Ο Δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος: Αρχές της Βιωσίμου Αναπτύξεως (3ο μέρος)
Ημερομηνία Sunday, February 11 @ 15:29:23 UTC
Θέμα Νησιά


του Μιχαήλ Δεκλερή

3ο μέρος



         Ογδόη Αρχή της Χωρονομίας

         «Χωρονομία», δηλ. η λειτουργική διαίρεση και κατανομή του χώρου, αναλόγως των χρησιμοτήτων του είναι όρος ισοδύναμος προς την «χωροταξία» που εκφράζει, επίσης, γενικώτερα, την ιδέα της τάξεως στον χώρο. Πρόκειται, βέβαια πάντοτε για την τάξη των ανθρωπογενών συστη­μάτων, τον συντονισμό και την προσαρμογή των σε δεδομένο χώρο. Ο άνθρωπος, αναπτύσσοντας πολλαπλές δραστηριότητες, παραγωγικές και μη, τις κατανέμει και τις οριοθετεί στο χώρο σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του, ώστε να είναι βιώσιμες και να μην αλληλοσυγκρούονται: αλλού καλ­λιεργεί, αλλού κτίζει, αλλού διατηρεί το δάσος κ.ο.κ. Η αυτονόητη αυτή τάξις γίνεται δύσκολη στον βιομηχανικό πολιτισμό, όπου πολλαπλασιάζο­νται οι ανταγωνιστικές χρήσεις της γης και αυξάνεται η ένταση της εκμε­ταλλεύσεως των φυσικών πόρων, ενώ μεγάλες μάζες ανθρώπων συγκε­ντρώνονται στον χώρο και οι οικισμοί απλώνονται παντού. Η ανάγκη γίνε­ται προδήλως μεγαλύτερη, κανείς δεν την αρνείται, αλλά το ερώτημα είναι ποιός θα θέσει την αναγκαία αυτή τάξη. Η παρούσα γενικευμένη κατα­στροφή και κρίση του περιβάλλοντος είναι το αποτέλεσμα της ανόητης προσδοκίας, ότι η τάξη αυτή μπορούσε να προκύψη αυτομάτως από το «αόρατο χέρι» της αγοράς. Αλλά το «αόρατο χέρι» ενδιαφέρεται, μόνο για τα οικονομικά αγαθά, ενώ το περιβάλλον ήταν ανέκαθεν εκτός του βασι­λείου των αγαθών αυτών, ώστε ήταν εντελώς φυσικό να δέχεται μόνο το ολέθριο κόστος μιάς οικονομικής τάξεως οικοδομουμένης με εγωϊστικά κριτήρια στο κενό! Έτσι, σήμερα κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η «χωροταξία» πρέπει να είναι ορθολογική απόφαση, αλλά η όψιμη ή μάλλον in extremis αναγνώριση της ανάγκης της ενθυμίζει τον άσωτο εκείνο κληρονόμο που πειθαναγκάζεται να βάλη κάποια τάξη στα οικονομικά του, αφού πλέον έχει κατασπαταλήσει την πατρική κληρονομία.

         Πού οφείλεται η άφρων αυτή υποτίμηση της χωρονομίας; Κατά μίαν άποψη είναι το θύμα του ανταγωνισμού της «ελεύθερης αγοράς» με τον «σοσιαλισμό», αφού, κακοβούλως ή ανοήτως, συγχέεται με τον αποτυχόντα «σοσιαλιστικό» προγραμματισμό της οικονομίας. Αλλά ο προγραμματισμός εκείνος υπήρξεν εξ ίσου ολέθριος με το «αόρατο χέρι», αφού ενδιαφέρθηκε μόνο για τα «οικονομικά αγαθά» και ερήμωσε το περιβάλλον των χωρών που τον υπέστησαν. Η σύγχρονη, όμως, χωρονομία είναι άλλου είδους σχεδιασμός που εδράζεται στις αντικειμενικές δυνατότητες του περιβάλλο­ντος, δηλαδή στην φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων. Όπως ανε­φέρθη, η ικανότης αυτή είναι πεπερασμένη και μπορεί και πρέπει να υπο­λογισθή και μετρηθή από την επιστήμη. Για την αποδοτική, λοιπόν, χρήση των πεπερασμένων φυσικών πόρων, στην οποία στηρίζεται η βιωσιμότης της αναπτύξεως, επιβάλλεται ο συνολικός σχεδιασμός και προγραμματι­σμός, δηλ. η χωροταξία. Είναι δε ακριβώς επιστημονικός ο χωροταξικός σχεδιασμός όχι γιατί συνοδεύεται από κομψά και αυθαίρετα μαθηματικά πρότυπα (όπως τα αγοραία εκείνα που κατέστρεψαν το περιβάλλον), αλλά γιατί στηρίζεται στα πορίσματα των επιστημών της οικολογίας και των συ­στημάτων για τις πεπερασμένες αντοχές των οικοσυστημάτων. Η λογική του σχεδιασμού αυτού είναι προσιτή και στον κοινό νου. Κατ΄ αρχήν κά­ποια στοιχειώδης χωροταξία προκύπτει κατά ανάγκην εκ των πραγμάτων και από τις επί μέρους ρυθμίσεις του δικαίου του περιβάλλοντος που θε­σπίσθηκαν ως διορθώσεις των δεινών της αγοράς: η «κληρονομία» της αγρίας φύσεως (εξαιρετικώς ευαίσθητα οικοσυστήματα, υγρότοποι, βιότοποι, δρυμοί, περιοχές φυσικού κάλλους κ.λπ.) πρέπει να οριοθετηθεί, τα δάση πρέπει να οριοθετηθούν, οι χρήσεις γης ομοίως, οι ακτές πρέπει να οριοθε­τηθούν, οι οικισμοί ομοίως κ.ο.κ. Τι απομένει λοιπόν, πέραν αυτών ώστε να έχομε την επιθυμητή ολοκληρωμένη χωροταξία; Κατά πρώτο λόγο η κατα­νομή και ο συντονισμός των παραγωγικών και μη δραστηριοτήτων των ανθρωπογενών συστημάτων και κατά δεύτερο η ρύθμιση της εντάσεως της λειτουργίας των (κατά την χρήση των φυσικών πόρων) ώστε να μην επέρ­χεται μείωση του φυσικού κεφαλαίου, απαγορευομένη από την αρχή της βιωσιμότητος. Με την έννοια αυτή η χωρονομία είναι λογική επιταγή της αρχής της βιωσιμότητος. Και είναι δια τούτο η κύρια έκφραση της δημο­σίας οικολογικής τάξεως, υπό την έννοια ότι αποτελεί το γενικώς υποχρε­ω­τικό πλαίσιο, εντός του οποίου είναι επιτρεπτή η ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η χάραξη του πλαισίου, γινομένη κατά τις επιταγές της επιστήμης των δυναμικών συστημάτων, είναι ευθύνη του κράτους, διότι αποβλέπει στο γενικό συμφέρον ως θεμελιώδης εγγύηση της φερούσης ικανότητος του ελληνικού περιβάλλοντος. Ως τοιαύτη δεν δύναται ούτε να εκχωρηθή ούτε να διεκπεραιωθή με άλλον τρόπον πλήν τον επιβαλλομέ­νον υπό της επιστήμης. Αυτό σημαίνει ότι είναι μεν νοητά τοπικά ή περιφερειακά χωροταξικά σχέδια αλλά μόνον εν αρμονία προς το εθνικό χω­ροταξικό σχέδιο και όχι ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ή συμφωνιών μεταξύ ενδιαφερομένων. Το εθνικό χωροταξικό σχέδιο είναι υποχρεωτικό, αδιαπραγμάτευτο και αναντικατάστατο. Δεν είναι απλώς εσφαλμένη, αλλά αυτόχρημα επικίνδυνη η ιδέα να αντικατασταθή ή καταστή περιττό με την επέκταση των μεθόδων της αγοράς στο περιβάλλον. Εξηγήσαμε ανωτέρω (Αρχή 2) γιατί η αποτίμηση των «υπηρεσιών» του περιβάλλοντος ούτε ανα­γκαία είναι ούτε δυνατή. Κατά συνέπεια «αυθόρμητη» ή αυτόματη χωροτα­ξία δεν είναι δυνατόν να προκύψη αν το περιβάλλον γίνει οικονομικό αγαθό με εικονικές τιμές των υπηρεσιών του. Όπου αυτή προτείνεται, πρό­κειται πράγματι περί της de facto κυριαρχίας ισχυρών συμφερόντων εις βάρος του περιβάλλοντος. Η χωροταξία είναι η θεμελιώδης σχεδίαση της οικολογικής τάξεως, δηλ. η σπουδαιότερη γενική απόφαση της δημοσίας πολιτικής που συναρμόζει τα ανθρωπογενή συστήματα με τα οικοσυστή­ματα. Είναι πράξη δημοσίας εξουσίας που καθιστά δίκαιο τις υποδείξεις της επιστήμης και ως τοιούτη είναι όχι απλώς extra commercium αλλά supra commercium. Η αγορά αρχίζει εκεί που τελειώνει η χωροταξία.

         Μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η χωροταξία έχει αποκτήσει και εξωτερικό προσανατολισμό, οφείλει δηλ. να προσαρμόση τη διάταξη των ανθρωπογενών συστημάτων και την χρήση των οικοσυστημά­των της Χώρας προς τις υποχρεώσεις και ευκαιρίες από την ένταξη αυτή.

         Νομική βάση της χωροταξίας είναι το άρθρο 24 του Συντάγματος, η Αρχή (2) της Διακηρύξεως της Στοκχόλμης και το Κεφ. (10) της Αgenda ΄21.

         Το ελληνικό πρόβλημα εδώ είναι, όπως και στην ρήτρα προστασίας του περιβάλλοντος, η μη συμμόρφωση του νομοθέτου προς την συνταγματική επιταγή για την σύνταξη χωροταξικών σχεδίων. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από την θέση σε ισχύ του Συντάγματος 1975 και κανένα σχέδιο χωροταξίας, εθνικό ή περιφερειακό, δεν είδε το φως. Κανένα όμως δικα­στήριο, επίσης, πολλώ δε μάλλον το Σ.τ.Ε., δεν είναι διατεθειμένο να δε­χθή αποδυνάμωση της συνταγματικής διατάξεως περί της υποχρεωτικής χωροταξίας. Ως εκ τούτου είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο η νομολογία πειθαναγκάζει την Διοίκηση να συμμορφωθή προς την συνταγ­ματική υπόχρεωσή της. Κατ΄ αρχήν η νομολογία έδωσε στο κράτος εύλογη «προθεσμία χάριτος», όταν ανέχθηκε την κατάρτιση πολεοδομικών σχεδίων μέχρι της συντάξεως του χωροταξικού σχεδίου (Π.Ε. 304/1994). Αλλά μέχρι πότε; Βαθμηδόν η υπομονή του δικαστηρίου εξαντλήθηκε και ήδη το Ε΄ Τμήμα: α) δεν δέχεται πλέον τις ευκαιριακές, «σημειακές» (!) όπως χαρα­κτηρίζονται, χωροθετήσεις ανθρωπογενών συστημάτων (:οικισμών, ιχθυο­τροφείων, λατομείων κ.λ.π.), αλλά αξιώνει χωροταξικό σχεδιασμό σε επί­πεδο νομού. Τεχνικώς, αυτό επιτυγχάνεται με την απεικόνιση των χωροτα­ξικών δεδομένων και επιλογών της Διοικήσεως επί χάρτου υποβαλλομένου στο Σ.τ.Ε. (Π.Ε. 586/1992, Σ.Ε. 2844/1993, 2435/1993), β) ελέγχει αυστηρά τα «υποκατάστατα» του ελλείποντος χωροταξικού σχεδιασμού (ΖΟΕ, ΓΠΣ κ.λ.π. Π.Ε. ΖΟΕ. Σάμου), γ) προειδοποιεί ότι και τα υποκατάστατα έχουν ημερομηνία λήψεως, μεθ΄ ήν δεν θα γίνονται δεκτά. Έτσι, με την επιμονή του το Σ.τ.Ε. μπορεί να λεχθή ότι ανέστησε την χωροταξία στην χώρα μας αλλά και βοήθησε πρακτικώς για την κατάρτιση του βασικού νόμου για την χωροταξία.

 

         Ενάτη Αρχή της Πολιτιστικής Κληρονομίας
         Όπως ακριβώς η αρχή της φυσικής κληρονομίας σκοπόν έχει να δια­σώση και διαιωνίση τα πιο σπουδαία φυσικά οικοσυστήματα, ήτοι εκείνα με τα πολυτιμώτερα βιογενετικά αποθεματικά, έτσι και η αρχή της πολιτιστικής κληρονομίας σκοπεύει να διασώση τα πιο σπουδαία ανθρωπογενή συστή­ματα, ήτοι τα πολυτιμώτερα μνημεία, αρχιτεκτονικά σύνολα και τόπους. Στο επίπεδο του ανθρώπου η πολιτιστική εξέλιξη έχει μεγαλύτερη σημασία από την φυσική, αφού μέσω αυτής ο άνθρωπος επιτυγχάνει την προσαρμογή του στο φυσικό περιβάλλον. Η αρχή της διατηρήσεως της πολιτιστικής κληρονομίας αποβλέπει να εξασφαλίση την σταθερότητα και ιστορική συ­νέχεια του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και μέσω αυτής την πολιτιστική ταυτότητα των ανθρώπων που, άλλως, θα εκινδύνευε από την συνεχή αλ­λαγή. Έτσι, τόσον η αρχή της φυσικής κληρονομίας όσο και η αρχή της πολιτιστικής κληρονομίας είναι όροι της δυναμικής ευσταθείας (ισορροπίας) και αλληλεξαρτήσεως οικοσυστημάτων και ανθρωπογενών συστημάτων κατά την διηνεκή εξέλιξή των στο χρόνο. Δεν είναι λοιπόν, καθόλου τυ­χαίο ότι στο επίπεδο του Διεθνούς Δικαίου και οι δύο αρχές συνδέθηκαν και κατοχυρώθηκαν με ενιαίο νομικό κείμενο, δηλ. την Σύμβαση των Πα­ρισίων της 16-11-1972 για την προστασία της παγκοσμίου φυσικής και πολι­τιστικής κληρονομίας (κυρ. ν. 1126/ 1981).

         Η επίγνωση της σχέσεως των δύο αρχών είναι σχετικά πρόσφατη, ενώ το ενδιαφέρον του ανθρώπου για την διασφάλιση της μνήμης του ιστορι­κού παρελθόντος του έχει σαφώς αφυπνισθεί πολύ ενωρίτερα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Στην χώρα μας, που έχει πλουσιώτατη πολιτιστική κλη­ρονομία πολλών χιλιετηρίδων, ο Χάρτης των Αθηνών (1931) και ο ν. 5351/1932 για τα αρχαία μνημεία υπήρξαν η πρώτη νομική βάση της αρχής που έτυχε δημιουργικής επεξεργασίας και διευρύνσεως από την πλουσιώ­τατη επίσης νομολογία του Σ.τ.Ε. Στο Σύνταγμα του 1975 η αρχή κατοχυ­ρώθηκε με ειδική ρήτρα του άρθρου 24. Εν τω μεταξύ, όμως, είχε σημειω­θεί αξιόλογη εξέλιξη στο Διεθνές Δίκαιο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Έτσι, μετά την Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση των Παρισίων της 19-12-1954, έχομε τον Χάρτη της Βενετίας (1964), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομίας του Λονδίνου (1969), την Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομίας των Παρισίων (1972), τον Ευρωπαϊκό Χάρτη της Αρχιτεκτονι­κής Κληρονομίας του Στρασβούργου (1975) και την Διακήρυξη του ?μ­στερνταμ (1975). Η έντονη αυτή ζύμωση και επεξεργασία της αρχής σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο κατέληξε στην ολοκληρωμένη διατύ­πωσή της με την Σύμβαση της Γρανάδας (1986) για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομίας της Ευρώπης (κυρωτ. ν. 2039/1992). Παραλλήλως, όμως, στην χώρα μας η αρχή αναπτυσσόταν με τον νόμο 1469/1950 για τα νεώτερα (μετά το 1830) μνημεία τέχνης.

         Τι σημαίνει πρακτικώς και κυρίως η αρχή της πολιτιστικής κληρονομίας; α) Ότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας (μνημείων, αρχιτεκτονι­κών συνόλων, τόπων) δέον να είναι ολοκληρωμένη και μάλιστα να αποτελή σημαντικό στόχο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, β) ότι το νομικό καθεστώς προστασίας δέον να είναι αποτελεσματικό, ήτοι να ενσω­ματώνει τους καταλλήλους ελέγχους, ώστε τα προστατευτέα μνημεία κ.λπ. να μην αλλοιωθούν, ερειπωθούν ή κατεδαφιστούν, γ) ότι δέον να υπάρχη απογραφή της πολιτιστικής κληρονομίας, δ) ότι τα μνημεία κ.λπ. δέον να προστατευθούν από τον μείζονα κίνδυνο της ρυπάνσεως του περιβάλλοντος, ε) ότι υπάρχει υποχρέωση αποκαταστάσεως των διατηρητέων κτιρίων και αναστηλώσεως των προστατευτέων μνημείων, στ) ότι στον περιβάλλοντα χώρο των μνημείων και στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών συνόλων και τόπων δέον να διασφαλίζεται ποιότης περιβάλλοντος.

         Μεγίστη είναι η συμβολή της νομολογίας του Σ.τ.Ε. στην διατήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομίας: α) το Ε΄ Τμήμα ιεράρχησε τους σκοπούς του ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών και έκρινεν ότι ο βασικώτερος στόχος είναι η διατήρηση της ιστορικής φυσιογνωμίας των Αθηνών (Π.Ε. 37/1991), β) το ίδιο Τμήμα έκρινε ότι η προστασία των Δελφών, μνημείων παγκοσμίας πολιτιστικής αξίας, απαιτεί ποιότητα περιβάλλοντος χώρου και κατ΄ ακολουθίαν εκτεταμένη ακάλυπτη ζώνη γύρωθεν (Σ.Ε. 2182/1994), γ) για την προστασία της ιεράς νήσου Πάτμου το Τμήμα έκρινε ότι η διατή­ρηση ως μνημειακού συγκροτήματος ολοκλήρου της κωμοπόλεως έχει την έννοιαν ότι οικοδομήσιμα είναι μόνο οικόπεδα, επί των οποίων υφίστατο αποδεδειγμένως παλαιά οικοδομή (Σ.Ε. 1529/1993), δ) οι παραδοσιακοί οικισμοί ως προϊόντα λαϊκής αρχιτεκτονικής εθεώρηθησαν, επίσης, από το Τμήμα ως ουσιώδες μέρος της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομίας και η συνταγματική προστασία των εκρίθη ότι δεν περιορίζεται μόνο στην διατή­ρηση του χαρακτήρος των αλλά επεκτείνεται και στην περιμετρική ζώνη που είναι απαραίτητη για την διαφύλαξη και αναδιάταξη της φυσιογνωμίας των (Π.Ε. 703/1994: Οικισμοί Ρεθύμνου).

 

         Δεκάτη Αρχή του Βιωσίμου Αστικού Περιβάλλοντος
         Η ροπή που χαρακτηρίζει την εξέλιξη των οικισμών στην μεταβιομηχα­νική εποχή συνίσταται: α) στον πολλαπλασιασμό και την περαιτέρω μεγέ­θυνση των μεγαπόλεων, β) στην άναρχη εξάπλωση οικισμών και οικοδο­μών εις βάρος ευαισθήτων οικοσυστημάτων, όπως είναι τα δάση, οι ακτές, τα μικρά νησιά και τα βουνά. Από τις δύο αυτές τάσεις η δεύτερη είναι, ως ένα σημείο, συνάρτηση της πρώτης: όσο χειροτερεύει το οικιστικό περιβάλ­λον της διαρκώς μεγεθυνομένης μεγαπόλεως τόσο αυξάνει ο αριθμός των ανθρώπων που δραπετεύουν προσωρινά από αυτήν σε αναζήτηση καλού περιβάλλοντος. Αλλά ο πολλαπλασιασμός των οικισμών τροφοδοτείται και από τις επίσης διαρκώς επεκτεινομένες τουριστικές υπηρεσίες. Ενόσω οι άνθρωποι εθίζονται στην ακυβερνησία και στην αυξημένη εντροπία των κοινωνικών συστημάτων, οι μεγαπόλεις εκφεύγουν των κρατικών ελέγχων, το σύστημα υποδομής των (ασφάλεια, ενέργεια, επικοινωνίες κ.λπ.) καταρ­ρέει και οι όροι διαβιώσεως επιδεινούνται. Ενόσω δεν εγκαταλείπεται το παράλογο όραμα της κοινωνίας της αφθονίας, η απεγνωσμένη έξοδος από το εφιαλτικό περιβάλλον της μεγαπόλεως συντελείται με την εισβολή διαρ­κώς μεγαλυτέρων αριθμών οικιστών στα ευαίσθητα οικοσυστήματα και την καταστροφή των τελευταίων. Και οι δύο ολέθριες αυτές τάσεις είναι μέχρι στιγμής ανεξέλεγκτες: ελάχιστοι θέτουν το καίριο ζήτημα των ορίων ανα­πτύξεως των μεγαπόλεων (οι πλείστοι αρκούνται στην δυσοίωνη πρόβλεψη ότι στο εγγύς μέλλον το 60% του πληθυσμού - ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες - θα ζη σε μεγαπόλεις!) και πολύ ολίγοι συνειδητοποιούν τον κίν­δυνο από την ραγδαία συρρίκνωση των ευαισθήτων οικοσυστημάτων (οι πλείστοι έχουν ως δεδομένη την αύξηση των οικισμών και αρκούνται στην πρόβλεψη ότι στο εγγύς μέλλον το 60% του πληθυσμού θα ζη στις ακτές!) Εν τούτοις, οι μεν μεγαπόλεις έχουν προ πολλού παραβιάσει την φέρουσα ικανότητα αυτών των ιδίων και των οικοσυστημάτων που τις στηρίζουν, η δε γενίκευση της εισβολής του ανθρώπου στα ευαίσθητα οικοσυστήματα και η τεχνολογική υποστήριξή της έχει αρχίσει να προκαλή τις αναπόφευ­κτες εκτεταμένες καταστροφές (πυρκαγιές, πλημμύρες κ.λπ.)

         Οι οικισμοί είναι τα πιο πολύπλοκα ανθρωπογενή συστήματα. Στην με­ταβιομηχανική εποχή μεταβάλλουν χαρακτήρα και καθίστανται κυρίως τεράστιες καταναλωτικές αγορές και κέντρα παροχής υπηρεσιών (εν πολ­λοίς παρασιτικών). Αυτό εξηγεί επαρκώς την συνομωσία σιωπής στα προε­κτεθέντα βασικά προβλήματα. Εν τούτοις οι οικτρές συνθήκες ζωής στις μεγαπόλεις, όπου έχουν συγκεντρωθεί οι μεγάλες μάζες των ανθρώπων, δεν μπορούν να αποσιωπηθούν. Μοιραίως, λοιπόν, τίθεται το ζήτημα της βιωσιμότητός των, που διαδέχεται το προγενέστερο αίτημα για ποιότητα ζωής. Η διάσταση του περιβάλλοντος στην πολεοδομία είναι πρόσφατη, ενώ εκείνη της δημοσίας υγείας πολύ παλαιότερη. Σήμερα και οι δύο δια­στάσεις αυτές έχουν απορροφηθεί από την ευρύτερη αρχή του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος (sustainable urban living) με την οποία το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος προσπαθεί να ελέγξη τα σύγχρονα προβλήματα της πολεοδομίας.

         Η αρχή του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος σημαίνει ότι και η ζωή των ανθρώπων στους οικισμούς πρέπει να είναι βιώσιμη και οι οικισμοί πρέπει να είναι βιώσιμοι αλλά και τα οικοσυστήματα που τους στηρίζουν πρέπει να είναι επίσης βιώσιμα. Και τα τρία αυτά αλληλοσυνδέονται και αλληλεξαρτώνται. Πώς θα εξασφαλιστούν;

         Η γενική αρχή του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος αναλύεται σε επί μέρους πρακτικούς κανόνες, οι σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: α) Η ίδρυση και επέκταση οικισμών δεν επιτρέπεται να γίνεται εική και ως έτυχε, ούτε και να αφήνεται στην πρωτοβουλία των επιχειρήσεων εμπορίας της γης. Αντίθετα πρέπει να εντάσσεται στην σχεδίαση του οικι­στικού υποσυστήματος του αντιστοίχου χωροταξικού σχεδίου. Είναι ανάγκη να ελεγχθή η καταστροφική κερδοσκοπία γης και η άναρχη δόμηση. Η νομολογία του Ε΄ Τμήματος είναι πολύ αυστηρή στο ζήτημα αυτό που απο­τελεί εθνική πληγή: έτσι η ίδρυση οικισμών από ιδιωτικούς συνεταιρισμούς και ιδιωτικές επιχειρήσεις κρίνεται νόμιμη μόνον εφ΄ όσον έχει αποδε­δειγμένως ενταχθή στον οικείο χωροταξικό σχεδιασμό βάσει επισήμου χάρτου υποβαλλομένου στο Δικαστήριο και των αρχών βιωσιμότητος και φερούσης ικανότητος (βλ. ανωτέρω Αρχές 2 και 3). β) Τα σχέδια πόλεων πρέπει να είναι ορθολογικά ώστε να συνδυάζουν την λειτουργικότητα του οικισμού με τους αρίστους δυνατούς όρους διαβιώσεως των ανθρώπων. Το Τμήμα απέκλεισε τις καταστρατηγήσεις της αρτιότητος με την μέθοδο των παρεκκλίσεων (Σ.Ε. 286/1993). Τυχόν προηγηθείσα κατάτμηση γής ή αυ­θαίρετη δόμηση (κανών στην χώρα!) δεν αποτελεί λόγο αποκλίσεως από τον κανόνα αυτό που πρέπει να διέπει και την ρύθμιση του προβλήματος των αυθαιρέτων (βλ. το άρθρο 2 του ν. 2242/1994 άρθρο 1 παρ. 5 αποδίδον νομολογία του Σ.τ.Ε.). Θεσμοί που δεν συμβιβάζονται με την ορθολογική πολεοδομία, ως λ.χ. η μεταφορά συντελεστού δομήσεως, απορρίπτονται ή προσαρμόζονται καταλλήλως (Σ.Ε. 1310/ 1993). γ) Δεν είναι επιτρεπτή η επιδείνωση των όρων δομήσεως. Το αστικό περιβάλλον είναι ήδη σοβαρά υποβαθμισμένο και δεν επιδέχεται παρά μόνο μέτρα βελτιώσεως. Έτσι, λ.χ. δεν επιτρέπονται: η αντικατάσταση του πανταχόθεν ελευθέρου οικοδομικού συστήματος με άλλο δυσμενέστερο (Σ.Ε. 10/ 1988), η αύξηση του συντελε­στού δομήσεως (Σ.Ε. 1310/1993) κ.λ.π.

         δ) Επιβάλλεται η αναχαίτιση της περαιτέρω αναπτύξεως των μεγαπόλεων (βλ. και άρθρο 3 παρ. 2 ν. 1515/85) και, επομένως, η απαγόρευση της καθ΄ οιανδήποτε τρόπον επεκτάσεως των οικείων σχεδίων πόλεως. ε) Επι­βάλλεται κατά προτεραιότητα η βελτίωση των υποβαθμισμένων περιοχών των μεγαλουπόλεων, στ) Η διασφάλιση επαρκών ελευθέρων κοινοχρήστων χώρων (πλατειών, οδών κ.λπ.) είναι θέμα ζωτικής σημασίας για την ποιό­τητα ζωής στους οικισμούς. Οι χώροι αυτοί απειλούνται συνεχώς με φαλκί­δευση, φανερή ή συγκεκαλυμμένη, εις μεν τις μεγαπόλεις χάριν της κατα­σκευής κοινωφελών και μη κτιρίων και λόγω του τεραστίου κόστους των απαλλοτριώσεων, εις δε τους νέους οικισμούς λόγω της αδηφάγου κερδο­σκοπίας επί της γης. Η νομολογία του Ε΄ Τμήματος απαγορεύει και την ελαχίστη μείωση των κοι-νοχρήστων και ελέγχει σχολαστικά τις αναδιατά­ξεις και αναπλάσεις των χώρων αυτών, ώστε να μην υπάρχει συγκεκαλυμ­μένη μείωσή των (Π.Ε. 442/ 1991). Επί νέων δε ιδιωτικών οικισμών δεν δέχεται ποσοστόν ελευθέρων χώρων μικρότερο του 50% της πολεοδομού­μενης εκτάσεως (Π.Ε. 114/1994).

         ζ) Ζωτικής σημασίας για την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος θεω­ρείται από την νομολογία του Ε΄ Τμήματος και η διασφάλιση του αστικού πρασίνου ως της ελαχίστης εκείνης βιοσφαίρας που είναι απαραίτητη γι΄ αυτήν την υγεία των κατοίκων των πόλεων. Η νομολογία ευνοεί την συ­μπλήρωση του ανεπαρκούς πρασίνου με εναπομείναντα μεμονωμένα δασο­τεμάχια και παράλληλη διατήρηση του αυστηρού δασικού καθεστώτος (Π.Ε. 667/1994), αποκλείει οιαδήποτε χρήση, έστω και κοινωφελή, των περιαστι­κών δασικών εκτάσεων (βλ. Σ.Ε. 81-97/1993 για Πεντέλη, Π.Ε. 444/1993 για Υμηττό, Αιγάλεω 314/1995), και απαγορεύει και αυτήν ακόμη την διατά­ραξη της χρήσεως του αστικού πρασίνου από άλλες χρήσεις, λ.χ. υπογείους σταθμούς (βλ. Σ.Ε. 2242/1994, Π.Ε. 102/1994).

         η) Τέλος, η βιώσιμη συγκοινωνία στην πόλη σημαίνει την χρήση των δημοσίων μέσων και όχι των ιδιωτικών. Νομική βάση για την προστασία του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος είναι ειδική ρήτρα του άρθρου 24 του Συντάγματος, η Αρχή (15) της Διακηρύξεως της Στοκχόλμης, και το Κεφ. (7) της Agenda 21.
 



11ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=567