Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος
Ημερομηνία Thursday, February 16 @ 00:45:43 UTC
Θέμα Νησιά


του Αντώνη Μανιτάκη

Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ



Εισαγωγή. Αντικείμενο της εισήγησης.
1. Η αντιφατική και συγκεχυμένη σχέση που έχουμε ως κοινωνία με το περιβάλλον καθρεπτίζεται και στον τρόπο που προσλαμβάνουμε νομικά την απόλαυση και προστασία του. Έτσι δεν είναι σαφές στον νομικό κόσμο-επειδή όμως δεν είναι ξεκαθαρισμένο και στην ελληνική κοινή γνώμη- αν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον προστατεύεται ως ένα δικαίωμα, που ανήκει στο καθένα και το απολαμβάνουμε ατομικά ή αν αποτελεί ένα δικαίωμα τρίτης γενιάς που το απολαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως και εξ αδιαιρέτου συνολικά, ως ένα συλλογικό αγαθό, κοινό της πάσι.
Η διάκριση δεν είναι χωρίς νομική σημασία ούτε και χωρίς πρακτικές συνέπειες. Διότι, η υποκειμενική ή η αντικειμενική, αντίστοιχα, πρόσληψη του περιβάλλοντος έχει επιπτώσεις και στο είδος και στην έκταση της προστασίας του. Δείχνει λόγου χάρη, και εν μέρει καθορίζει εξ αποτελέσματος, και την σχέση που έχουμε ατομικά ο καθένας και η κοινωνία μας συνολικά με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον: το βλέπουμε δηλαδή ως ένα αγαθό, που το εξουσιάζει ο καθένας μας ατομικά και έχουμε άρα μαζί του μια ατομική, εγωιστική και αποκλειστική σχέση, όπως έχουμε παραδείγματος χάρη με την ατομική ιδιοκτησία ή το αντιλαμβανόμαστε, αντίθετα, ως ένα κοινωνικό ή και πανανθρώπινο αγαθό, που ανήκει αδιάκριτα σε όλους και το απολαμβάνουμε όλοι μαζί ως μέλη του κοινωνικού συνόλου και κάτοικοι του οικοσυστήματος.
2. Οι νομικοί βλέπουν και ερμηνεύουν τον κόσμο μέσα από μερικές θεμελιώδεις και συστατικές του νομικού συστήματος κατηγορίες, όπως “δικαίωμα”, “υποχρέωση”, “έννομη” “σχέση”, “νόμος””, “έννομο αγαθό”, “συνταγματική αξία” κ. ά. Με βάση μια πρώτη, συμβατική και εν μέρει σχηματική διάκριση, θα μπορούσαμε να εντάξουμε τις προηγούμενες κατηγορίες σε αυτές που καθιερώνουν μια υποκειμενική θεώρηση των εννόμων σχέσεων και άρα τις κοιτούν από τη σκοπιά του υποκειμένου και σε αυτές που προτάσσουν την αντικειμενική θεώρηση των ίδιων σχέσεων και τις αντιμετωπίζουν ως “αξίες” αντικειμενικές της κοινωνικές συμβίωσης, ανεξάρτητα από την υποκειμενική πρόσληψή τους. Έτσι σε ό, τι αφορά το περιβάλλον, από τη στιγμή που ανέκυψε η ανάγκη της έννομης προστασίας του, είναι δυνατόν δικαιικά να αντιμετωπιστεί είτε μέσα από το πρίσμα μιας έννομης υποκειμενικής κατάστασης, οπότε προσλαμβάνεται από τους πολίτες κυρίως ως δικαίωμά τους είτε μέσα από το πρίσμα μιας αντικειμενικής έννομης κατάστασης, οπότε προσλαμβάνεται ως έννομη αγαθό και αξία κοινωνική.
Στην ελληνική έννομη τάξη το στίγμα για την νομική πρόσληψη του περιβάλλοντος το έδωσε ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, ο οποίος καινοτομώντας και προτρέχοντας για την εποχή του, ανήγαγε την προστασία του περιβάλλοντος σε αγαθό συνταγματικά προστατευόμενο, και ανέθεσε στο κράτος την αποστολή της προστασίας του και άρα και το βάρος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Η αναγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος σε συνταγματικό καθήκον του κράτους μετέθεσε μεν την ευθύνη της προστασίας του στην κρατική εξουσία και την επιβάρυνε με την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία νομοθετικού, κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα μέτρα, δεν έλυσε όμως το νομικό ζήτημα της αναγνώρισης ή μη στους πολίτες και ενός αντίστοιχου δικαιώματος, που να στρέφεται κατά του κράτους και να απαιτεί την αποτελεσματική ικανοποίηση της κρατικής υποχρέωσης προστασίας, που θεσπίζεται στο άρθρο 24Σ. Αφέθηκε επομένως στον εφαρμοστή και ερμηνευτή του άρθρου 24Σ, δηλαδή στη θεωρία και στη νομολογία να καθορίσει αν στο κρατικό καθήκον προστασίας του περιβάλλοντος αντιστοιχεί και ένα δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος καθώς και αν το δικαίωμα αυτό είναι ατομικό, κοινωνικό ή συμμετοχικό. Το ζήτημα αυτό θα διερευνήσουμε στη συνέχεια.
Η κρατούσα αντίληψη δεχόταν ότι με το άρθρο 24Σ, έτσι όπως είχε διατυπωθεί πριν από την αναθεώρηση του 2001, δημιουργείτο μια θετική υποχρέωση του κράτους για προστασία του περιβάλλοντος και λήψη όλων εκείνων των αναγκαίων μέτρων, προληπτικού ή κατασταλτικού χαρακτήρα για την πραγμάτωση του περιεχομένου της συνταγματικής επιταγής. Η προστασία του περιβάλλοντος αποτελούσε και αποτελεί μια δεσμευτική για το κράτος επιταγή, που απευθύνεται και στις τρείς εξουσίες, τη νομοθετική, τη δικαστική, τη διοικητική και έχει αυτοτέλεια και άμεση εφαρμογή. Το άρθρο άρθρο 24 παρ.1Σ δεν αποτελεί επομένως κατευθυντήρια διάταξη άλλα κανόνα άμεσης και επιτακτικής ισχύος, με βάση τον οποίο κρίνεται η νομιμότητα των κρατικών πράξεων, κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα.
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ερμηνεύοντας το άρθρο 24 παρ. 1Σ δέχτηκε ότι η προστασία του περιβάλλοντος έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία και ότι το κράτος υποχρεούται να θεσπίσει τα μέτρα εκείνα που κρίνει αναγκαία και πρόσφορα για την διαφύλαξη και προστασία του αγαθού αυτού. Αν εξετάσει κανείς προσεκτικά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας θα διαπιστώσει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως συνταγματική αξία, την οποία σταθμίζει και αξιολογεί με άλλα αγαθά δημοσίου συμφέροντος, όπως η οικονομική ανάπτυξη, η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας κ.ά.
Έτσι έγινε νομολογιακό δεκτό ότι στο πλαίσιο της συνταγματικής του δέσμευσης το κράτος καταστρώνει και εφαρμόζει την κατάλληλη περιβαλλοντική πολιτική σταθμίζοντας και τα άλλα προστατευόμενα συνταγματικά αγαθά. Η δέσμευση του κράτους και ιδίως της διοίκησης για προστασία γεννάται ευθέως από το Σύνταγμα ακόμη και στην περίπτωση που δεν έχει μεσολαβήσει νομοθετική διάταξη που να εξειδικεύει την συνταγματική εντολή. Η παράλειψη μάλιστα του κράτους να λάβει τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα για πλήρη και αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος οδήγησε τη νομολογία στην τολμηρή αλλά δύσκολα εφαρμόσιμη θέση ότι η παράλειψη της διοίκησης να λάβει τα κατάλληλα μέτρα συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και μπορεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να οδηγήσει σε ακύρωση της αδράνειάς της.
Τα προβλήματα από τη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 24 παρ. 1Σ ενός ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον.
3. Το ζήτημα ωστόσο της καθιέρωσης ενός ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον που να αντιστοιχεί στην υποχρέωση του κράτους για προστασία και να απορρέει από αυτήν και να οδηγεί σε σχετική αξίωση του πολίτη, δικαστική επιδιώξιμη προς εξαναγκασμό της κρατικής εξουσίας για προστασία, παρέμενε ζήτημα αμφιλεγόμενο και νομολογιακά μετέωρο. Στη θεωρία, βέβαια, είχε γίνει κοινά αποδεκτό ότι στην υποχρέωση του κράτους για προστασία αντιστοιχεί ένα ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον και στην προστασία του, χωρίς όμως να υπάρχει ομοφωνία ή να έχει διασαφηνιστεί πλήρως η νομική φύση του δικαιώματος και το περιεχόμενό του.
Ήλθε ωστόσο η αναθεώρηση του 2001 η οποία θέλησε να λύσει στο επίπεδο τουλάχιστον της διακήρυξης το ζήτημα αυτό και καθιέρωσε ρητά στο άρθρο 24 παρ. 1Σ, αντίστοιχα με την υποχρέωση της κρατικής προστασίας ένα ατομικό δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος: “Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός”. Η θεωρία έσπευσε να χαιρετίσει την καθιέρωση ως ρύθμιση που εξασφαλίζει μια αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος.
Πράγματι η ρητή συνταγματική αναγνώριση ενός ατομικού δικαιώματος στην προστασία του περιβάλλοντος καθιστά δικαστικά την προστασία πιο σαφή και πιο αποτελεσματική και θα πρέπει από μια άποψη να χαιρετιστεί. Τα πλεονεκτήματα της νέας ρύθμισης μπορούν να συνοψιστούν στα εξής.
Αναγνωρίζεται, πρώτον, ότι η αποτελεσματική προστασία δεν αποτελεί μόνον κρατική υποχρέωση ούτε εξαντλείται σε ένα επιτακτικό κανόνα άμεσης και ενεργούς προστασίας από τη διοίκηση- ακόμη και όταν δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη- η οποία οργανώνει και να εξειδικεύει την προστασία. Περιλαμβάνει και την αναγνώριση ενός ατομικού δικαιώματος επίκλησης, παρεμπιπτόντως, της αντισυνταγματικότητας, σε μια δίκη που έχει ανοίξει, μιας νομοθετικής διάταξης που υποβαθμίζει το υπάρχον επίπεδο προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος ή επιδεινώνει τους όρους διαβίωσης ή πλήττει καίρια κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και επιστήμης ένα υγειινό ή οικολογικό ισόρροπο περιβάλλον, με δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία ή στην ζωή των ατόμων. Το ίδιο ισχύει και για την κανονιστική ή διοικητική πράξη που επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα στο πολιτιστικό ή φυσικό περιβάλλον παραβιάζοντας έτσι τον επιτακτικό κανόνα του άρθρου 24 παρ. 1Σ και θίγοντας το ατομικό δικαίωμα στη προστασία του περιβάλλοντος. Αρκεί το πρόσωπο που επικαλείται την παραβίαση να αποδείξει ότι υπέστη μια προσβολή άμεση και προσωπική στο δικαίωμα του για υγιεινό ισόρροπο και οικολογικά περιβάλλον. Δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι και άλλοι θίγονται από το “αντιπεριβαλλοντικό μέτρο”. Αρκεί ότι θίγεται ο ίδιος. Και στο σημείο αυτό έγκειται και η αδυναμία της καθιέρωσης ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον. Βλέπει την προστασία του περιβάλλοντος ως υπόθεση ατομική, και μόνον ως ατομική είναι και δικαστικά προστατεύσιμη, αφού το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την έναρξη της δίκης, πρέπει να είναι προσωπικό και άμεσο.
Γνώρισμα του δικαιώματος στη προστασία του περιβάλλοντος, όπως άλλωστε και κάθε ατομικού δικαιώματος, είναι ότι στρέφεται κατά κύριο και αποκλειστικό λόγο κατά του κράτους, όταν με πράξεις του ή αποφάσεις του δεν ενεργεί προστατευτικά για το περιβάλλον ή παραλείπει να το προστατεύσει. Το ατομικό αυτό δικαίωμα έχει, εξάλλου, όπως όλα άλλωστε τα ατομικά δικαιώματα, ένα αμυντικό χαρακτήρα, προστατεύει το άτομο από κρατικές επεμβάσεις προσβλητικές του περιβάλλοντος. Δεν συνεπάγεται ωστόσο και υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει αλλά δεν είναι συνέπεια του ατομικού δικαιώματος.
Το δεύτερο πλεονέκτημα από την ρητή καθιέρωση ενός δικαιώματος στην προστασία του περιβάλλοντος είναι ότι το ατομικό δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να αντιπαρατεθεί στο ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Αυτό σημαίνει ότι το ατομικό δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος έχει τυπικά ισάξια θέση με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και η υποχρέωση του κράτους για προστασία της ιδιοκτησίας θα πρέπει να σταθμίζεται όταν συγκρούεται με το δικαίωμα σε ένα υγιεινό και μη υποβαθμισμένο περιβάλλον.
Δικαίωμα στο περιβάλλον ή δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος;
4. Η συνταγματική καθιέρωση του ατομικού δικαιώματος στο περιβάλλον δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερεκτιμάται. Διότι ατομικό δικαίωμα συναγόταν ούτως ή άλλως και από την προϊσχύουσα ρύθμιση. Και άρα η παρούσα ρύθμιση απλώς επιβεβαιώνει ή επιτείνει αυτό που υπήρχε.
Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι η ατομο-κεντρική θεώρηση της συνταγματικής προστασίας του περιβάλλοντος έχει και ορισμένες αρνητικές τελικά συνέπειες για το ίδιο το περιβάλλον.
Πρώτον, δεν καθιερώνει, έστω και αν αφήνει να διαφανεί το αντίθετο, ένα αδιαμεσολάβητο από νομικούς θεσμούς και διαδικασίες δικαίωμα απόλαυσης και προσωπικής διάθεσης του περιβάλλοντος αλλά μόνον ένα ατομικό δικαίωμα στη νομική και θεσμική προστασία του περιβάλλοντος. Τούτο διότι το δικαίωμα διαμεσολαβείται από την κρατική προστασία και αυτήν έχει ως περιεχόμενο και αντικείμενο η αξίωση του ατόμου που γεννάται από αυτό. Στην περίπτωση αυτή δέκτης της αξίωσης για προστασία του περιβάλλοντος είναι το κράτος, το οποίο και βαρύνεται με την αντίστοιχη υποχρέωση προστασίας του. Δεν καθιερώνεται άρα με την νέα συνταγματική διάταξη ένα άμεσο δικαίωμα ατομικής απόλαυσης του περιβάλλοντος, μια οικολογική –θα λέγαμε- ατομική ελευθερία για οικολογικό αυτό-προσδιορισμό και για μια προσωπική δυνατότητα διάθεσης των όρων της ατομικής διαβίωσης σε ένα ισόρροπο οικολογικά περιβάλλον.
Αλλά ακόμη και αν δεχόμασταν –κάνοντας αφαίρεση από τη σχετική θετή διατύπωση του ισχύοντος Συντάγματος – ότι με την αναθεώρηση καθιερώνεται όχι απλώς ένα δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος αλλά ένα δικαίωμα στο περιβάλλον και πάλι θα έπρεπε να δούμε με επιφύλαξη ένα τέτοιο δικαίωμα. Διότι ένα τέτοιο δικαίωμα στο μέτρο που εξομοιώνεται με ένα κλασσικό ατομικό δικαίωμα και εμπεριέχει άρα μια “εξουσία” διάθεσης ή ιδιοποίησης ενός πράγματος, τότε υπονοεί και μια εξουσία επί του περιβάλλοντος. Στην περίπτωση αυτή κυριαρχεί, δηλαδή, η ιδεολογία του κτητικού φιλελευθερισμού και της θεώρησης των δικαιωμάτων ως εξουσίες ή ως δυνατότητες χρήσης ή κτήσης ενός πράγματος κατά το πρότυπο του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας ή της οικονομικής ελευθερίας ή της ελευθερίας της έκφρασης, αντίληψη νομική που δεν συμβιβάζεται με μια οικολογική σύλληψη του περιβάλλοντος. Εμπεριέχει δηλαδή η θεώρηση αυτή την ιδέα ότι το άτομο μπορεί να απολαμβάνει και να διαθέτει το περιβάλλον, όπως απολαμβάνει και διαθέτει την ιδιοκτησία ή το λόγο του. Υπονοείται άρα μια σχέση του ανθρώπου προς το φύση και τον πολιτισμό ανθρωποκεντρική και εξουσιαστική, αντίληψη που οδήγησε στη καταστροφή του περιβάλλοντος, αφού αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως το κέντρο του κόσμου εξουσιαστή και κυρίαρχό πάνω στην φύση. Τον αντιλαμβάνεται ξέχωρα και ανεξάρτητα από αυτή και αντιπαράθεση μαζί της. Στην ουσία το δικαίωμα στο περιβάλλον καταλήγει να είναι δικαίωμα πάνω στο περιβάλλον ή εξουσία πάνω στη φύση.
Τέλος, η προηγούμενη αντίληψη εξομοιώνει το περιβάλλον με την ιδιοκτησία παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αποτελεί την κυριότερη πηγή διακινδύνευσης για το περιβάλλον και τις περισσότερες φορές το αντιστρατεύεται και εν πάση περιπτώσει η προστασία του περιβάλλοντος συνεπάγεται δραστικούς περιορισμούς στην άσκησή της.
Η νομική πρόσληψη του περιβάλλοντος ως συλλογικού αγαθού και δικαιώματος τρίτης γενιάς.
5. Η νομική προστασία του περιβάλλοντος για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη νέα σχέση ανθρώπου και φύσης που συνεπάγεται η οικολογική πρόσληψη του περιβάλλοντος. Και πρώτα από όλα, οφείλει να ξεκινά από την κοινή διαπίστωση ότι το υγιεινό και ισόρροπο περιβάλλον είναι ένα συλλογικό αγαθό που ανήκει σε όλους και όλοι μαζί οφείλουν να το προστατεύουν, να το απολαμβάνουν και να το διαχειρίζονται. Αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον δεν μπορεί να νοείται ως δικαίωμα του ατόμου ή ως ατομικό δικαίωμα, που το απολαμβάνει κάποιος ατομικά, ανεξάρτητα και απομονωμένα από τον άλλο και σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, αλλά ως ένα δικαίωμα τρίτης γενιάς, που ο καθένας το απολαμβάνει σε στενή σχέση και εξάρτηση από τους άλλους. Δεν είναι νοητό να απολαμβάνω και να χαίρομαι ένα υγιεινό περιβάλλον, μόνος μου, ανεξάρτητα από τους άλλους και σε αντιπαράθεση με το κράτος, όπως συμβαίνει με την απόλαυση της ατομικής μου ιδιοκτησίας ή ακόμη με την προστασία της ιδιωτικής μου ζωής.
Η οικολογική ισορροπία και άρα και η νομική προστασία του περιβάλλοντος, ως στοιχείο οργανικό της ισορροπίας αυτής, προϋποθέτει τη σύλληψη του περιβάλλοντος ως αγαθού συλλογικού, που δεν χωράει στην κλασσική δημοσίου δικαίου έννομη σχέση κράτους-ατόμου ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά ως σχέση ενός υποκειμένου φορέα ενός δικαιώματος με κάποιο άλλο υποκείμενο, φορέα μιας αντίστοιχης υποχρέωσης. Το περιβάλλον ως αγαθό συλλογικό, αδιαίρετο και αναπαλλοτρίωτο, συνδεδεμένο με τη συλλογική διαβίωση του ατόμου υπερβαίνει τα όρια του κράτους και τις επιδιώξεις των ατόμων. Δεν υπόκειται άρα σε ατομική ιδιοποίηση ή εξουσίαση, έστω και αν η διαχείρισή του περνά αναγκαστικά από μια εξατομικευμένη κατάσταση. Η απόλαυση του περιβάλλοντος πραγματοποιείται ταυτόχρονα και αδιάκριτα από όλους. Το κοινωνικό σύνολο είναι ο πραγματικός φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον, αυτό έχει την ευθύνη της προστασίας και συντήρησής του, επειδή αυτό είναι και ο διαχειριστής της συλλογικής διαβίωσης.
Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι από τη στιγμή που θεωρήσουμε ότι πραγματικός φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι το κοινωνικό σύνολο τότε ουσιαστικά δηλώνουμε ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον μένει χωρίς υποκείμενο, αφού φορείς του είμαστε όλοι χωρίς διάκριση. Δικαίωμα όμως χωρίς φορέα συγκεκριμένο δεν υπάρχει, διότι το δικαίωμα εμπεριέχει υποκειμενική αξίωση, αξίωση που στρέφεται κατά άλλου υποκειμένου. Το δικαίωμα προϋποθέτει δυνατότητα υποκειμενικής δράσης ή εξουσία επί πράγματος ή κατά υποκειμένου. Υποκείμενο όμως του δικαιώματος στο περιβάλλον δεχτήκαμε ότι είναι το κοινωνικό σύνολο και κατά προέκταση σε μια πλανητική σύλληψή του, η ανθρωπότητα ολόκληρη. Οδηγούμαστε έτσι λογικά σε μια πλήρη αποδυνάμωση της υποκειμενικής και δικαιωματικής σύλληψης του δικαιώματος στο περιβάλλον, το οποίο αντιμετωπίζεται πλέον ως αξία αντικειμενική της κοινωνικής συμβίωσης, ως όρος κοινός της συλλογικής επιβίωσης ως στοιχείο συστατικό του βιόκοσμού μας.
Η διατήρηση και προαγωγή από όλους μας και από το κράτος ενός ισόρροπου και υγιεινού περιβάλλοντος και η προστασία του ως αξίας της κοινωνικής μας συμβίωσης και επιβίωσης, σημαίνει ότι όλοι είμαστε υπεύθυνοι της προστασίας του ως μέλη του ενιαίου οικοσυστήματος και άρα συμμετέχουμε ατομικά και συλλογικά, οργανωμένα και ανοργάνωτα, τυπικά και άτυπα, στην διαχείρισή του. Δεν συμμετέχουμε όμως ως ιδιώτες με ιδιοτελείς σκοπούς και με στόχο την ιδιοποίηση μέρους του περιβάλλοντος για την προσωπική μας αποκλειστικά απόλαυση. Συμμετέχουμε ως μέλη του κοινωνικού συνόλου και μέρη οργανικά του οικοσυστήματος. Και συμμετέχουμε για μια συλλογική και από κοινού προστασία, απόλαυση και διαχείριση του περιβάλλοντος.
Κάτω από αυτήν την οπτική το δικαίωμα στο περιβάλλον αντιμετωπίζεται ως συλλογικό δικαίωμα ή ως δικαίωμα τρίτης γενιάς, που βασίζεται στην ιδέα της αλληλεγγύης και της προάσπισης διάχυτων συμφερόντων. Πρόκειται για ένα δικαίωμα χωρίς συγκεκριμένο δικαιούχο, αφού δικαιούχοι είμαστε όλοι και το απολαμβάνουμε εξ αδιαιρέτου, για ένα δικαίωμα χωρίς δυνατότητα εξουσίασης, αφού δεν στηρίζεται ούτε συνεπάγεται σχέση αντιπαράθεσης ανθρώπου προς την φύση και για ένα δικαίωμα που είναι ταυτόχρονα και υποχρέωση ή καθήκον.
6. Η προηγούμενη θεώρηση εμπεριέχει, είναι αλήθεια, μια νομική αβεβαιότητα και μια απροσδιοριστία τόσο σε ό,τι αφορά το αντικείμενο του δικαιώματος όσο και ως προς την οργάνωση των κυρώσεων της δικαστικής του προστασίας.
Οι ενστάσεις αυτές χρειάζονται αντίκρουση.
Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα δεν σημαίνει ότι οι πληττόμενοι από την προσβολή του περιβάλλοντος, οι χρήστες του περιβάλλοντος δεν έχουν όλοι μαζί αλλά και ο καθένας ατομικά ένα προσωπικό και άμεσο συμφέρον για την δικαστική προστασία του. Ο συλλογικός χαρακτήρας του δικαιώματος δεν αποκλείει στη συγκεκριμένη περίπτωση και προσβολή προσωπική και άμεση της δυνατότητας απόλαυσης ενός υγιεινού και ισόρροπου περιβάλλοντος. Μόνο που το έννομο συμφέρον του προσώπου για δικαστική προστασία, όταν πλήττεται το περιβάλλον, δεν ανιχνεύεται με τον ίδιο τρόπο που ανιχνεύεται στις περιπτώσεις προσβολών άλλης κατηγορίας εννόμων συμφερόντων. Η απόδειξη επομένως του προσωπικού και άμεσου χαρακτήρα της προσβολής –που απαιτεί η διοικητική δικονομία- συναρτάται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη φύση της προσβολής που πλήττει ωστόσο διάχυτα συλλογικά συμφέροντα μιας ολόκληρης ομάδας ή κατηγορίας ατόμων, των χρηστών του περιβάλλοντος, οι οποίοι όμως δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων, ατομικά.
Η διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος
7. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει ακέραιο: με ποιο πρακτικό τρόπο είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί μια αποτελεσματική έννομη ή δικαστική προστασία όλων αυτών που αισθάνονται ότι προσβάλλεται το συλλογικό δικαίωμά τους στο περιβάλλον, όταν η προσβολή δεν είναι προσωπική και αποκλειστική, αλλά πλήττει έναν απροσδιόριστο αριθμό ατόμων;
Πρώτον, με τη διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, όπως ήδη αναφέραμε προηγουμένως. Θα πρέπει δηλαδή να αναγνωριστεί η δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια και ιδίως στη διοικητική δικαιοσύνη, και σε ομάδες πολιτών ή ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα καθώς και σε σωματεία, όταν θίγεται από την προσβολή του περιβάλλοντος ή του οικοσυστήματος ακόμη και ένας απροσδιόριστος αριθμός προσώπων στους οποίους περιλαμβάνονται ωστόσο και οι προσφεύγοντες. Η διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος ώστε να δοθεί η δυνατότητα δικαστικής προστασίας στο κοινωνικό σύνολο ή σε μια ομάδα ατόμων, η οποία θα ενεργεί στο όνομα του κοινωνικού συνόλου, ανατρέπει βέβαια τη ατομοκεντρική λογική της δίκης και ευνοεί έμμεσα την καθιέρωση μιας ιδιότυπης actio popularis, εναρμονίζεται ωστόσο με την ιδιότυπη φύση της προστασίας του περιβάλλοντος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αντιμετωπίζει άλλωστε το περιβάλλον, όπως είδαμε περισσότερο, ως συνταγματική αξία παρά ως δικαίωμα.
Μόνον όμως με την διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος μπορούμε να προσδοκούμε σε μια διεύρυνση και ενίσχυση της δικαστικής ή έννομης προστασίας του περιβάλλοντος. Θεωρώ τη διεύρυνση πιο σημαντική από οποιαδήποτε αναθεώρηση του Συντάγματος ή από οποιαδήποτε νομοθετική ή διοικητική μεταρρύθμιση προστατευτική του περιβάλλοντος.
Το συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος ως διαδικαστικό δικαίωμα πληροφόρησης και συμμετοχής.
8. Η δεύτερη κατηγορία μέτρων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ενίσχυση του δικαιώματος στην προστασία του περιβάλλοντος είναι η ουσιαστική αξιοποίηση των νομοθετικών και διοικητικών δυνατοτήτων πληροφόρησης και συμμετοχής του ατόμου, ξεχωριστά ή συνενούμενου με άλλους, στις αποφάσεις που αφορούν και θίγουν το περιβάλλον.
Το δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος αποκτά νόημα και αποτελεσματικότητα όχι όταν αντιμετωπίζεται ως ατομικό ή αμυντικό δικαίωμα αλλά ως διαδικαστικό δικαίωμα: α) έγκαιρης και πλήρους ενημέρωσης για τα μέτρα ή τις αποφάσεις που παίρνονται και έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και β) συμμετοχής των ενδιαφερομένων και θιγομένων, ατομικά ή ομαδικά, οργανωμένα ή άτυπα στις εν λόγω αποφάσεις.
Η ικανοποίηση των διαδικαστικών πλευρών του δικαιώματος στην προστασία του περιβάλλον προϋποθέτει την οργάνωση ενός ολόκληρου πλέγματος διαδικασιών και θεσμών της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας που υπάρχει ήδη, χρειάζεται απλώς μια μεγαλύτερη ενεργοποίηση και ουσιαστικότερη αξιοποίηση.
Το “περιβάλλον” ως κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας.
9. Από τα προηγούμενα συνάγεται, πιστεύω, ότι η νομική πρόσληψη του περιβάλλοντος μπορεί μεν να γίνει με τις παραδοσιακές νομικές διόπτρες αλλά κάτω από μια νέα οπτική γωνία, που να ανταποκρίνεται στο αγαθό που μελετάμε.
Χρειάζεται, κατ΄ αρχήν, μια νέα φιλοσοφική θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με την φύση: μετάβαση από μια ανθρωποκεντρική θεώρηση, όπου ο άνθρωπος είναι το κέντρο ή ο κυρίαρχος του σύμπαντος σε μια θεώρηση βιο-ή οικοκεντρική. Ο ανθρωπισμός, τουλάχιστον μετά την αναγέννηση, είχε καταστήσει τον άνθρωπο “μέτρο όλων των πραγμάτων”. Ο άνθρωπος ήταν ταυτόχρονα το κέντρο του κόσμου, η υπέρτατη αξία, ο ανώτερος σκοπός. Το σύμπαν υπήρχε για τον άνθρωπο ήταν ανθρωποκεντρικό. Τα δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν την πιο χαρακτηριστική απόδειξη της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, της αντιμετώπισης της φύσης ως αντικείμενο εγωιστικής και υβριστικής εξουσίασης του ανθρώπου πάνω της.
Σε μια οικολογική σύλληψη του κόσμου η φύση δεν αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο της ανθρώπινης δραστηριότητας και εξουσίας. Φύση και άνθρωπος είναι μεν δύο πράγματα ξεχωριστά αλλά στενά δεμένα μεταξύ τους που αλληλο-εξαρτώνται. Ο άνθρωπος είναι μέλος της ζωντανής φύσης και έχει το προνόμιο να δίδει νόημα στη ζωή και στην κοινωνία, να επεμβαίνει και να δρα ή να αλλάζει τη φύση. Η φύση δεν είναι όμως ένα απλό υπόστρωμα, ανενεργές του ανθρώπου, ο αδρανής υποδοχέας ή το περιβάλλον των δραστηριοτήτων του, όπως λένε οι νομικοί. Είναι μέρος ενός οικοσυστήματος, του οποίου οργανικό τμήμα είναι και ο άνθρωπος. Όπως διακήρυξε η παγκόσμια Χάρτα της φύσης στις 28 Οκτωβρίου 1982, “η ανθρωπότητα αποτελεί μέρος της φύσης …. Ο πολιτισμός έχει τις ρίζες του στη φύση η οποία διαμορφώνει τη ανθρώπινη κουλτούρα.” ?νθρωπος και φύση τελούν σε σχέση αλληλεξάρτησης οργανικής.
Αν εξεταστεί μέσα από αυτό το πρίσμα η νομική προστασία του περιβάλλοντος στο άρθρο 24 του Συντάγματος, το “περιβάλλον” θα πρέπει να προσληφθεί ως αξία του βιόκοσμου, μια αξία αντικειμενική της κοινωνικής μας συμβίωσης και επιβίωσης, όχι μόνο των παρουσών γενεών αλλά και των μελλουσών, η οποία δεν συνεπάγεται ως αξία μόνο δικαιώματα αλλά ευθύνες ή καθήκοντα. Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση του “περιβάλλοντος” ως πανανθρώπινου αγαθού, που κληρονομήθηκε από το παρελθόν, και βιώνεται καθημερινά, ατομικά και συλλογικά, ως κληρονομιά του παρόντος για να μεταβιβαστεί ως αξία διαχρονική και “βιο-οικολογική” στις γενιές του μέλλοντος, μας κάνει να συλλάβουμε νομικά το περιβάλλον ως “κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας”.
Ως κοινή κληρονομιά δεν ανήκει σε κανένα ατομικά αλλά στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Ως κληρονομιά οικολογική δεν υπόκειται σε περιουσιακές ή χρηματικές αποτιμήσεις αλλά ούτε και σε ιδιοποιήσεις ατομικές ή συλλογικές. Αγαθό αναπαλλοτρίωτο, ανεκχώρητο και αδιαίρετο γεννά μόνο ευθύνες προστασίας και συντήρησης.
Ένα υγιεινό και ισόρροπο περιβάλλον ενδιαφέρει τις παρούσες και μέλλουσες γενιές, και προστατεύεται νομικά, κατ΄αρχήν, ως δικαίωμα στο περιβάλλον, για μια από κοινού απόλαυση και διαχείρισή του. Πρόκειται για ένα δικαίωμα τρίτης γενιάς, συλλογικού χαρακτήρα με υποκείμενο το κοινωνικό σύνολο ή την ανθρωπότητα ολόκληρη, που βασίζεται στην ιδέα της ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Προστατεύεται όμως, πρακτικά, και ως δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος και η κατοχύρωσή του συνεπάγεται δυνατότητα δικαστικής προστασίας προς εξαναγκασμού του κράτους για λήψη μέτρων, προληπτικών ή κατασταλτικών με σκοπό την μη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και διατήρησης για τις παρούσες και μέλλουσες γενιές, ακέραιας μιας κοινής περιβαλλοντικής κληρονομιάς.
* * *
Κυρίες και κύριοι, οι τελευταίες δραματικές και τρομακτικές εξελίξεις, έδειξαν ότι, ως κάτοικοι του πλανήτη, είμαστε όλοι οι άνθρωποι χωρίς διάκριση, θρησκείας, πατρίδας ή εθνικότητας, πέρα από σύνορα και κράτη αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι των κινδύνων, που συνεπάγονται η αλόγιστη και άπληστη εκμετάλλευση της φύσης αλλά και των ανθρώπων ή των λαών από τους αφέντες της παγκόσμιας αγοράς. Η ευημερία ενός λαού εξαρτάται από την ευημερία του άλλου. Η τύχη του πλανήτη και η τύχη της ανθρωπότητας δεν ξεχωρίζουν. Βιόσφαιρα και ανθρωπόσφαιρα είναι αλληλέγγυες. Η αδικία στις κοινωνικές σχέσεις σε πλανητικό επίπεδο συνεπιφέρουν ανισορροπίες και τρομακτικούς κινδύνους στον κόσμο ολόκληρο.
Πιστεύω ότι, ποτέ, οι άνθρωποι στον πλανήτη δεν αισθάνθηκαν τόσο εξαρτημένοι μεταξύ τους και ποτέ η κοινή μοίρα τους, μπροστά στους κοινούς κινδύνους, δεν τους έκανε να αισθανθούν τόσο αλληλέγγυοι.
Η ευημερία των Αμερικανών, κατά πρώτο λόγο αλλά και των ευρωπαίων ήταν και είναι μια πρόκληση για την ανθρωπότητα, γιατί οικοδομήθηκε σε βάρος του μεγαλύτερου πληθυσμού της ανθρωπότητας και με κυνική περιφρόνηση των κοινών συμφερόντων της ανθρωπότητας. Η υβριστική αυτή συμπεριφορά φαίνεται πως αγγίζει στα όριά της.
13ο Συνέδριο Πανελληνίου δικτύου οικολογικών οργανώσεων.
Ρόδος 19-22 Οκτωβρίου 2001.

 



4ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=99