσκονται οι Παχιές ?μ’δες το πιο παράξενο τοπίο της Ελλάδας, ένα κομμάτι Aφρικής που παρασύρθηκε βόρεια. Μέσα στους λόφους και μακριά από την θάλασσα κρύβεται μια μεγάλη έκταση με άμμο, μια μικρογραφία βορειοαφρικανικής ερήμου η οποία τελειώνει απότομα μέσα σε ένα φαράγγι. Το τοπίο είναι πραγματικά μοναδικό, ο αέρας σχηματίζει κύματα άμμου και τα ίχνη σου σβήνονται αμέσως, αν μείνεις αρκετή ώρα κάτω από τον ήλιο μπορεί να δεις και τα καραβάνια με τους ?ραβες έμπορους που τραβάνε για το Τιμπουκτού.
Απ’τα ψηλά στα χαμηλά και από τα άγρια βουνά στα ήρεμα μέρη του κόλπου του Μούδρου που μοιάζει με μια λίμνη προστατευμένος από όλους τους ανέμους. Ξεκινώ από τον Μούδρο το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Λήμνου μετά την Μύρινα, γνωστός σε όλους μας από την συμφωνία που υπογράφτηκε εκεί τον Οκτώβριο του 1918 μεταξύ τον δυνάμεων της Αντάντ και της ηττημένης οθωμανικής αυτοκρατορίας πάνω στο βρετανικό πολεμικό πλοίο Αγαμέμνων. Στην είσοδο της πόλης βρίσκεται το συμμαχικό νεκροταφείο όπου αναπαύονται κοντά χίλιοι Βρετανοί στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης. Το νεκροταφείο το φροντίζει το υπουργείο αμύνης της Βρετανίας και αξίζει να το επισκεφτεί κάποιος για να καταλάβει καλύτερα την ιστορία του τόπου. Συνεχίζοντας στην οδό Ανζάκ, που έχει ονομαστεί προς τιμή των Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου φτάνω στο κέντρο του Μούδρου με τα κτήρια στολίδια μιας άλλης εποχής και συνεχίζω για το λιμάνι για χταποδάκι και ούζο. Φεύγοντας θα περάσω από την εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που κτίστηκε το 1904, για να στεγάσει όπως φαίνεται από το μέγεθός της έναν μεγάλο πληθυσμό. Μετά από ένα τέταρτο οδήγησης μέσα από χωράφια σπαρμένα με δημητριακά θα φτάσω στο Ρουσσοπούλι παλιό τσιφλίκι του βυζαντινού γαιοκτήμονα Ρωσόπουλου που αφού εκμεταλλεύτηκε τη γή και τους κάτοικους της περιοχής για χρόνια αποφάσισε λίγο πριν πεθάνει να τα δωρίσει όλα στο οικουμενικό πατριαρχείο για άφεση αμαρτιών.
Τρία χιλιόμετρα από το Ρουσσοπούλι προς τα νότια της χερσονήσου βρίσκονται τα Καμίνια, από τα παλιότερα χωριά του νησιού χτισμένα δίπλα στην αρχαία Πολιόχνη, τον αρχαιότερο νεολιθικό οικισμό στην Ευρώπη που ήρθε στο φως την δεκαετία του 1930 από την Ιταλική αρχαιολογική εταιρία. Από τα Καμίνια και μέχρι το τέλος της χερσονήσου, το ακρωτήριο της Αγίας Ειρήνης, το τοπίο είναι μαγευτικό. Η θαυμάσια διαδρομή περνάει ανάμεσα από τα γραφικότατα μικρά χωριά, την Αγία Σοφία, την Φυσίνη και την Σκανδάλη. Το τοπίο είναι πολύ μαλακό, με μικρούς λόφους σπαρμένους με δημητριακά που κυματίζουν με το αεράκι. Έξω από την Αγία Σοφία, στην κορυφή του λόφου βρίσκεται το κάστρο της Σκάλας, που δεσπόζει στην περιοχή και ελέγχει όλο το νοτιοανατολικό μέρος της Λήμνου. Και τα τρία χωριά έχουν πολύ λίγους κάτοικους, αυτό ίσως και να τους κάνει πολύ φιλόξενους στους επισκέπτες. Από την Φυσινή ένας δρόμος συνεχίζει προς τα νότια και φτάνει μέχρι το ναό του Αγίου Σώζου του προστάτη και πολιούχου της Λήμνου με το εκκλησάκι του να είναι κυριολεκτικά στο τέλος του νησιού. Εκεί το μάτι γεμίζει με το μπλε του Αιγαίου και αξίζει να το επισκεφτεί κάποιος στις 7 Σεπτεμβρίου όταν γίνεται το μεγάλο πανηγύρι. Στην επιστροφή για τον Μούδρο θα πάρω τον δυτικό δρόμο που περνάει μέσα από τις ακατοίκητες περιοχές της χερσονήσου με τις υπέροχες και έρημες παραλίες της Χαβουλής, του Σκίδι και της Μαλαθριάς.
Μου έχουν μείνει μόνο δυο μέρες για να γυρίσω και το υπόλοιπο νησί και έχω αγχωθεί γιατί είναι πολλά αυτά που θέλω να δω και πολύ λίγος ο χρόνος. Ξεκινάω για το κεντρικό σημείο του νησιού από τον Κότσινα, εκεί που μία στενή λουρίδα γης χωρίζει τον κόλπο του Μούδρου από τον κόλπο του Μπουρνιά. Το μικρό ψαροχώρι δύσκολα υποδηλώνει ότι τον μεσαίωνα εδώ ήταν το δεύτερο πιο σημαντικό λιμάνι του νησιού που το προστάτευε ένα κάστρο από το οποίο σώζεται σήμερα μόνο η πηγή που βρίσκεται μέσα σε μία κατακόμβη 65 σκαλιά κάτω από την επιφάνεια της γης. Ακριβώς πάνω από την κρύπτη βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής και το άγαλμα της Μαρούλας που μας ταξιδεύει στα μέσα του 15ου αιώνα, τότε που ο στόλος του Σουλεϊμάν Πασά αιματοκυλούσε το Αιγαίο. Το 1473 λοιπόν ο Ισίδωρος Κομνηνός που ήταν ο άρχοντας του κάστρου του Κότσινα σκοτώνεται στην μάχη με τους Τούρκους, βλέποντας η κόρη του η Μαρούλα Κομνηνή ότι το ηθικό των υπερασπιστών πάει να σπάσει, αρπάζει το αιματοβαμμένο ξίφος του πατέρα της και ρίχνεται στην μάχη. Η εικόνα της δεκαεπτάχρονης κοπέλας που μάχεται με μανία, εμψυχώνει τους αμυνόμενους και η μάχη κερδίζεται με αποτέλεσμα η Λήμνος να μείνει για άλλα έξι χρόνια κάτω από την προστασία της Γαληνοτάτης.
Από την μία μεσαιωνική ιστορία πηγαίνω στην άλλη και στο χωριό Ρεπανίδι όπου παλιά εξορύσσαν την περίφημη Λημναία γη. Δυστυχώς σήμερα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τοποθεσία, αλλά χαζεύοντας τους λόφους γύρω από το Ρεπανίδι μπορώ να φανταστώ πώς κάποτε αυτά τα χώματα γέμιζαν με χιλιάδες σκλάβους που έσκαβαν το χώμα για το πολύτιμο φάρμακο. Ο δρόμος συνεχίζει για το πολύ όμορφο Ρωμανού με τα πέτρινα κτίσματα χωρίς σοβά, και την εκπληκτική εκκλησία του Χριστού του 1830, χτισμένη στο τοπικό αρχιτεκτονικό ύφος. Στην πλατεία του χωριού κάτω από τον ίσκιο μίας πελώριας κληματαριάς στο καφενείο, οι γέροι του χωριού παίζουν τάβλι χτυπώντας δυνατά τα χέρια τους πάνω στα τραπέζια.
Από τους λόφους του Ρωμανού κατηφορίζω προς την θάλασσα και φτάνω στα Λύχνα, το μικρό χωριό που σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε έτσι γιατί τα φώτα από τα λυχνάρια των κατοίκων φαίνονταν σε όλο τον κόλπο του Μούδρου. Πολύ κοντά στα Λύχνα βρίσκεται και το Βάρος, ένα χαρακτηριστικό προσφυγικό χωριό, που όλα του τα σπίτια έχουν διατηρηθεί ακριβώς όπως τα έχτισε η εταιρία αποκατάστασης προσφύγων. Το Βάρος αξίζει πολύ να το επισκεφτεί κανείς γιατί έχει κάτι στον αέρα που σπάνια το βλέπεις άλλου, κάτι δύσκολο να περιγραφτεί. Ίσως είναι ο τρόπος που σε κοιτάνε οι ντόπιοι, η ζεστασιά που νιώθεις όταν σε καλησπερίζουν οι γιαγιάδες που κάθονται σε μικρά σκαμνιά έξω από τις πόρτες των σπιτιών στους. Τελείως διαφορετική είναι ατμόσφαιρα στην Ατσική, το μεγάλο χωριό χτισμένο στον κάμπο και πρωτεύουσα του ομώνυμου Δήμου που περιβάλλεται από μια θάλασσα από στάχυα, που φτάνουν μέχρι την παραλία του ?γιου Ερμόλαου και κυματίζουν αέναα όπως και η θάλασσα. Η Ατσική είναι ένα πολύ ζωντανό χωριό με μερικές βιοτεχνίες και γεμάτο νέους ανθρώπους που όμως δεν έχει αλλοιωθεί. Ένα ζωντανό παράδειγμα της ακμάζουσας ελληνικής υπαίθρου.
Τα καλύτερα τα έχω αφήσει για το τέλος, το βορειοανατολικό κομμάτι της Λήμνου, με τους υγροτόπους της Αλυκής και της Χορταρόλιμνης, που όταν δεν κάνει ο στρατός ασκήσεις βρίσκουν καταφύγιο χιλιάδες φλαμίγκο, κύκνοι, χήνες και αγριόπαπιες, και με σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους και εξαιρετικές παραλίες.
Το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής είναι το υπέροχο παραδοσιακό Κοντοπούλι όπου ήταν εξόριστος ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Οι Κοντοπουλιανοί πρέπει να ήταν πλούσιοι άνθρωποι όπως δηλώνουν τα σπίτια του χωριού. Φαντάζομαι πως η γεωργία στους γύρω κάμπους αλλά και το εμπόριο πρέπει να ήταν οι βασικές ασχολίες. Πέντε χιλιόμετρα βόρεια του χωριού βρίσκεται η αρχαία Ηφαιστεία. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1937 έφεραν στο φως κατοικίες, ιερά και ένα θέατρο που δείχνουν ότι εδώ υπήρξε μια μεγάλη πόλη που κατοικήθηκε για δύο χιλιάδες χρόνια από το 1000 πΧ.
Το μεγαλύτερο αξιοθέατο της περιοχής βρίσκεται στην άλλη άκρη του όρμου Τηγάνι και είναι το ιερό των Καβείρων, με θέα προς την Σαμοθράκη όπου ήταν και το κέντρο λατρείας τους. Οι Κάβειροι ήταν τα παιδιά του Ηφαίστου με την κόρη του Πρωτέα την Καβείρω. Στο ιερό τους που θεωρούνταν τρομερός χώρος γίνονταν μυστικές τελετές προς τιμήν τους, που είχαν σχέση με την γέννηση του ανθρώπου και την γονιμοποίηση της γης. Η είσοδος απαγορευόταν με θάνατο σε μη μυημένους. Λίγο πιο κάτω από το ιερό βρίσκεται και η περίφημη σπηλιά του Φιλοκτήτη του καλύτερου τοξότη των Αχαιών, που μετά από το δάγκωμα φιδιού αφέθηκε από τους συντρόφους του στην Λήμνο όπου έμεινε για δέκα χρόνια για να θεραπεύσει την πληγή του με την Λημναία γη.
Τις πεδιάδες γύρω από το Κοντοπούλι τις διασχίζει ένας δρόμος που φτάνει μέχρι το βορειότερο σημείο του νησιού. Ο δρόμος περνάει δίπλα από την Αλυκή την μεγαλύτερη λίμνη του νησιού και κάποιους πολύ μικρούς οικισμούς. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό Παναγιά, στον Κορτισώνα ένας δρόμος στρίβει αριστερά με κατεύθυνση την θάλασσα, που σε αυτό το σημείο είναι αβαθής για πολλά μέτρα. Εκεί απλώνεται η τεράστια παραλία Πεταλίδι που ονομάζεται έτσι γιατί δεν είναι καλυμμένη από άμμο ή βότσαλα, αλλά εκατομμύρια κοχύλια. Φαινόμενο μοναδικό που κανείς από τους ντόπιους δεν μπορούσε να μου εξηγήσει. Το χωριό Παναγιά που είναι χτισμένο στις απότομες πλαγιές του λόφου με το παράξενο όνομα «Αλεπότρυπες» και φέρνει στο μυαλό τα χωριά της ?γριας Δύσης γιατί είναι χτισμένο πάνω στον δρόμο με μία μόνο σειρά σπίτια από την κάθε μεριά.
Τα τελευταία τέσσερα χιλιόμετρα του δρόμου είναι μαγευτικά και προετοιμάζουν τον ταξιδιώτη για το χωριό της Πλάκας. Η Πλάκα είναι χτισμένη ακριβώς απέναντι από την Ίμβρο και είναι ένα ολοζώντανο χωριό παρ’όλο που βρίσκεται στην άλλη άκρη από το οικονομικό κέντρο της Λήμνου την Μύρινα. Στην παραλία του χωριού υπάρχει μια λωρίδα γης που μοιάζει με καράβι και οι ντόπιοι την ονομάζουν Εβραιόκαστρο. Αυτή η μικρή χερσόνησος είναι κατάσπαρτη από σπασμένα αγγεία και πέτρινους τοίχους. Δυστυχώς δεν έχουν γινεί ανασκαφές για να αποκαλύψουν το περίεργο όνομα του μέρους. Λίγο πιο έξω από την Πλάκα, από την δυτική μεριά που κοιτάζει στον κόλπο του Μπουρνιά βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου και δίπλα στην θάλασσα το άγιασμα, η πηγή με το ιαματικό νερό όπου πηγαίνουν οι Λημνιοί για να θεραπευτούν.
Εδώ στα βορειοανατολικά του νησιού τελειώνει η περιήγηση μου στο νησί της Λήμνου, αφού έχω γυρίσει από τον βορειοδυτικό Μουρτζούφλο στο νοτιοδυτικό Τηγάνι και από τον ?γιο Σώζο στον ?γιο Χαράλαμπο. Η Λήμνος θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου, για τις εκατοντάδες μαγευτικές παραλίες, για τα γραφικά χωριά, για τις αμμοθίνες της, για τους χρυσούς κάμπους, τις χαράδρες με τις δάφνες άλλα πάνω από όλα για τους ανθρώπους της. Τους ζεστούς Λημνιούς που ξέρουν τι θα πει ανθρωπιά, που θα καλοδεχτούν τον ξένο αγνά χωρίς υστεροβουλίες, φιλόξενοι και ευγενείς, αποκομμένοι στη μέση του Αιγαίου κρατάνε αιώνιες αξίες πολύ ψηλά.
(*) O Γιώργος Mάκκας γεννήθηκε το 1977 στην Aθήνα και ασχολείται με την φωτογραφία από 16 χρονών. Tο 1998 εκθέτει την πρώτη του δουλειά στην Συγκυρία και τον επόμενο χρόνο μετά την αποφοίτηση του από την ESP της Aθήνας παρακολουθεί το τμήμα φωτογραφίας ντοκουμέντο στο Newport της Oυαλλίας. Tο 2002 η ενότητα «Bόρειος Ήπειρος, μια εγκαταλελειμμένη περιοχή» κερδίζει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Hodge της Βρετανικής εφημερίδας Observer. Έχει κάνει εκθέσεις στην Βρετανία και στην Eλλάδα και δουλεία του βρίσκεται στην μόνιμη συλλογή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Μένει στην Αθήνα και την Βουδαπέστη και εργάζεται σαν φωτογράφος.
2006, http://gmakkas.com/intromain_gr.php?sub_id=12