Για την υπεράσπιση του ντοκιμενταρίστα
Ημερομηνία Saturday, June 09 @ 17:32:06 UTC
Θέμα ?λλη Ελλάδα


ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

Λίγες μέρες πριν τον ερχομό του 2007 πήρε σάρκα - οστά είχε - το Δίκτυο Ελληνικού Ντοκιμαντέρ. Μια συσπείρωση δημιουργών, ένας σύλλογος (ως προς τη νομική μορφή) με μοναδικούς στόχους: την προβολή του ντοκιμαντέρ σαν ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος και τη διάδοσή του στην Ελλάδα, την προώθηση του ελληνικού ντοκιμαντέρ στο εξωτερικό και την αλληλοϋποστήριξη και τη διεύρυνση της συνεργασίας μεταξύ των μελών του.

Ήταν μια πρωτοβουλία μιας μικρής ομάδας σκηνοθετών που αποδείχτηκε τελικά ότι δεν ήταν μια τυχαία παρόρμηση αλλά «ώριμο τέκνο της ανάγκης». Γι αυτό αγκαλιάστηκε από το μεγαλύτερο μέρος των δημιουργών και, όπως ήταν φυσιολογικό, σε σύντομο διάστημα, απόχτησε εχθρούς! Τι πιο υγιές; Σε μια εποχή που υμνείται ο ατομικισμός λογικό είναι να υπάρχει απέχθεια στις συλλογικότητες, έστω και τις πιο μικρές.

Της δημιουργίας του Δικτύου προηγήθηκαν αλλεπάλληλες συναντήσεις και εξαντλητικές συζητήσεις για το μέλλον του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα που επικεντρώθηκαν σε δυο βασικές και αντιφατικές διαπιστώσεις.

Το ντοκιμαντέρ, με την ιδιαίτερη κοινωνική του βαρύτητα που έχει σαν ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, βρίσκει τα τελευταία χρόνια ανταπόκριση σε ένα αυξανόμενο κοινό. Τα θέματά τους δημιουργούν προβληματισμό, προκαλούν συζητήσεις. Ταινίες ντοκιμαντέρ, αποκλεισμένες μέχρι πριν λίγο από την ιδιωτική διανομή, βγήκαν στις αίθουσες και στάθηκαν ισάξια απέναντι σε πολυδάπανες παραγωγές με μεγάλα αστέρια στο κάστ τους.
Σε αντίστροφη πορεία, η παραγωγή ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα φθίνει. Το παράδοξο είναι ότι χάρις στην ψηφιακή τεχνολογία έχουμε αύξηση τίτλων αλλά ταυτόχρονα επαγγελματική συρρίκνωση. Η δημόσια τηλεόραση, κύριος φορέας προβολής ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα (δεν μιλάμε για την ιδιωτική που το απεχθάνεται), έχει μειώσει δραστικά τις αναθέσεις συνθλίβοντας μικρές εταιρίες παραγωγής, φέρνοντας σε απόγνωση σκηνοθέτες. Κανένα εναλλακτικό δίκτυο διανομής δεν έχει εμφανιστεί.
Στις οχλήσεις των ελλήνων δημιουργών προς τους υπεύθυνους της δημόσιας τηλεόρασης για την αλλαγή του προγραμματισμού προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει καμία μείωση στις ώρες προβολής ντοκιμαντέρ. Και προς απόδειξη, ακολουθούσε η απαρίθμηση μιας σειράς δημοσιογραφικών εκπομπών με ντοκιμαντερίστικη μορφή που στο εξωτερικό ονομάζονται «μεγάλα ρεπορτάζ» ή μαγκαζίνα.

Δεν επρόκειτο για παρανόηση. Σηματοδοτούσε τη στροφή της δημόσιας τηλεόρασης προς ένα είδος «βιομηχανοποιημένου ντοκιμαντέρ», αντίστοιχο με αυτό που γίνεται σε πολλά ξένα τηλεοπτικά δίκτυα. Σε αυτά, η παραγωγή δεν προσδιορίζεται από καλλιτεχνικά κριτήρια αλλά οροθετείται από μια σειρά περιορισμούς:
περιορισμός στο χρόνο παραγωγής (ελάχιστες μέρες γυρισμάτων και μοντάζ)
περιορισμός στο συνεργείο (τις περισσότερες φορές δυο άτομα, ένας δημοσιογράφος και ένας κάμεραμάν) συρρίκνωση του κόστους
Με αυτόν τον τρόπο παραγωγής καταργούνται όλα τα κινηματογραφικά στάνταρ και κυρίως ελαχιστοποιείται μέχρι τελικής εξαφάνισης ο διακριτός και ουσιαστικός ρόλος των μελών ενός συνεργείου και κυρίως του σκηνοθέτη. Κι εκεί που υπάρχει σκηνοθέτης, οι φρενήρεις ρυθμοί που απαιτούνται για να καλυφθούν οι χρόνοι παράδοσης, εξαφανίζουν την δυνατότητα δημιουργικής έκφρασης. Οι δυνατότητες ανάπτυξης ενός θέματος μέσα από αρχειακή έρευνα, ιστορική τεκμηρίωση κλπ. αποκλείονται εντελώς. Έτσι παράγεται ένα προϊόν μιας χρήσης. Αν κάποια ξεφεύγουν από αυτήν την κατηγορία δεν είναι παρά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Από αυτές τις διαπιστώσεις αναδείχτηκαν ερωτήματα που φαίνονταν απαντημένα αλλά τελικά χρειάζονταν μια νέα διατύπωση.

Τι είναι ντοκιμαντέρ;
Που συναντά το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και που χωρίζουν οι δρόμοι τους;
Ποιος είναι ο ρόλος του δημιουργού στο ντοκιμαντέρ;
Είναι γεγονός ότι από τη φύση του, αυτό το κινηματογραφικό είδος, έδινε πάντα τροφή για μεγάλες θεωρητικές συζητήσεις, κυρίως σε σχέση με τις ταινίες μυθοπλασίας. Ίσως γιατί, όπως λέει ο Ροβήρος Μανθούλης στο ντοκιμαντέρ του «Ο κινηματογράφος του πραγματικού» (1981) «στο σινεμά η πραγματικότητα δεν είναι εντελώς πραγματική και η αλήθεια δεν είναι εντελώς αληθινή.»

Ο ερχομός της τηλεόρασης, μεταπολεμικά, έβαλε το ζήτημα σε διαφορετική και πιο «χυδαία» βάση. Τα τηλεοπτικά δίκτυα άρχισαν την μαζική παραγωγή προγραμμάτων που είτε κάλυπταν θέματα της επικαιρότητας είτε του παρελθόντος και που ιδιοποιούταν τη μορφή και τις τεχνικές του ντοκιμαντέρ.

Η γαλλική τηλεόραση, από τη δεκαετία του 70, προκειμένου να διαχωρίσει το κλασσικό ντοκιμαντέρ από το νέο προϊόν, δημιούργησε τον όρο «δημιουργικό ντοκιμαντέρ». Μέχρι τότε υπήρχε μόνο ο όρος ντοκιμαντέρ που κάλυπτε όλες τις ταινίες που δεν ήταν μυθοπλασία. Αυτή ήταν και η πρώτη απόπειρα εναπροσδιορισμού του όρου την εποχή της τηλεόρασης.

Ένα ακόμη βήμα θεσμοθέτησης του όρου ήρθε με το Κέντρο Κινηματογράφου της Γαλλίας, που στηριγμένο σε νόμο του 1995, ενισχύει οικονομικά προτάσεις που ανήκουν μόνο στην κατηγορία του «δημιουργικού ντοκιμαντέρ». Αυτός ο όρος πλέον είναι διεθνώς αποδεκτός και το διαπιστώνει κανείς αν αποτολμήσει μια μικρή περιήγηση στον διεθνή χώρο του ντοκιμαντέρ, ιδρύματα, ενώσεις και κυρίως τα Φεστιβάλ.

Πέρα και πάνω όμως από την τυπική πλευρά του ζητήματος υπάρχει η ουσιαστική. Κι αυτή αφορά τον ξεχωριστό ρόλο που παίζει το δημιουργικό ντοκιμαντέρ στη σύγχρονη κοινωνία.

Στην εποχή μας, όπου τα μέσα μαζικής επικοινωνίας διαμορφώνουν όλο και περισσότερο την κοινωνική συνείδηση, το ντοκιμαντέρ του δημιουργού έρχεται να προτείνει μιαν εναλλακτική κριτική-πολιτική θεώρηση του κόσμου. Στην τυποποιημένη και στις περισσότερες περιπτώσεις χυδαία εικόνα που ξεχειλίζει από τους τηλεοπτικούς δέκτες, το ντοκιμαντέρ έρχεται να προτείνει μια διαφορετική αισθητική.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται η βαρύτητα κι η μεγάλη του αξία. O σαφής και αναγκαίος κοινωνικός του ρόλος. Η παρεμβατική και μαχητική του υπόσταση.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών τη μεγάλη διαφορά έκαναν τα ντοκιμαντέρ: η ταινία του Μάικλ Μούρ «Sicko» για το υγειονομικό σύστημα στις ΗΠΑ αλλά και η ταινία «11th Hour» παραγωγής του μεγάλου αστέρα του Χόλιγουντ Λεονάρντο ντι Κάπριο, ένα ντοκιμαντέρ για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Ακόμη και ο Μάρτιν Σκορτσέζε, όπως δήλωσε στις Κάνες, δουλεύει τώρα πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ για τους Rolling Stones.

Στην Ελλάδα, όπου οι στρεβλώσεις του πραγματικού είναι ο κανόνας και η επιστημονική ορολογία απονευρώνεται συχνά και γίνεται εύπλαστη μάζα στα χέρια δημοκόπων και αγυρτών, άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος του δημιουργικού ντοκιμαντέρ αλλά με εντελώς διαφορετικό νόημα. Κυρίως παρουσιάστηκε σαν ένα ακόμα (ισότιμο) είδος ντοκιμαντέρ πλάι στο ιστορικό, το πολιτικό, το εκπαιδευτικό, το περιγραφικό (άλλος νεολογισμός κι αυτό), το τουριστικό, το δημοσιογραφικό, το ιατρικό και πάει λέγοντας.

Στην καλύτερη, και την πιο αθώα περίπτωση, ήταν προϊόν άγνοιας. Στην πραγματικότητα όμως, με αυτό το παιχνίδι των λέξεων ισοπεδωνόταν ο ρόλος του δημιουργού – σκηνοθέτη που δεν έχει να κάνει με τις διαφορετικές φόρμες του είδους αλλά είναι πάνω και ξέχωρα από αυτές. Αφορά την διαλεκτική σχέση της μορφής με το περιεχόμενο. Πιο συγκεκριμένα έχει να κάνει με την προσωπική κατάθεση, τη διεισδυτική ματιά, την τόλμη, την αναζήτηση, την πρωτοτυπία στην έκφραση, την ξεχωριστή καλλιτεχνική πρόταση. Αυτό είναι το ντοκιμαντέρ του δημιουργού.

Όρος ισότιμος με τον κινηματογράφο του δημιουργού, που είναι αναγνωρισμένος σε όλον τον κόσμο ως η καρδιά της κινηματογραφικής τέχνης.

ΣΥΓΧΙΣΗ

Αλλά πως να ζητάς σαφή προσδιορισμό του ντοκιμαντέρ του δημιουργού τη στιγμή που υπάρχει σύγχυση γύρω από τον όρο «ντοκιμαντέρ»; Τα τελευταία χρόνια, σε μια προσπάθεια εξελληνισμού, υποτίθεται, του όρου, καθιερώθηκε o χαρακτηρισμός των ταινιών ντοκιμαντέρ ως «ταινιών τεκμηρίωσης». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται πια σε νόμους και τα έγγραφα του Υπουργείου Πολιτισμού αλλά και κάθε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τον ίδιο χρησιμοποιούν και τα εγχώρια φεστιβάλ μόνο που... κανένα δεν ονομάζεται Φεστιβάλ Ταινιών Τεκμηρίωσης!

Στην πραγματικότητα η προσπάθεια εξελληνισμού του όρου δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να εντείνει τη σύγχυση, πολύ περισσότερο απ'ότι έκαναν κάποιοι αγγλοσάξονες προτείνοντας τον όρο «non fiction» μιας και ο γαλλικής προέλευσης (από τη δεκαετία του ΄20) όρος δεν φαινόταν να τους ικανοποιεί. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που δόθηκε σε διαδικτυακό φόρουμ μεταφραστών όταν από κάποιον ζητήθηκε η ακριβής μετάφραση της λέξης documentary: ντοκιμαντέρ = ταινία ενημερωτικού περιεχομένου (έχω ακούσει και το ταινία τεκμηρίωσης)!

Μια ταινία ντοκιμαντέρ δεν είναι τίποτα από αυτά γιατί απλά το ντοκιμαντέρ είναι ένας διεθνής καλλιτεχνικός όρος σαφώς οροθετημένος. Γιατί πρέπει να μεταφράσεις κάτι που έχει ήδη ένα ιστορικό περιεχόμενο διαμορφωμένο μέσα από κινήματα, ρεύματα και αμέτρητες θεωρητικές συζητήσεις; Ποιος τολμά να μεταφράσει τους όρους εξπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμός και πολλούς άλλους;

Μήπως τελικά αυτή η προσπάθεια δεν ήταν μια νεοελληνική γλωσσολογική επιπολαιότητα; Μήπως το «τεκμήριο», αυτός ο γνωστού-αγνώστου περιεχομένου όρος (κατά τους «γνωστούς- άγνωστους» της αστυνομικής ορολογίας) δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι όπου η ασάφεια του περιεχομένου μπορούσε να εξυπηρετεί άλλες πολιτικές;

Εκεί που θα περίμενε κανείς, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ως βασικός φορέας άσκησης πολιτικής στο χώρο του κινηματογράφου, να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να προστατεύσει το δημιουργικό ντοκιμαντέρ, όπως οφείλει να κάνει με τον κινηματογράφο του δημιουργού, μάλλον το έκανε πιο θολό. Καθιέρωσε το πρόγραμμα «τεκμήριο» με ισότιμο εταίρο (χρηματοδότη και κριτή) την κρατική τηλεόραση. Δεν έχει δικό του αυτόνομο πρόγραμμα. Φαίνεται ότι η απόλυτη κυριαρχία της τηλεόρασης στο χώρο του οπτικοακουστικού θεάματος, επηρέασε και διαμόρφωσε και την πολιτική του ΕΚΚ για το ντοκιμαντέρ.

Ως μοναδικά σκεπτικό για το ντοκιμαντέρ στα έγγραφα του ΕΚΚ βρίσκουμε το παρακάτω:
Το πρόγραμμα ΤΕΚΜΗΡΙΟ αντιμετωπίζει το ντοκιμαντέρ ως αυτοτελές οπτικοακουστικό έργο, το οποίο κυρίως και κατ' αρχήν απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό μέσω της τηλεόρασης, αλλά ενίοτε μπορεί να προσελκύσει κοινό στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μπορεί να κατατίθενται σ' αυτό το πρόγραμμα προτάσεις έργων ντοκιμαντέρ μεσαίου μήκους, διάρκειας 45-50 λεπτών, αλλά και μεγάλου μήκους διάρκειας 80-90 λεπτών.

Ασαφής ως το περιεχόμενο του «οπτικοακουστικού έργου» η φράση, σαφέστατη ως προς τον αποδέκτη του. Προκειμένου να τονίσει τον καθαρό τηλεοπτικό προσανατολισμό των χρηματοδοτούμενων έργων το ΕΚΚ βάζει αυστηρό όρο στην διάρκεια του παραγόμενου έργου με την αυταρχικού ύφους πρόταση: «Απόκλιση από την οριζόμενη διάρκεια του έργου δεν επιτρέπεται».

Σήμερα, προκειμένου να εγκριθεί μια πρόταση πρέπει να έχει τη σύμφωνο γνώμη δυο επιτροπών, μια του Κέντρου και μια της ΕΡΤ. Λες και πρόκειται για υπόδικο που χρειάζεται τη σύμφωνο γνώμη εισαγγελέα και ανακριτή για να προφυλακιστεί!

Και μπορεί ο παραλληλισμός να φαίνεται αδόκιμος, στην πραγματικότητα όμως μέσα από αυτή τη διαδικασία το ντοκιμαντέρ «φυλακίζεται» ακόμα περισσότερο στην τηλεοπτική λογική. Διότι τελικά οι «κριτές» της ΕΡΤ, όσο καλοπροαίρετοι και με κινηματογραφική παιδεία κι αν είναι, δεν μπορούν παρά να σκεφτούν με βάση τηλεοπτικά κριτήρια: τι «περνάει» ή «δεν περνάει» στην τηλεόραση, αν ενδιαφέρει ή όχι το πλατύ κοινό – τηλεθέαση το λένε στη γλώσσα τους.

Στο κριτήριο ενός τηλεοπτικού κριτή υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες: ο πληροφοριακός χαρακτήρας της τηλεόρασης και η επικαιρότητα του θέματος. Αυτό μπορεί να οδηγεί στον αποκλεισμό προτάσεων που δεν έχουν άμεση σχέση με αυτά τα δυο. Επιπλέον ο κριτής είναι υποχρεωμένος να εγκρίνει θέματα που έχουν μια αισθητική-σκηνοθετική προσέγγιση, προσαρμοσμένη στο μέσο του.

Ο σκηνοθέτης Jean Marc La Rocca, της Ένωσης σκηνοθετών ντοκιμαντέρ της Γαλλίας (ADDOC), σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Monde, αναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημιουργοί ντοκιμαντέρ με τα κανάλια στη χώρα του είπε χαρακτηριστικά:
«Οι λόγοι απόρριψης προτάσεων είναι πολλοί (...) μερικές φορές είναι το θέμα, η σκηνοθετική προσέγγιση που δεν τους ταιριάζει, η μορφή, το στυλ, ο τρόπος αφήγησης, το μήκος των πλάνων, οι σιωπές... Όλα αυτά ενοχλούν γιατί πιστεύουν ότι ένα σιωπηλό πλάνο 30 δευτερολέπτων, για παράδειγμα, μπορεί να κάνει τον τηλεθεατή να γυρίσει σε άλλο κανάλι.»

Ουσιαστικά μέσα από μηχανισμούς αυτού του είδους, επιβάλλεται μια αισθητική αντίληψη ξένη και προς την τέχνη του κινηματογράφου και του ντοκιμαντέρ.

6Αλλά φαίνεται δεν αρκούσε αυτό το τηλεοπτικό «καλούπι» στο ντοκιμαντέρ. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εδώ και εννέα χρόνια, σε συνεργασία με την ΕΡΤ δημιούργησε το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ – Εικόνες του 21ου Αιώνα. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν να αναπτύξει το ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα αλλά τελικά, μεταβλήθηκε ένα νέο βήμα σε αυτήν την επίθεση ενάντια στο ντοκιμαντέρ του δημιουργού.

Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά γι αυτό το Φεστιβάλ που πλέον αναδεικνύεται σαν φορέας όχι προβολής του νέου στο χώρο του ντοκιμαντέρ – όπως κάνουν σχεδόν όλα τα Φεστιβάλ στον κόσμο – αλλά μηχανισμός προώθησης των τηλεοπτικών προϊόντων. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα παρά μόνο την κριτική αποτίμηση του τελευταίου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ από ένα εξειδικευμένο τηλεοπτικό περιοδικό:
«...όσο και αν φάνταζε μακρινό στις προηγούμενες διοργανώσεις η φετινή ήταν η αποθέωση για τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, αφού δεν ήταν λίγα αυτά που συμπεριλήφθηκαν στα συνολικά 108 που προβλήθηκαν» («7 μέρες TV», 7 Απριλίου 2007).

Ο δημιουργός ντοκιμαντέρ οφείλει να υποταχτεί στον Big brother;

ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ;

Το Δίκτυο Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, θέτοντας με έμφαση το ζήτημα του καθοριστικού ρόλου του δημιουργού στην κατασκευή ντοκιμαντέρ του, εισέπραξε από μερικούς «νεωτεριστές» την απάντηση ότι είναι εκτός εποχής αφού τα πράγματα έχουν αλλάξει.7 Για τους επικριτές μας, δημιουργός ντοκιμαντέρ σήμερα μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε που έχει μια ψηφιακή κάμερα και λίγη φαντασία. Κι αυτό φαντάζει πολύ δημοκρατικό αφού πλέον όλοι σχεδόν έχουν τη δυνατότητα να γίνουν δημιουργοί «καλλιτεχνικού» προϊόντος. Ότι δηλαδή οραματίζονταν οι μαρξιστές να γίνεται σε μια σοσιαλιστική κοινωνία!

Κατά συνέπεια, αφού οι όροι του παιχνιδιού έχουν απλουστευτεί τόσο, πετώντας κυριολεκτικά στις χωματερές κάθε υποχρέωση καλλιτεχνικής παιδείας, γιατί λοιπόν και τα τηλεοπτικά κανάλια να μην νομιμοποιούνται βαφτίζοντας ντοκιμαντέρ οτιδήποτε δεν είναι σήριαλ, κινηματογραφική ταινία ή παιχνίδι;

Σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά στον τρόπο παραγωγής. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει ανοίξει νέους δρόμους, και πολλοί καταξιωμένοι δημιουργοί στον χώρο του κινηματογράφου την έχουν αγκαλιάσει. Αλλά το ερώτημα είναι αν αυτή η αλλαγή οδηγεί νομοτελειακά προς το προοδευτικότερο. Αν πράγματι έχουμε μια κοινωνικοποίηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ποιο τελικά είναι το περιεχόμενο πίσω από τη σύγχρονη μορφή;

Πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα νομοτελειακά προοδευτικό και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που το παιχνίδι παίζεται με τους κανόνες του εμπορίου και του κέρδους. Τους κανόνες των μέσων μαζικής επικοινωνίας, των φορέων της διαπλοκής και της απαξίωσης κάθε κοινωνικής αξίας. Κανόνες ξένους προς την καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ

Μια μικρή περιήγηση στον χώρο του ντοκιμαντέρ διεθνώς μας αποκάλυψε ότι όσα αντιμετωπίζαμε δεν ήταν ένα ελληνικό φαινόμενο. Κι εμείς δε ήμασταν Δον Κιχώτες ενός παρωχημένου τρόπου παραγωγής, νοσταλγοί μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Στον Καναδά, ήδη από το 2000, οι ενώσεις σκηνοθετών και παραγωγών αντιμετωπίζοντας την ίδια πρόκληση, που την αξιολόγησαν σαν άμεση απειλή στην επαγγελματική και καλλιτεχνική τους υπόσταση, αποφάσισαν να δράσουν. Έτσι πήραν την πρωτοβουλία, το 2002, για την ίδρυση ενός οργάνου για την υπεράσπιση του ντοκιμαντέρ. Το ονόμασαν Παρατηρητήριο Ντοκιμαντέρ (OBSERVATOIRE DU DOCUMENTAIRE).

Έχει αξία το σκεπτικό της ίδρυση του Παρατηρητήριου:
Τη στιγμή που το ντοκιμαντέρ περνάει από μια μορφή παραγωγής, σχεδόν βιοτεχνική, σε ένα σύστημα μαζικής παραγωγής, σχεδόν βιομηχανικό, η ύπαρξη του ντοκιμαντέρ του δημιουργού βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτή η σημαντική αλλαγή προκαλεί μεγάλη ανησυχία όσον αφορά τη διατήρηση της ελευθερίας της έκφρασης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Οι αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, όπως επισημαίνουν, έχουν πολλές αρνητικές επιπτώσεις που συμπυκνώνονται σε «πτώση της ποιότητας, μείωση του αριθμού και του πλουραλισμού των έργων, αστάθεια των δομών παραγωγής, σημαντικό περιορισμό της ελευθερίας, της αυτονομίας, του χρόνου σκέψης και δημιουργίας του κινηματογραφιστή. Όλα αυτά βάζουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του ντοκιμαντέρ του δημιουργού».

Στην αποδώ μεριά του Ατλαντικού, στη Γαλλία τώρα, ενώσεις σκηνοθετών και παραγωγών ντοκιμαντέρ, μετά τη διαπίστωση μιας σημαντικής αλλαγής στη συμπεριφορά της κρατικής τηλεόρασης απέναντι στο ντοκιμαντέρ, το Φλεβάρη του 2007 ανακοινώνουν την ίδρυση ενός Δικτύου, με στόχο την υπεράσπιση του ντοκιμαντέρ του δημιουργού.

"Ποτέ μέχρι τώρα, λένε σε μια ανοιχτή επιστολή τους, δεν υπήρξαν στα κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης τόσα προγράμματα που ονομάζονται "ντοκιμαντέρ" - εξασφαλίζοντας έτσι ειδική χρηματοδότηση - ενώ τις περισσότερες φορές είναι ψυχαγωγικές ή δημοσιογραφικές εκπομπές".

Επισημαίνουν ακόμα ότι υπάρχει η τάση κάθε ρεπορτάζ- ανεξαρτήτου ποιότητας- να ονομάζεται ντοκιμαντέρ. Κι ακόμα χειρότερα, διαπιστώνουν ότι στους κόλπους του Ανώτατου Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (CSA) υπάρχει η πρόθεση ορισμένων να επεκτείνουν σταδιακά την έννοια του έργου, πάνω στην οποία στηρίζει την ύπαρξή του το ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, στα μαγκαζίνα με ρεπορτάζ και τα τηλεπαιχνίδια!
Αφού τονίζουν ότι το ντοκιμαντέρ του δημιουργού είναι συνώνυμο της πολυφωνίας, της ελευθερίας της έκφρασης διαπιστώνουν ότι πιθανή εξαφάνισή του οδηγεί σε άλλους, επικίνδυνους για το σύνολο της κοινωνίας, δρόμους. Γι αυτό τελειώνουν το μανιφέστο τους με τη φράση "Χωρίς την ελευθερία της δημιουργίας δεν υπάρχει δημοκρατία ".

Ας περάσουμε τώρα στα Φεστιβάλ. Τα περισσότερα από τα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ διεθνώς έχουν ως βασική επιλογή για το διαγωνιστικό τους πρόγραμμα το ντοκιμαντέρ του δημιουργού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το FIPA (Διεθνές Φεστιβάλ Οπτικοακουστικών προγραμμάτων) που γίνεται στο Μπιαρίτζ της Γαλλίας, και θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ τηλεοπτικών προγραμμάτων, έχει δυο διακριτές κατηγορίες στο χώρο των non fiction ταινιών: τα μεγάλα ρεπορτάζ και τα δημιουργικά ντοκιμαντέρ.

Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του ?μστερνταμ (IDFA) αναγνωρίζεται ως το μεγαλύτερο του κόσμου. Στο σκεπτικό επιλογής των ταινιών του υπάρχει η κατηγορηματική δήλωση:
Το ΙDFA είναι πάντα στραμμένο στα δημιουργικά ντοκιμαντέρ. Αυτό σημαίνει ότι το IDFA επιλέγει ταινίες που έχουν σχεδιαστεί προσεκτικά και που εκφράζουν το προσωπικό όραμα του δημιουργού.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο αναμορφωμένο, τους τελευταίους μήνες, σκεπτικό επιλογής των ταινιών, υπάρχει συγκεκριμένη προσθήκη που αφορά τη διάκριση του ντοκιμαντέρ από το τηλεοπτικό ρεπορτάζ:
Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ είναι μια μορφή τέχνης. Ο δημιουργός του είναι επομένως καλλιτέχνης - όχι δημοσιογράφος. Εκεί που οι δημοσιογράφοι προσπαθούν με τα ρεπορτάζ τους να παρουσιάσουν την πραγματικότητα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά, ο καλλιτέχνης ακολουθεί τη δική του ιδέα. Οι νόμοι της δημοσιογραφίας επομένως δεν ισχύουν για το δημιουργικό ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ έχει τα δικά του ποιοτικά κριτήρια. Όπως το ρεπορτάζ, έτσι και τα ντοκιμαντέρ προσεγγίζουν με διορατικότητα τον κόσμο γύρω μας αλλά χαρακτηρίζονται πρώτιστα από τις καλλιτεχνικές τους ιδιότητες: καινοτομία, πρωτοτυπία, επαγγελματική αρτιότητα, εκφραστικότητα και πολιτιστικό/ιστορικό υπόβαθρο.

Ποιος μπορεί να κατατάξει το IDFA και τους συντελεστές του στην κατηγορία των οπισθοδρομικών;

Απ όλα τα παραπάνω γίνεται καθαρό ότι έχουμε μπροστά μας έναν διεθνή αγώνα για την υπεράσπιση του ντοκιμαντέρ του δημιουργού. Κι η υπεράσπισή του δεν είναι συντεχνιακό ζήτημα αλλά κοινωνικό διακύβευμα.

Το συμπέρασμα είναι απλό: χρειάζεται επαναπροσδιορισμός των όρων και κατά συνέπεια, επαναπροδιορισμός της πολιτικής υποστήριξης του ντοκιμαντέρ του δημιουργού.

ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
nitheo@otenet.gr , users.otenet.gr/~nitheo

ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ www.docnet.gr





Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=927