του Μιχαήλ Δεκλερή
2ο μέρος
Β) Σύντομη Αναδρομή στην Ιστορικήν Εξέλιξη της Σχέσεως Ανθρωπογενών Συστημάτων και Οικοσυστημάτων.
Για να γίνη βαθύτερα κατανοητή η τεράστια μεταβολή που εγκαινιάζουν οι κανόνες βιωσίμου αναπτύξεως ως στρατηγική ελέγχου των ανθρωπογενών συστημάτων και των οικοσυστημάτων, επιβάλλεται η συνοπτική επισκόπηση της σχέσεως των δύο τούτων κατηγοριών συστημάτων.
Η σχέση αυτή παραλαμβάνεται από της εποχής των πρωτογόνων ανθρωπογενών συστημάτων τροφοσυλλογής, θήρας και αλιείας. Η επίδραση των συστημάτων αυτών στα οικοσυστήματα υπήρξε μικρή και εντοπισμένη, χωρίς όμως να απουσιάζουν και περιορισμένες οικολογικές καταστροφές, κυρίως από πυρκαγιές. Ως εκ τούτου τα ανθρωπογενή συστήματα είναι εντεταγμένα στα οικοσυστήματα και ο άνθρωπος ακολουθεί το ρυθμό της φύσεως (βλ. Διάγραμμα 3).
Με την αγροτική επανάσταση λαμβάνουν ύπαρξη τα παραδοσιακά ανθρωπογενή συστήματα, που αναπτύσσουν εμπράγματη σχέση εξουσιάσεως προς τα οικοσυστήματα. Η επίδρασή των είναι μεν σημαντική και ενίοτε εκτεταμένη, αλλά πάντοτε τοπική. Οι εκχερσώσεις των δασών εγκαινιάζουν την εποχή της καταστροφής των φυσικών ενδιαιτημάτων και της μειώσεως της βιοποικιλότητος. Διαμορφώνονται οι πρώτοι οικισμοί, καθ΄ ο μέτρο δε εξελίσσεται η γεωργική τεχνολογία τα ανθρωπογενή συστήματα καθίστανται ικανά να επιφέρουν σημαντική φθορά στα οικοσυστήματα: Η διάβρωση των εδαφών φθάνει μέχρις ερημώσεως, ενώ τα ύδατα ρυπαίνονται και η υγεία των ανθρώπων απειλείται από διάφορες ασθένειες. Κατά τα λοιπά, η εξουσιαστική σχέση ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων υπόκειται ακόμη σε σοβαρούς περιορισμούς, αποκτά, όμως, κανονικότητα και σταθερότητα εντός ευρυτέρου συστήματος παραδοσιακής θρησκευτικής παιδείας και επιτυγχάνει αξιόλογο βαθμό ανακυκλώσεως ενεργείας. Ο πληθυσμός σταθεροποιείται. Συγκρινόμενα προς τα βιομηχανικά ανθρωπογενή συστήματα, τα γεωργικά συστήματα απετέλεσαν σταθερώτερο τρόπο συναρμογής με τα οικοσυστήματα (βλ. Διάγραμμα 4).
Η βιομηχανική επανάσταση μεγιστοποιεί την εξουσιαστική σχέση ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Διότι μεταξύ των δύο παρεμβάλλονται τώρα τα τεχνολογικά συστήματα, μέσω των οποίων αυξάνεται η καταστρεπτική δύναμη των πρώτων εις βάρος των δευτέρων. Τα οικοσυστήματα περιορίζονται σημαντικά. Κατασκευάζονται δρόμοι και μεγάλα τεχνικά έργα, πολλαπλασιάζονται οι μεγαπόλεις και αυξάνεται δραματικά ο πληθυσμός. Η συστηματική λεηλασία των φυσικών αποθεμάτων, σχηματισθέντων κατά την διαδρομή δισεκατομμυρίων ετών, τροφοδοτεί επί τίνα χρόνο την αλόγιστη μεταποιητική διαδικασία της «αναπτύξεως», έως ότου οι «παγκόσμιες αλλαγές» καθιστούν φανερά τα όρια της εξουσιαστικής λογικής στη σχέση ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Η παγκόσμια οικολογική κρίση συμπίπτει με την κατάρρευση των ελέγχων του βιομηχανικού κράτους. Ο κόσμος έχει περιέλθει σε αδιέξοδο (Διαγράμματα 5 και 5α).
Χάρις, όμως, στην τεχνολογία της πληροφορίας και τις «νέες επιστήμες» (συστημική, κυβερνητική) ο μεταβιομηχανικός άνθρωπος καθίσταται ικανός να συλλάβη για πρώτη φορά στην ιστορία την συνολική σχέση ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Η ιδέα της «συμβιώσεως» αντικαθιστά την ιδέα της «εξουσιάσεως». Εγκαταλείπεται η τυφλή μερική παρέμβαση στο περιβάλλον και επιδιώκεται η χειραγώγηση της συνολικής σχέσεως ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων μέσω ελαστικών κανόνων «βιωσίμου αναπτύξεως». Σκοπός δεν είναι πλέον μόνον η ανάπτυξη των ανθρωπογενών συστημάτων αλλά η σταθερή συνεξέλιξη αυτών και των οικοσυστημάτων. Ο σκοπός αυτός θεωρείται εφικτός ένεκα της ελαστικής σταθερότητος των οικοσυστημάτων που επιδέχονται ωρισμένου βαθμού συναρμογή με τα ανθρωπογενή συστήματα. Κατά βάθος το πρόβλημα είναι κυρίως η εναρμόνιση τροχιών διαφόρου χρονικής κλίμακος και δη της μείζονος των οικοσυστημάτων προς την ελάσσονα των ανθρωπογενών. Οι κανόνες της βιωσίμου αναπτύξεως αποτελούν και διαδικασία μαθήσεως: ο άνθρωπος πρέπει να μάθη να συμβιώνει και να συνεξελίσσεται με τα οικοσυστήματα (Διάγραμμα 6).
Η σταθερή αυτή συνεξέλιξη ως υπέρτατος δημόσιος σκοπός δικαίου και πολιτικής στο μεταβιομηχανικό κράτος διαφέρει προδήλως τόσον από την εφήμερη «κοινωνική και οικονομική ισορροπία» όσον και από την οικονομική «ανάπτυξη» που υπήρξαν οι διαδοχικοί σκοποί του βιομηχανικού «κράτους ευημερίας».
V. Οι αρχές της βιωσίμου αναπτύξεως
Πρώτη Αρχή της Δημοσίας Οικολογικής Τάξεως
Η πρώτη αυτή αρχή ορίζει ότι η σχεδίαση, ρύθμιση και επιτήρηση της ισορροπίας μεταξύ ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων είναι κατ΄ αρχήν ευθύνη του κράτους και τελεί υπό την εγγύησή του. Αυτή, άρα, είναι η δημόσια οικολογική τάξη που είναι υποχρεωτική για όλους. Το σύστημα των κανόνων βιωσίμου αναπτύξεως που αποτελεί την δημόσια αυτή τάξη υπηρετεί το γενικό συμφέρον. Κανείς δεν είναι εξηρημένος της τάξεως αυτής και κανείς δεν επιτρέπεται να αποκλίνει από αυτήν. Ως οδηγοί συμπεριφοράς, όμως, οι κανόνες της βιωσίμου αναπτύξεως έχουν πλαστικότητα που δεν αναιρεί ούτε εκμηδενίζει την ατομική ελευθερία και πρωτοβουλία και κατ΄ ακολουθίαν την σχετική αυτοτέλεια των ανθρωπογενών συστημάτων που στηρίζονται σ΄ αυτήν, λ.χ. της αγοράς. Θέτουν, όμως, ασφαλώς οι κανόνες αυτοί όρια που υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστού. Διότι σε τελευταία ανάλυση η κρατική ευθύνη για τον σεβασμό της δημοσίας οικολογικής τάξεως είναι εμπεπιστευμένη στον δικαστή, και κυρίως στον ακυρωτικό δικαστή.
Η δημόσια οικολογική τάξη («προστασία του περιβάλλοντος», κατά την συμβατικήν ορολογία) αναγορεύεται σε «σπουδαίο δημόσιο συμφέρον» (βλ. Σ.τ.Ε. 1784/1993), διότι υπηρετεί το γενικό συμφέρον όχι μόνον της παρούσης γενεάς, αλλά και των μελλουσών. Εκφράζει, λοιπόν, η πρώτη αρχή ανώτερη ηθική και γι΄ αυτό αποτελεί τον προέχοντα δημόσιο σκοπόν κατά την χάραξη και υλοποίηση οιασδήποτε δημοσίας πολιτικής.
Η δημόσια οικολογική τάξη θέτει, ιδίως, τα όρια και εκείνης της ορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς που έχει ενσωματώσει ιδιωτικά κίνητρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Με άλλους λόγους, η λεγομένη «οικονομική του περιβάλλοντος» (environmental economics) δεν αποτελεί υποκατάστατο της δημοσίας οικολογικής τάξεως, αλλά υπόκειται πλήρως στους κανόνες της βιωσίμου αναπτύξεως. Η οικονομική του περιβάλλοντος επιζητεί την δημιουργία οικονομικών κινήτρων προστασίας του περιβάλλοντος στους ανθρώπους και έχει, έτσι, εγγενή όρια, αφού αναχωρεί από την εγωϊστική φύση των ανθρώπων και άρα προτείνει αγοραίες μεθόδους που φθάνουν μέχρι της εμπορίας «υπηρεσιών περιβάλλοντος» και «δικαιωμάτων ρυπάνσεως» αυτού. Ασχέτως του ζητήματος του επιστημονικού κύρους των προτάσεων αυτών, πολλές των οποίων αντίκεινται στη φύση των κανόνων της βιωσίμου αναπτύξεως που εκπορεύονται από αλτρουϊστική ηθική και ανήκουν σε μακροχρόνιο χρονικόν ορίζοντα αποφάσεων, εν πάση περιπτώσει, οποθενδήποτε ορμώμενοι άλλοι θεσμοί ή συμβάσεις απτόμενες της προστασίας του περιβάλλοντος, είναι ανεκτοί υπό την προϋπόθεση ότι είναι σύμφωνοι με τις ανωτέρω υποχρεωτικές αρχές και δεν αποκλίνουν από το γράμμα και το πνεύμα των. ?λλως είναι ανεπίτρεπτοι και οι τυχόν ιδιωτικές συμφωνίες άκυρες καθώς επίσης και οι αντίστοιχες διοικητικές πράξεις. Έτσι, λ.χ. η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» έχει την αυτονόητη έννοια ότι εν περιπτώσει ρυπάνσεως του περιβάλλοντος υφίσταται υποχρέωση αποζημιώσεως, όχι όμως και την έννοια ότι ο πληρώνων μπορεί να ρυπαίνει αν είναι διατεθειμένος να καταβάλει οιονεί τίμημα ρυπάνσεως. Διότι κατά το εν προκειμένω εφαρμοστέον δημόσιο δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, αποκλείεται παντελώς η ρύπανση και ο ρυπαίνων εξουδετερούται με το οπλοστάσιο του δικαίου αυτού (άρση αδείας και ποινική κύρωση).
Μεταξύ όλων των σκοπών της δημοσίας πολιτικής ο σκοπός της προστασίας του περιβάλλοντος προέχει, και για τον λόγο ότι έχει αξία μόνον ως προληπτικός. Η υποχρεωτική ανάμειξη του προληπτικού αυτού σκοπού με όλους και με κάθε ένα χωριστά από τους πολλαπλούς σκοπούς της δημοσίας πολιτικής, σημαίνει ότι καμμία απολύτως κρατική σκοπιμότης δεν είναι υπερτέρα της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος και άρα μπορεί να επιδιωχθή μόνο εφ΄ όσον συμβιβάζεται με την ανάγκη αυτή και με τον κατάλληλο τρόπο. Γι΄ αυτό κάθε δημόσια πολιτική πρέπει να εξετάζεται προεχόντως αν είναι συμβατή με το περιβάλλον, και ύστερα να σχεδιάζεται έτσι ώστε να μην το βλάψη. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος για το περιβάλλον υπουργός πρέπει να έχει σήμερα την θέση που είχε άλλοτε ο υπουργός των οικονομικών κατά την έγκριση των δαπανών του κράτους, δηλ. πρέπει να συμπράττη στην σχεδίαση και εκτέλεση οιασδήποτε πολιτικής της βιωσίμου αναπτύξεως. Θεσμικώς τούτο μπορεί να διασφαλισθή με πολλούς τρόπους: επιτροπές υπουργών, υπηρεσία περιβάλλοντος σε κάθε Υπουργείο κ.λπ. Αντιθέτως, είναι παράνομη και συνιστά ανεπίτρεπτη εμμονή στην νοοτροπία της οικονομικής μεγεθύνσεως και συγκεκαλυμμένη προσπάθεια αναβιώσεώς της η πολιτική πρακτική κατά την οποία πρώτα αποφασίζεται ωρισμένη πολιτική - ιδίως δε η εκτέλεση μεγάλων τεχνικών έργων - και ύστερα...εκπονείται η μελέτη των επιπτώσεών των στο περιβάλλον, ως εάν επρόκειτο περί διαδικαστικού τινός τύπου! Ακόμη βαρύτερη παραβίαση του Συντάγματος και της Συνθήκης του Maastricht είναι παρεμφερής πρακτική, κατά την οποία η έγκριση της μελέτης αυτής κυρούται με νόμο (!!), προδήλως για να εμποδισθή η προσβολή της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ιδίως η αναστολή εκτελέσεώς της. Επειδή, όμως, και η νομοθεσία είναι «συντεταγμένη» πολιτειακή λειτουργία, η καταχρηστική αυτή χρήση του νόμου αντί διοικητικής πράξεως αποτελεί αντισυνταγματικό σφετερισμό εκτελεστικής αρμοδιότητος από τον νομοθέτη που πρέπει να εξουδετερούται από τον δικαστή ως φύλακα της συ-νταγματικής νομιμότητος αλλά και της υπερνομοθετικής ισχύος της Κοινοτικής Οδηγίας για τις ΜΠΕ. Δέον να γίνη αντιληπτό από όλους ότι η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μακροπρόθεσμη επιλογή συνταγματικού επιπέδου και κατ΄ αυτής δεν μπορεί να αντιταχθή ο συγκεκριμένος νομοθέτης, νοσταλγός ή μη της παρωχημένης αναπτυξιακής πολιτικής. Η υπερέχουσα αυτή θέση του δικαίου του περιβάλλοντος δεν πρέπει να εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως «περιβαλλοντικός ιμπεριαλισμός» ή «εκπεριβαλλοντισμός του δικαίου και της πολιτικής», διότι πρόκειται ακριβώς περί του αντιθέτου: η προτεραιότης δηλ. του δικαίου του περιβάλλοντος σήμερα αποτελεί την ύστατη προσπάθεια αποκαταστάσεως της ισορροπίας ανθρωπογενών συστημάτων και φυσικών οικοσυστημάτων που έχει σοβαρώς διαταραχθεί εις βάρος των τελευταίων. Τοιουτοτρόπως, η προέχουσα μέριμνα για την πρόληψη περαιτέρω βλάβης του περιβάλλοντος εκφράζει την προσπάθεια μη υπερβάσεως του κατωφλίου των μη αναστρεψίμων εξελίξεων, το οποίο έχομε ήδη πλησιάσει, και διατηρήσεως της δυνατότητος επαναφοράς των πραγμάτων στην φυσική τους ισορροπία.
Η μεθοδολογία σχεδιάσεως της δημοσίας οικολογικής τάξεως περιλαμβάνει θεσμούς του δημοσίου δικαίου που έχουν πολυπλοκότητα ανωτέρα εκείνης των αγοραίων συναλλαγών και των συμβάσεων του ιδιωτικού δικαίου. Τέτοιοι είναι ιδίως η σχεδίαση μεγάλης κλίμακος συστημάτων χρήσεως γης και πόρων, καθεστώς ζωνών, κανονισμοί λειτουργίας κ.λπ. Γενικώς είναι θεσμοί προσηρμοσμένοι προς την ηθική και τις ανάγκες του περιβάλλοντος, συνδυάζονται δε επιτυχώς με τις ανάγκες των ανθρωπογενών συστημάτων και είναι γι΄ αυτό αναντικατάστατοι. Κατά την σχεδίαση των θεσμών με τους οποίους θα υλοποιούνται οι γενικές αρχές της βιωσίμου αναπτύξεως πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψη ότι η μεν σύμβαση είναι το νομικό εργαλείο της παραγωγικής/καταναλωτικής συμπεριφοράς των ανθρωπογενών συστημάτων, αλλά οι προεκτεθέντες πολυπλοκώτεροι θεσμοί καταρτίσεως συστημάτων, ζωνών, κανονισμών κ.λπ. ανήκουν σε ιεραρχικώς ανώτερο δικαϊκό επίπεδο, στο οποίο επιδιώκεται η συνεξέλιξη των συστημάτων αυτών και του περιβάλλοντος.
Εξ άλλου, κατά την παροχή της δικαστικής προστασίας στο περιβάλλον, προέχουσα σπουδαιότητα έχει η αίτηση ακυρώσεως που μπορεί να εξαφανίση την παράνομη κρατική πράξη και να ματαιώση έτσι την απειλή βλάβης στο περιβάλλον. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα αποκτά ιδίως η αναστολή εκτελέσεως, η οποία δέον να χορηγείται αμέσως μόλις πιθανολογείται η βλάβη του περιβάλλοντος. Η βλάβη πρέπει να διαγιγνώσκεται από τον ίδιο το δικαστή με τα κατάλληλα αποδεικτικά μέσα (πραγματογνωμοσύνη κ.λπ.). Ακυρωτική δίκη μετά την επέλευση της βλάβης αυτής έχει απολέσει τον κυρίως σκοπό της και έχει αξία μόνον για την αστική ευθύνη. Αποτελεσματικό δίκαιο περιβάλλοντος είναι ανέφικτο χωρίς την ταχεία και κατά το δυνατόν άμεση χρήση της αναστολής εκτελέσεως. Σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος της ποινικής καταστολής, που μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται με την αίτηση ακυρώσεως εν περιπτώσει παραβάσεως καθήκοντος των δημοσίων αρχών που ολιγωρούν στην προστασία του περιβάλλοντος εναντίον του δεδικασμένου των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το δημόσιο συμφέρον ως νομικό θεμέλιο της προστασίας του περιβάλλοντος με την ανωτέρω έννοια έχει σταθερά αποδεχθή η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ε΄ Τμήματος αυτού. Όπως θα δούμε στα οικεία χωρία του παρόντος, χάριν αυτού έχει κρίνει θεμιτούς σοβαρούς περιορισμούς αφ΄ ενός μεν ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, όπως ιδίως της ιδιοκτησίας, της επιχειρηματικής δραστηριότητος των, αφ΄ ετέρου δε της νομοθετικής, κανονιστικής και διοικητικής δραστηριότητος του κράτους, της Διοικήσεως και των αρχών τοπικής αυτοδιοικήσεως σε όλους τους τομείς της δημοσίας πολιτικής. Σταθερώς, επίσης, το δικαστήριο έκανε ευρεία χρήση της αναστολής εκτελέσεως των προσβληθεισών διοικητικών αποφάσεων για να διασφαλίση την αποτελεσματικότητα των δικών του αποφάσεων και να προλάβη στην πράξη την βλάβη του περιβάλλοντος. Έτσι, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο ανέστειλε τους αεροψεκασμούς για την καταπολέμηση του δάκου για να προλάβη βλάβη της υγείας των ανθρώπων και της βιοποικιλότητος (Ε.Α. 470/1993), το κυνήγι για να προλάβη την εξόντωση απειλουμένων θηραμάτων (Ε.Α. 744/1993), την κατασκευή τεχνικού έργου στην κοίτη ποταμού (Ε.Α. 443/1994), την επίχωση ρέματος (Ε.Α. 473/1993), την κατασκευή έργων που απειλούσαν την αισθητική των ακτών (Ε.Α. 739/1994, 54/1994), την κατασκευή δεξαμενών υγρών καυσίμων για να προλάβη ρύπανση θάλασσας (Ε.Α. 444/1994), την εγκατάσταση κεραιών για να προλάβη την αισθητική βλάβη στο φυσικό περιβάλλον μονής (Ε.Α. 51/1995), την μεταφορά συντελεστή δομήσεως για να προλάβη επιδείνωση του αστικού περιβάλλοντος κ.ο.κ.
Δεύτερη Αρχή της Βιωσιμότητος
«Βιωσιμότης» είναι η λέξη κλειδί για την κατανόηση του συγχρόνου (μετά το Ρίο) Δικαίου περιβάλλοντος. Στο παρελθόν το Δίκαιο αυτό ήταν ειδικό και αμυντικό, διότι περιορισμένες και εντετοπισμένες ήσαν οι βλάβες του περιβάλλοντος. Τώρα, όμως που είναι πλέον δεδομένες οι «παγκόσμιες αλλαγές» από την κρίση του περιβάλλοντος, το Δίκαιο είναι γενικό και θετικό και κεντρική φόρμουλά του είναι η αρχή της βιωσιμότητος: που σημαίνει ότι μικρή ή μεγάλη, άμεση ή έμμεση, κάθε παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον πρέπει να είναι βιώσιμη για να είναι ανεκτή. Με την ορθή αυτή διατύπωση, την «βιωσιμότητα» αποδέχονται και εκείνοι που αρνούνται την ανάπτυξη και αρκούνται στην «διαχείριση» του περιβάλλοντος.
Τι είναι όμως η βιωσιμότης; Μολονότι ο όρος αμέσως μεν αναφέρεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα, στην πραγματικότητα ή μάλλον εν τελευταία αναλύσει αφορά τα οικοσυστήματα, είναι δηλ. βιωσιμότης των οικοσυστημάτων: αυτών πρέπει να διατηρηθή η ζωτική αντοχή, ώστε να μπορούν να βαστάζουν και να τροφοδοτούν τα ανθρωπογενή συστήματα. Αλλιώς, σε περίπτωση δηλ. βλαπτικής αναδράσεως, τα τελευταία, αποστερούμενα ενεργείας, υπόκεινται μοιραίως σε εντροπία και αποσύνθεση. Με απλά λόγια, χωρίς τη φυσική του βάση δεν μπορεί να υπάρξη ανθρωπογενής πολιτισμός. Πρέπει, λοιπόν, όλα τα ανθρωπογενή συστήματα από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο, να σχεδιάζονται και να λειτουργούν έτσι ώστε να είναι βιώσιμα, να μην θέτουν δηλ. σε κίνδυνο την βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων. Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα της «αρχής της προλήψεως» της βλάβης του περιβάλλοντος που είναι η παλαιότερη διατύπωση της αρχής της βιωσιμότητος.
Η ηθική βάση της αρχής για όσους έχουν ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό είναι η δικαιοσύνη μεταξύ των διαδοχικών ανθρωπίνων γενεών: κάθε γενεά, μολονότι δικαιουμένη να ικανοποιήση τις εύλογες ανάγκες της, οφείλει κατά την χρήση των φυσικών πόρων να λάβη υπ΄ όψιν της και τις ανάγκες των μελλουσών γενεών. Η αντίληψη αυτή ρίχνει το βάρος στην κατανάλωση των φυσικών πόρων και θέλει να αποτρέψη ή να απομακρύνη την εξάντλησή των. Κατά την συστημική, όμως, αντίληψη που πρεσβεύει την ταυτότητα συμφερόντων ανθρώπου-φύσεως, η «βιωσιμότης» είναι αυτονόητος όρος της δυναμικής ισορροπίας και συνεξελίξεώς των εντός του μεγασυστήματος της Γαίας στο οποίο ανήκουν και οι δύο.
Και αυτή μεν είναι η φιλοσοφία της αρχής. Ποιό είναι, όμως, το ακριβές περιεχόμενό της, ώστε να μπορεί να ελεγχθή και μετρηθή η τήρησή της; Η ορθή απάντηση είναι ότι εφ΄ όσον η βιωσιμότης αναφέρεται στο φυσικό περιβάλλον καθορίζεται πράγματι από το μέγεθος του φυσικού κεφαλαίου και άρα το ακριβές περιεχόμενο της αρχής είναι ότι επιβάλλει την διατήρηση του μεγέθους αυτού και επιτρέπει μόνο την αύξησή του (λ.χ. με αποκαταστάσεις καταστραφέντων οικοσυστημάτων), ενώ απαγορεύει απολύτως οιαδήποτε περαιτέρω μείωση ή υποβάθμιση αυτού. Ως φυσικό κεφάλαιο νοείται το σύνολο των πάσης φύσεως οικοσυστημάτων, χερσαίων, υδατίνων ή θαλασσίων (αγρίας φύσεως, λειβαδίων, δασών, ορεινών όγκων, βιοτόπων, υγροτόπων, ακτών κ.λπ.). Στο μέτρο που καθίσταται αναγκαίο, στο φυσικό κεφάλαιο συγκαταλέγεται και η γεωργική γη. Με το περιεχόμενο αυτό η «βιωσιμότης» είναι νομική έννοια και το ζήτημα αν ωρισμένο ανθρωπογενές σύστημα, μικρό (λ.χ. εργοστάσιο, ξενοδοχείο κ.λπ.) ή μεγάλο (λ.χ. σχέδιο πόλεως, Ζ.Ο.Ε. κ.λπ.) είναι βιώσιμο, αποτελεί σύνθετη (νομική και πραγματική) κρίση περί του αν το επίμαχο σύστημα προκαλεί μείωση ή υποβάθμιση του φυσικού κεφαλαίου. Η κρίση αυτή ανήκει πλήρως στον δικαστή υποβοηθούμενο από τυχόν υπάρχουσα ΜΠΕ αλλά και από όλα τα αποδεικτικά μέσα που αυτός ήθελε κρίνει αναγκαία (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη κ.λπ.).
Εξ ορισμού το φυσικό κεφάλαιο είναι αναντικατάστατο και η απαγόρευση έστω και της ελαχίστης περαιτέρω μειώσεώς του υπαγορεύεται εκ της αλογίστου μέχρι τούδε καταστροφής του που έφερε την ανθρωπότητα κοντά στο κατώφλι μή αναστρεψίμων εξελίξεων. Κατά συνέπειαν, η αρχή επιβάλλει: α) την απογραφή του διασωθέντος φυσικού κεφαλαίου και την μεταβίβασή του ακεραίου στην επόμενη γενεά, β) την μετατροπή της αναπτύξεως από ποσοτικής σε ποιοτική (ποιότης ζωής), γ) την αναθεώρηση των εθνικών λογαριασμών ώστε να περιλαμβάνουν, πέραν των οικονομικών, και τα κρίσιμα μεγέθη του φυσικού κεφαλαίου που αποτελούν τον πραγματικό πλούτο κάθε χώρας. Οι «πράσινοι λογαριασμοί» που θα απεικονίζουν τα μεγέθη αυτά δεν είναι ορθό να αποτιμώνται σε χρήμα, όπως επιχειρείται από ωρισμένους οικονομολόγους. Διότι η αξία των οικοσυστημάτων δεν προσδιορίζεται από την υποκειμενική αξιολόγηση των ανθρώπων ως χρηστών των, αλλά από την ανεκτίμητη λειτουργία των (άγνωστη ακόμα σε πολλές περιπτώσεις) εντός του μεγασυστήματος της Γαίας. Οπωσδήποτε, όμως, οι πράσινοι λογαριασμοί πρέπει να αναφέρονται σε κάποιας μορφής ισολογισμό και λογαριασμό χρήσεως.
Από τους αμεταπείστους οπαδούς της αγρίας αναπτύξεως επιχειρείται η καταστρατήγηση της αρχής με το σόφισμα του τεχνητού κεφαλαίου. Υποστηρίζεται δηλ. ότι ως φυσικό κεφάλαιο λογίζεται και το τεχνητό, το προκύπτον εκ μετατροπής του πρώτου και προσφερόμενον ως «υποκατάστατον» αυτού. Κατά συνέπειαν, στη μέτρηση του μεγέθους του φυσικού κεφαλαίου δέον να συνυπολογίζεται και το τεχνητό. Ότι το τεχνητό κεφάλαιο είναι πολύτιμο και πρέπει να μετρείται δεν υπάρχει αντίρρηση. Δεν μπορεί όμως να γίνη δεκτή η άποψη ότι αύξηση του τεχνητού κεφαλαίου συμψηφίζει την μείωση του φυσικού. Διότι το τελευταίο είναι εξ ορισμού αναντικατάστατο, εφ΄ όσον τα ανθρωπογενή συστήματα διακρίνονται ουσιωδώς από τα οικοσυστήματα εκ μετατροπής των οποίων προκύπτουν. Η αρχή της βιωσιμότητος, λοιπόν, επιβάλλει την σαφή διάκριση των δύο αυτών κατηγοριών κεφαλαίου. Οίκοθεν νοείται ότι εφ΄ όσον στο φυσικό κεφάλαιο περιλαμβάνονται και οι φυσικοί πόροι που αντλούνται από αυτό (λ.χ. ορυκτά, πετρέλαιο κ.λπ.) η απαγόρευσις μειώσεως επεκτείνεται και σε αυτούς, τουλάχιστον καθ΄ όσον αφορά ορισμένη κρίσιμη ποσότητα μη ανανεωσίμων πόρων αποτελούντων οιονεί αποθεματικό ασφαλείας μέχρις ότου καταστεί δυνατή η αντικατάστασή του με ανανεωσίμους πόρους.
Κατά ταύτα, εφ΄ όσον η βιωσιμότης αφορά πρωτίστως τα οικοσυστήματα, δεν είναι ορθή και η άποψη ότι αυτή μετρείται με το κατά κεφαλή ποσόν ευημερίας, το οποίον, επομένως, δεν επιτρέπεται να μειωθή. Διότι η γνώμη αυτή, όπως και εκείνη που ταυτίζει την βιωσιμότητα με την επιβεβλημένη μείζονα αποδοτικότητα, έχουν οικονομική έμπνευση και τείνουν να διασφαλίσουν ωρισμένο επίπεδο καταναλώσεως. Μερικοί, μάλιστα, θεωρούν το επίπεδο αυτό αδιαπραγμάτευτο, επειδή βεβαίως είναι προνομιακό. Εν τούτοις, η ευρύτερη αρχή της αποκαταστάσεως της ισορροπίας ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων επιβάλλει ήδη και την αναθεώρηση των καταναλωτικών προτύπων των ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών προς περιστολήν της υπερκαταναλώσεως. Ενδιαφέρει δηλ. ορθώς όχι η κατανάλωση, αλλά το κεφάλαιο από το οποίο εξαρτάται και η δίκαιη κατανομή των πόρων που επιτρέπεται να αντληθούν από αυτό. Η απαγόρευση της μειώσεως του φυσικού κεφαλαίου, δυνάμει της αρχής της βιωσιμότητος, σημαίνει πρακτικώς την απαγόρευση της περαιτέρω μειώσεως της αγρίας φύσεως, δασών, βιοτόπων, υγροτόπων και όλων των λοιπών οικοσυστημάτων, καθώς επίσης και την υποβάθμιση των διατηρουμένων. Ούτε είναι επιτρεπτή η αντιστάθμιση της μειώσεως/υποβαθμίσεως των οικοσυστημάτων εντός συστήματος αξιολογήσεως κόστους-οφέλους, αφού δεν είναι επιτρεπτή η αποτίμηση του φυσικού κεφαλαίου.
Κατά ταύτα, βιώσιμη, ήτοι μη συνεπαγομένη μείωση ή υποβάθμιση οικοσυστημάτων, πρέπει να είναι κάθε παραγωγική και μη δραστηριότης του ανθρώπου: βιώσιμη λ.χ. πρέπει να είναι η γεωργία, μεταποίηση, εμπορία, μεταφορά κ.λπ. βιώσιμος και ο τουρισμός, υπό την προεκτεθείσαν έννοια. Διαδικαστική εφαρμογή της αρχής της βιωσιμότητος είναι ο θεσμός της Μελέτης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον (ΜΠΕ), που πρέπει να προηγείται κάθε ανθρωπίνης παρεμβάσεως στο περιβάλλον. Την επιτάσσει τόσο η κοινοτική (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ) όσο και η ελληνική νομοθεσία (Ν. 1650/ 1986, Κ.Υ.Α. 69269/5387/1990).
Πέραν, όμως, των κειμένων διατάξεων και εξ ευθείας εφαρμογής της αρχής της βιωσιμότητος ισχύουν τα εξής: α) η ανάγκη ΜΠΕ δέον να γίνεται δεκτή από την Διοίκηση και τα Δικαστήρια και εκεί που την επιβάλλει η συνδρομή ειδικών συνθηκών: λ.χ. η κατασκευή και μικρού έστω έργου πλησίον ευαισθήτου οικοσυστήματος, β) η ΜΠΕ πρέπει να αρχίζει από την αντιμετώπιση της λεγομένης «μηδενικής» επιλογής, ήτοι από το αν μπορεί κατ΄ αρχήν να γίνει η παρέμβαση, γ) η ΜΠΕ πρέπει να προηγείται όχι της εκτελέσεως αλλά της αποφάσεως για την παρέμβαση, για να διαφυλάσσεται πραγματική δυνατότης «μηδενικής» επιλογής και να αποτρέπεται η καταστρατήγησή της. Την τάση αυτή, να ευτελιστή δηλ. η ΜΠΕ υποβιβαζομένη σε απλή διατύπωση όρων εκτελέσεως χωρίς να συζητηθή σε βάθος η επιλογή της Διοικήσεως, απέτρεψε το Σ.τ.Ε απορρίπτοντας την τεχνητή διάκριση μεταξύ στοιχειώδους ΜΠΕ υποβαλλομένης κατά το κρίσιμο στάδιο της χωροθετήσεως έργου και άλλης ΜΠΕ καταρτιζομένης κατά την εκτέλεσή του (Σ.Ε. 1520/1993).
Την αρχή της βιωσιμότητος εδέχθη το Ε΄ Τμήμα για πρώτη φορά στην υπόθεση της ΠΕΤΡΟΛΑ, διυλιστηρίου πετρελαίου στην Ελευσίνα, όταν οικολογικές οργανώσεις αντιτάχθησαν στην προσθήκη μονάδος αποθειώσεως. Μολονότι από την φύση της η νέα εγκατάσταση ήταν αναπτυξιακή και βελτιωτική της ποιότητος των καυσίμων, το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να ερευνηθεί προηγουμένως αν η λειτουργία της ήταν βιώσιμη ή αντιθέτως επιβάρυνε την ατμοσφαιρική ρύπανση της Ελευσίνας. Διέταξε μάλιστα για το σκοπό αυτό και ειδική έρευνα κατά το στάδιο της αναστολής εκτελέσεως την οποία χορήγησε αμέσως. Τα πορίσματα της έρευνας υπήρξαν αρνητικά και έτσι η σημασία της αποφάσεως έγκειται στην διακήρυξη της αρχής της βιωσιμότητος, που αποτέλεσε στροφή στην νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς επίσης και στην διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ήδη από το στάδιο της αναστολής (Σ.Ε. 53/1993, Ε.Α. 4/1992). Δεκαπέντε χρόνια ενωρίτερα η Ολομέλεια του Σ.τ.Ε. είχε δεχθεί ακριβώς το αντίθετο στην υπόθεση των διαλυτηρίων πλοίων της Πύλου, ότι δηλ. η ανάγκη της οικονομικής αναπτύξεως μπορεί να κριθεί επικρατέστερη της προστασίας του περιβάλλοντος (Σ.Ε. 810/1977). Μετά την ΠΕΤΡΟΛΑ το Τμήμα ενέμεινε σταθερά στην αρχή της βιωσιμότητος με πιο χαρακτηριστική επιβεβαίωσή της την υπόθεση εκτροπής του Αχελώου. Επρόκειτο για σύνθετο αναπτυξιακό τεχνικό έργο που περιελάμβανε τη διάνοιξη σήραγγας στην Πίνδο και την κατασκευή τεσσάρων φραγμάτων για να διοχετευθεί μέρος των υδάτων του Αχελώου στον ποταμό Πηνειό χάριν της αρδεύσεως του Θεσσαλικού κάμπου. Παρ΄ όλον ότι το έργο θεωρήθηκε ως κορυφαίο αναπτυξιακό και περιελήφθη στο χρηματοδοτικό πακέτο Ντελόρ, το Ε΄ Τμήμα έκρινε ότι προείχε η έρευνα του ζητήματος αν ήταν και βιώσιμο εν όψει της μεταβολής του υδρολογικού ισοζυγίου Δυτικής Ελλάδος και Θεσσαλίας που συνεπήγετο. Το Δικαστήριο μάλιστα έκρινε ότι το ζήτημα αυτό δεν είχε φωτισθεί από τις ΜΠΕ που είχαν καταρτισθεί για την σήραγγα και τα φράγματα, γιατί δεν είχε ερευνηθεί, όπως έπρεπε, το συνολικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από τη διατάραξη μεγάλου αριθμού οικοσυστημάτων και την μεταξύ των αλληλεπίδραση (Σ.Ε. 2760/1994). Την αρχή της βιωσιμότητος εφήρμοσε με ιδιαίτερη επιμονή το Δικαστήριο για την προστασία των δασών, όπου έχει αρνηθεί να αναγνωρίση τα παρανόμως και αυτά τα τετελεσμένα γεγονότα με την λογική: «άπαξ δάσος, πάντοτε δάσος». Παραλλήλως προς τις δικαστικές του αποφάσεις το Τμήμα επαγρυπνεί συνεχώς για την τήρηση της αρχής κατά την έκδοση των κανονιστικών διαταγμάτων της Διοικήσεως στην οποία ασκεί προληπτικό έλεγχο νομιμότητος. Η ταχεία λ.χ. ανάπτυξη της ιδιωτικής πολεοδομήσεως οικισμών, ιδίως β΄ κατοικίας, στις ακτές συνήντησε την άμεση αντίδραση του Ε΄ Τμήματος, το οποίο, κατά την επεξεργασία των σχετικών διαταγμάτων, ενομολόγησε τις εξής αρχές: α) η οικιστική αυτή ανάπτυξη είναι βιώσιμη μόνον αν έπεται της διαφυλάξεως και οριοθεσίας του προστατευτέου φυσικού κεφαλαίου σε επίπεδο νομού, β) προς τούτο η μελέτη οικιστικής καταλληλότητος δέον να ενσωματώνη όλα τα δεδομένα και τις εκτιμήσεις χωροταξίας στο ίδιο επίπεδο, γ) το μέγεθος του διατηρητέου φυσικού κεφαλαίου δύναται να συναρτάται και προς ανώτερο επίπεδο, όταν έχει ήδη χωρήσει έντονη ανάπτυξη, ως λ.χ. το διατηρητέο φυσικό κεφάλαιο της Σητείας δέον να αντισταθμίση την ανάπτυξη ολοκλήρου της Κρήτης (Π.Ε. 577/1995), δ) στην κεκορεσμένη Αττική βιώσιμη είναι οικιστική ανάπτυξη μόνον εν επαφή προς νομίμως διαμορφωμένους οικισμούς (Π.Ε. 618/1995).
Για την κρίση περί της βιωσιμότητος των παρεμβάσεων που εγκρίνει η Διοίκηση στο φυσικό περιβάλλον το Δικαστήριο χρησιμοποιεί σταθερά τη βοήθεια της αρμοδίας επιστήμης: έτσι για να ελεγχθή η βιωσιμότης χημικού εργοστασίου εγκατεστημένου στην ύπαιθρο εν σχέσει προς τα υπόγεια ύδατα διετάχθη υδρολογική έρευνα (Ε.Α. 107/1994) και η περαιτέρω συμπλήρωσή της (Σ.Ε. 5267/1995), για να ελεγχθή η βιωσιμότης υδατοδεξαμενών εν σχέσει προς την σεισμικότητα περιοχής διετάχθη σεισμική έρευνα (Σ.Ε. 3957/ 1995), για να διαγνωσθή ο χαρακτήρ παρακτίου λίμνης διετάχθη υδρογεωλογική έρευνα (Σ.Ε. 1178/1994) κ.ο.κ.
Τρίτη Αρχή της Φερούσης Ικανότητος
Υπό την στενήν επιστημονική της έννοια, φέρουσα ικανότης είναι ο αριθμός των ειδών ή μονάδων είδους που μπορούν να συντηρηθούν επ΄ άπειρο από ένα οικοσύστημα χωρίς υποβάθμισή του. Η ιδέα που εγκλείει ο ορισμός αυτός, δηλ. η πεπερασμένη χωρητικότης και αντοχή των οικοσυστημάτων, έχει προδήλως γενικώτερη αξία και γι΄ αυτό λαμβάνεται ως θεμελιώδες κριτήριο για την διασφάλιση της επιθυμητής ισορροπίας τόσον των οικοσυστημάτων όσον και των ανθρωπογενών συστημάτων, πράγμα που αποτελεί και άλλο μέτρο της βιωσιμότητός των.
Με το ευρύτερο, λοιπόν, περιεχόμενό της η αρχή της φερούσης ικανότητος λέγει ότι η κατασκευή και διαχείριση των ανθρωπογενών συστημάτων δεν πρέπει να παραβιάζη την φέρουσα ικανότητα αυτών των ιδίων και των οικοσυστημάτων (χερσαίων, υδατίνων, θαλασσίων), που επηρεάζονται απ΄ αυτά. Διότι, όλα τα ανθρωπογενή συστήματα κατασκευάζονται και εξελίσσονται αναλώμασι των οικοσυστημάτων. Λόγω της εγγενούς προσαρμοστικότητος αμφοτέρων, η ισόρροπος συνύπαρξη και συνεξέλιξή των είναι κατ΄ αρχήν δυνατή. Έτσι, λ.χ. τα ανθρωπογενή συστήματα του αγροτικού πολιτισμού ελειτούργησαν σταθερά επί πολλές χιλιετηρίδες. Αλλά η φέρουσα ικανότης είναι το απαραβίαστο όριο αναπτύξεως των ανθρωπογενών συστημάτων. Πέραν αυτού δεν υπάρχει ανάπτυξη, αλλά αποσταθεροποίηση και εντροπία, πρώτα του οικοσυστήματος και ύστερα του ανθρωπογενούς συστήματος.
Σκοπός της βιωσίμου αναπτύξεως είναι η συνεξέλιξη ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Για να επιτευχθή ο σκοπός αυτός πρέπει τα συστήματα αυτά να διατηρούν την ισορροπία των. Τούτο θεωρείται ως εφικτό, διότι η ισορροπία αυτή είναι δυναμική και έχει «ελαστικότητα» (resilience), δηλ. την τάση να επανέρχεται μετά την αρχική διατάραξη. Κατά συνέπειαν, παρέχει περιθώρια αμοιβαίων προσαρμογών κατά την διαδικασία της διαρκούς αλλαγής. Η παραβίαση, όμως, του ορίου της φερούσης ικανότητός των αποσταθεροποιεί τα συστήματα γιατί συνεπάγεται μη αναστρέψιμες εξελίξεις. Τοιουτοτρόπως το όριον αυτό είναι «κατώφλιον» (threshold), πέραν του οποίου δεν υπάρχει δυνατότης επανόδου, αλλά αναπόδραστη καταστροφή.
Από τα ανωτέρω καταφαίνετο η τεράστια σημασία της φερούσης ικανότητας που έχει μέχρι τώρα αγνοηθή από τα υπερτροφικά βιομηχανικά συστήματα με αποτέλεσμα την συνεχιζόμενη οικολογική κρίση. Ο σεβασμός της αρχής πρακτικώς σημαίνει: α) την διάκριση συνήθων και ευαισθήτων οικοσυστημάτων που είναι δεκτικά ηπίας μόνον αναπτύξεως (βλ. και εβδόμη αρχή), β) την υποχρέωση θεσμοθετήσεως μέτρων και μεθόδων μετρήσεως της φερούσης ικανότητος των ανθρωπογενών συστημάτων, που έχουν ροπήν προς υπερτροφική ανάπτυξη, ως λ.χ. του αριθμού και επιτρεπτού μεγέθους οικισμών, του αριθμού των αυτοκινήτων ή των τουριστών σε ευαίσθητα οικοσυστήματα (ακτές, μικρά νησιά κ.ο.κ.), γ) την αρχή της σταθερής καταστάσεως για τα φυσικά συστήματα ατμοσφαίρας, υδροσφαίρας και λιθοσφαίρας, ως προς τα στοιχεία των οποίων δέον να ισχύουν ορθές τιμές. Αυτό, άλλωστε, είναι και το κύριο πρόβλημα της ρυπάνσεως.
Την αρχή της φερούσης ικανότητος, που εθέσπισε ρητώς η Αρχή (6) της Διακηρύξεως της Στοκχόλμης και δέχονται εμμέσως και οι κείμενες διατάξεις που αναφέρονται αορίστως στην βιολογική ισορροπία, αναγνώρισε για πρώτη φορά ρητώς το Ε΄ Τμήμα του Σ.τ.Ε. ως εφαρμοστέαν κατά την ίδρυση οικισμών ραγδαίως εξαπλουμένων εις βάρος της υπαίθρου εξ αιτίας της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας γης και απουσίας χωροταξικών σχεδίων. Το Δικαστήριο διέγνωσε ορθώς ότι η αλόγιστη οικιστική ανάπτυξη αποτελεί την κυριώτερη απειλή του περιβάλλοντος. Έκρινε δε ότι η ίδρυση των οικισμών αυτών είναι επιτρεπτή μόνον εντός ευρυτέρου σχεδιασμού σε επίπεδον τουλάχιστον νομού, αφού λαμβάνεται υπ΄ όψιν η φέρουσα ικανότης του όλου οικιστικού ιστού και των οικείων οικοσυστημάτων καθώς επίσης και της χωροταξικής εν γένει διατάξεως της περιοχής (Π.Ε. 246, 586/ 1992). Εξ άλλου ο ραγδαίος και ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός των επικερδών επιχειρήσεων ιχθυοτροφείων έδωσε την ευκαιρία στο Ε΄ Τμήμα να αξιώση την έρευνα της φερούσης ικανότητος των οικείων θαλασσίων οικοσυστημάτων και κατ΄ ακολουθίαν να αξιώση σχεδιασμόν εις επίπεδον νομού (Σ.Ε. 2844/1993).
Αλλά και η διαδεδομένη πλέον τάση μεγεθύνσεως των ξενοδοχειακών μονάδων χάριν κερδοφόρου τουρισμού ηνάγκασε το Ε΄ Τμήμα να θέση για πρώτη φορά ζήτημα βιωσίμου τουρισμού, αξιώνοντας «την ορθολογική κατανομή της τουριστικής δραστηριότητος στον ελλαδικό χώρο ....χωρίς υπέρβαση των ορίων κορεσμού κάθε περιοχής ..αναλόγως της ευπαθείας και των χαρακτηριστικών της», «λαμβανομένης υπ΄ όψει της ικανότητας κάθε περιοχής για την φιλοξενία τουριστών» και εξεταζομένων του μεγέθους, μορφής, διαρρυθμίσεως και εν γένει προσαρμογής του ξενοδοχείου στον περιβάλλοντα χώρο (Σ.Ε. 50/1993). Υπεραμυνόμενο, επίσης, του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος (βλ. κατωτέρω και Δεκάτη Αρχή) το Ε΄ Τμήμα έθεσε φραγμούς στην εκμετάλλευση του θεσμού μεταφοράς συντελεστού δομήσεως, απαγορεύοντας την υπέρβαση του συντελεστού οικιστικής πυκνότητος της περιοχής υποδοχής, αμέσως ή εμμέσως συναγομένου, και αξιώνοντας όπως η μεταφορά μη θίγη τον «άριστο» για την περιοχήν αυτή συντελεστή δομήσεως (Π.Ε. 441/ 1991).
Τετάρτη Αρχή της Υποχρεωτικής Αποκαταστάσεως Διαταραχθέντων Οικοσυστημάτων
Η βιώσιμη ανάπτυξη ως ισόρροπη συνεξέλιξη ανθρωπίνων συστημάτων και οικοσυστημάτων έγινε υποχρεωτικό Δίκαιο όταν η ισορροπία αυτή είχε ήδη σοβαρώς διαταραχθή εις βάρος των οικοσυστημάτων. Πολλά οικοσυστήματα κατεστράφησαν κατά την προηγηθείσα αγρία ανάπτυξη από άγνοια της αξίας των: δάση κάηκαν ή εκχερσώθηκαν, υγρότοποι αποξηράνθηκαν, ακτές και θάλασσες ερρυπάνθησαν κ.ο.κ. Τοιουτοτρόπως σήμερα, δεν είναι εφικτή η επιδίωξη ισορροπίας μεταξύ ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων, αν παραλλήλως δεν χωρήση αποκατάσταση αμέσως μεν των οικοσυστημάτων που κατεστράφησαν παρανόμως, ήτοι αφ΄ ότου ετέθησαν υπό νομικήν προστασίαν, εν καιρώ δε και όλων εκείνων που θα κριθούν απαραίτητα για την πλήρη επαναφορά της διαταραχθείσης ισορροπίας, εφ΄ όσον, βεβαίως, η αποκατάσταση αυτή είναι ακόμη φυσικώς δυνατή.
Η αποκατάσταση οικοσυστήματος (restoration), είναι εσκεμμένη ανθρώπινη παρέμβαση και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για την επαναφορά των πραγμάτων στην αρχική των κατάσταση. Έτσι, το δάσος αποκαθίσταται με αναδάσωση, ο υγρότοπος με την καθαίρεση του βλαπτικού τεχνικού έργου και την αναζωογόνηση της χλωρίδας και πανίδας του, το ρήγμα του λατομείου με επιχωμάτωση και δενδροφύτευση κ.λπ. Η τεχνολογία της αποκαταστάσεως έχει εξελιχθή αρκετά και παρέχει την ύστατη ελπίδα ιδίως εκεί όπου η εκβιομηχάνιση ερήμωσε την φύση.
Νομικώς η υποχρέωση αποκαταστάσεως οικοσυστήματος πηγάζει από το άρθρο 24 του Συντάγματος που κατά την ορθή του ερμηνεία, παρέχει πλήρη προστασία στο περιβάλλον, ήτοι προληπτική και κατασταλτική, άρα και αποκαταστατική σε όσα οικοσυστήματα κατεστράφησαν μετά την ισχύ του (1975). Ως θεμελιώδης αρχή η αποκατάσταση εξαγγέλλεται με την Αρχή (3) της Διακηρύξεως της Στοκχόλμης, αλλά προκύπτει και από την αρχή της βιοποικιλότητος (βλ. και πέμπτην αρχή).
Με την νομική αυτή βάση και την νομολογία του το Ε΄ Τμήμα κατέστησε σαφές ότι η έννομη τάξη, και δη η δημόσια οικολογική τάξη, δεν ανέχεται τετελεσμένα γεγονότα εις βάρος της: Οιαδήποτε βλάβη των οικοσυστημάτων δέον να αποκαθίσταται προσηκόντως. Η αρχή ισχύει τοσούτω μάλλον καθ΄ όσον αδίστακτοι ολετήρες οικοσυστημάτων επιχειρούν να επωφεληθούν από τη βραδύτητα της παροχής δικαστικής προστασίας προωθούντες εν τω μεταξύ τετελεσμένα γεγονότα. Στην χαρακτηριστική περίπτωση του υγροτόπου Γεωργιουπόλεως Κρήτης, όπου η Διοίκηση έτεινε να αποδεχθή το «ροκάνισμά» του από την εις βάρος του επεκτεινομένη γειτονική οικοδομική δραστηριότητα με την μέθοδο των διαδοχικών οριοθετήσεων, το Δικαστήριο διέταξε την πλήρη αποκατάσταση του οικοσυστήματος (Π.Ε. 306/1992, 296/1993).
Η αρχή της αποκαταστάσεως της διαταραχθείσης ισορροπίας μεταξύ ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων βαίνει πολύ πέραν συγκεκριμένων οικοσυστημάτων και εντάσσεται στο δόγμα του «Δικαίου Κόσμου», ήτοι σε υποσύστημα μέτρων της Agenda ΄21 που αποβλέπει στην αποκατάσταση της παγκοσμίου οικολογικής ισορροπίας: α) με την περιστολή της υπερκαταναλώσεως των ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών, β) με την συστηματική καταπολέμηση της πενίας των φτωχών χωρών, γ) με τον δημογραφικό έλεγχο, δ) με την προστασία της ανθρωπίνης υγείας. Στην ίδια βάση και σε εθνικό επίπεδο η αρχή έχει ευρύτερη εφαρμογή στην χωροταξία και πολεοδομία, όταν δίδεται προτεραιότης στην βελτίωση των συνθηκών υποβαθμισμένων περιοχών ή συνοικισμών. Εξ άλλου, ενδιαφερόμενο για την επούλωση των χαινουσών πληγών της ελληνικής φύσεως από την βάναυση λατόμευση, το Τμήμα, ερμηνεύον νόμο παρατείνοντα την λειτουργία λατομείων, επωφελήθη της διατάξεως για να την περιορίση στην υποχρεωτική αποκατάσταση του λατομικού χώρου ( Ε.Α. 761/1993).
Πέμπτη Αρχή της Βιοποικιλότητος
Η αρχή της βιοποικιλότητος αναγνωρίζει την εγγενή αξία όλων των ειδών της αγρίας χλωρίδος και πανίδος και παρέχει νομική προστασία σε όλη την ποικιλία των ειδών αυτών καθώς επίσης και στα ενδιαιτήματά των. Η εγγενής αξία των ειδών συνίσταται ιδίως στο ότι είναι βιογενετικά αποθέματα και συστατικά στοιχεία των οικοσυστημάτων. Με την έννοια αυτή η βιοποικιλότης προστατεύεται ως το κατ΄ εξοχήν κριτήριο της ευσταθείας και ευρωστίας των οικοσυστημάτων κατά την λογική: όσο μεγαλύτερη η βιοποικιλότης των τόσο ευσταθέστερο το οικοσύστημα.
Στην ευρύτερη και ορθή αυτή κατανόηση της βιοποικιλότητος κατέληξε το δίκαιο και η επιστήμη δυστυχώς αργά, όταν η εξαφάνιση των ειδών από την αλόγιστη «ανάπτυξη» είχε ήδη προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις και ιδίως εξοντωτική ταχύτητα. Ενυπήρχε δε εξ αρχής στην προστασία αυτή και ανθρωποκεντρική ιδιοτέλεια, διεγερθείσα από την ανακάλυψη της μεγάλης χρησιμότητος ταπεινών ειδών και μικροοργανισμών για τη βιομηχανία φαρμάκων και φυσικών προϊόντων υγείας. Η νομική προστασία εξεκίνησεν από το Διεθνές Δίκαιο με την προστασία μεμονωμένων ειδών και ύστερα με την κατάρτιση καταλόγων ειδών απειλουμένων με εξαφάνιση ή τελούντων ήδη σε κίνδυνο, για να λάβη εν τέλει την σύγχρονη μορφή της με την προστασία της «φυσικής κληρονομιάς» και της «βιολογικής ποικιλότητος» που υπαγορεύει τα εξής: α) το κράτος υποχρεούται σε αναγνώριση και συστηματική παρακολούθηση της βιοποικιλότητός του. Πρόκειται για πολύτιμα μεγέθη των πρασίνων λογαριασμών του, β) το κράτος υποχρεούται να καταρτίση στρατηγική, σχέδια και προγράμματα για την διατήρηση και βιώσιμη χρήση της βιολογικής ποικιλότητος (άρθρο 6 Σύμβασης Ρίο 5-6-1992 κυρωτ. ν. 2204/94), γ) το κράτος ενσωματώνει τον σκοπόν αυτό σ΄ όλες τις πολιτικές του, δ) εγκαθιστά σύστημα ειδικώς προστατευομένων περιοχών για την διατήρηση της βιοποικιλότητος, ε) προάγει την προστασία οικοσυστημάτων, φυσικών οικοτόπων και την διατήρηση βιωσίμων πληθυσμών των ειδών στο φυσικό περιβάλλον, στ) προάγει μόνον βιώσιμη ανάπτυξη στις γειτονικές περιοχές, ζ) ανορθώνει και αποκαθιστά υποβαθμισμένα οικοσυστήματα και προάγει την ανάκαμψη απειλουμένων ειδών.
Εξ άλλου, κατά τις ειδικώτερες διατάξεις της Συνθήκης της Βέρνης της 19.9.1979: α) η αγρία χλωρίς και πανίς αποτελούν φυσική κληρονομιά και το κράτος έχει γενική υποχρέωση να φροντίζη για την διατήρηση όλων των ειδών αυτών, β) η ανωτέρω υποχρέωση επεκτείνεται και κατά την χάραξη και υλοποίηση οιασδήποτε δημοσίας πολιτικής, ιδίως δε της χωροταξικής και αναπτυξιακής, γ) το κράτος οφείλει, επίσης, να προστατεύη τα φυσικά ενδιαιτήματα των ειδών, δ) το κράτος οφείλει να δώση ιδιαίτερη προσοχή στα είδη που απειλούνται με αφανισμό ή που βρίσκονται ήδη σε κίνδυνο, κυρίως δε στα ενδημικά είδη και στους απειλουμένους οικοτόπους, ε) το κράτος οφείλει, επίσης, να δώση ιδιαίτερη προσοχή στα αποδημητικά είδη και να συνεργασθή και με άλλα κράτη για την προστασία των ζωνών που αποτελούν διόδους αποδημίας, περιοχές διαχειμάσεως, συγκεντρώσεως, διατροφής και αναπαραγωγής, στ) απαγορεύεται η εκ προθέσεως συγκομιδή, συλλογή, κοπή ή εκρίζωση προστατευομένων φυτών, ως και η κατοχή ή εμπορία αυτών, ζ) απαγορεύεται η εκ προθέσεως σύλληψη, κατοχή, εμπορία ή θανάτωση προστατευομένων ζώων, η διατάραξή των ιδίως σε περίοδο αναπαραγωγής, εξαρτήσεως ή διαχειμάσεως, καθώς και η υποβάθμιση ή καταστροφή των ενδιαιτημάτων των.
Νομική βάση της αρχής είναι αφ΄ ενός μεν το άρθρο 24 του Συντάγματος αφού, κατά τα εκτεθέντα, δεν νοείται προστασία της ισορροπίας οικοσυστήματος άνευ της προστασίας της βιοποικιλότητός του, αφ΄ ετέρου δε το υπερνομοθετικό Δίκαιο νόμων που εκύρωσαν συναφείς διεθνείς συμβάσεις, όπως ιδίως του νόμου 1355/1983 περί κυρώσεως της Διεθνούς Συμβάσεως Βέρνης της 19-9-1979 για την διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης και του νόμου 2204/1994 περί κυρώσεως της Διεθνούς Συμβάσεως του Ρίο της 5-6-1992 για την βιολογική ποικιλότητα, αλλά και το άρθρο 20 του ν. 1650/86.
Την αρχή της βιοποικιλότητος εφήρμοσε επανειλημμένως το Σ.τ.Ε., είτε για να διασώση σπάνια είδη της ελληνικής πανίδος απειλούμενα με αφανισμό, όπως ιδίως την θαλασσία χελώνα Caretta-Caretta, την φώκια Monachus, τον χρυσαετό κ.ά., (αλλά και πιο κοινά είδη, όπως τον λύκο και την αλεπού), είτε για να προστατεύση γενικώτερα την εξαιρετική ποικιλία της ελληνικής χλωρίδος και πανίδος. Έτσι, με ρητή επίκληση της αρχής, το Ε΄ Τμήμα απηγόρευσε τους αεροψεκασμούς με φυτοφάρμακα για την καταπολέμηση του δάκου (Σ.Ε. 2162/1994). Έταξε επίσης προθεσμία για την απαγόρευση της αλιείας με «αργαλειό» (Π.Ε. 641/1994).
Αξιοσημείωτη και δημιουργική ήταν και η εφαρμογή της αρχής στη ρύθμιση της θήρας, όπου το Δικαστήριο, βαίνον πέραν των στενών ορισμών του νόμου, αξίωσε: α) όπως προ της εκδόσεως της ετησίας ρυθμιστικής αποφάσεως ακούονται οι απόψεις όχι μόνον των κυνηγετικών συλλόγων αλλά και των οικολογικών οργανώσεων, β) όπως για κάθε ένα από τα είδη της πανίδος, των οποίων επιτρέπεται η θήρα, υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση της καταστάσεως του πληθυσμού του, γ) όπως η περίοδος αναπαραγωγής εξατομικεύεται κατ΄ είδος (Σ.Ε. 366/1993,1174/1994).
Εξ άλλου, παρά την έλλειψη ειδικών διατάξεων, το Τμήμα υπέμνησε ότι τα «ρεύματα», ήτοι οι πτυχώσεις της επιφανείας της γής διά των οποίων συντελείται κυρίως «η απορροή προς την θάλασσα των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς», είναι οικοσυστήματα που με την πανίδα και χλωρίδα τους καθώς και το μικροκλίμα τους συμβάλλουν πολλαπλώς στην ισορροπία του περιβάλλοντος. Αντιταχθέν δε το Δικαστήριο στην επικρατούσα πρακτική εντάξεως των ρευμάτων στο σχέδιο πόλεως, επικαλύψεως και δομήσεώς των: α) αξίωσε την αποτύπωσή των στο σχέδιο, β) απηγόρευσε την επικάλυψη ή δόμησή των, καθώς και κάθε άλλη επέμβαση θίγουσα την λειτουργία των, γ) επέβαλε την διατήρηση και κοινοχρησία των.
Η αρχή έγινε με την άμεση απαγόρευση της καταστροφής της χλωρίδας και πανίδας του ρεύματος «Ποδονίφτη» στην Φιλοθέη (Ε.Α. 43/1993, Σ.Ε. 1801/1995) και την επιβολή υποχρεώσεως αποτυπώσεως των ρευμάτων και κοινοχρησίας των (Π.Ε/124/1994, Σ.Ε. 2163/1994).
΄Εκτη Αρχή της Κοινής «Φυσικής Κληρονομίας»
Πολύ πριν αναγνωρισθή η ανάγκη προστασίας και διατηρήσεως αμειώτου του φυσικού κεφαλαίου (βλ. Αρχή 2), είχε αναγνωρισθή η αξία του πλέον ευαισθήτου πυρήνος του που είχε χαρακτηρισθή ως «φυσική κληρονομία» των ανθρώπων, εξισουμένη με την «πολιτιστική» κληρονομία και δικαιουμένη της ιδίας προστασίας. Εγίνετο λόγος τότε για «φυσικά μνημεία» παγκοσμίας αξίας. Η αξιολόγηση στηριζόταν σε αισθητικά και επιστημονικά κριτήρια. Ο αρχικός πυρήν αυτής της «φυσικής κληρονομίας» περιελάμβανε, εκτός από τα «φυσικά μνημεία» και «γεωολογικούς και φυσιογραφικούς σχηματισμούς και εκτάσεις που ήσαν ενδιαιτήματα απειλουμένων ειδών» καθώς επίσης και «τοπία» (Διεθνής Σύμβαση Παρισίων 23-11-1972). Βαθμηδόν ο πυρήν αυτός αναπτύχθηκε και περιέλαβε και άλλες περιοχές της αγρίας φύσεως, όπως εκτάσεις με εξαιρετικώς ευαίσθητα οικοσυστήματα, εκτάσεις μεγάλης οικολογικής ή βιολογικής αξίας, οικοσυστήματα πλουσίας βιοποικιλότητος, εκτάσεις άθικτες από ανθρώπινη δραστηριότητα, φυσικούς ή γεωμορφολογικούς σχηματισμούς με ιδιαίτερη οικολογική ή αισθητική αξία, όπως οι καταρράκτες, οι πηγές, τα φαράγγια, θίνες, σπηλιές, ύφαλοι, βράχοι, παρόχθια και παράκτια βλάστηση, κοραλλιογενείς σχηματισμοί κ.λπ.
Σήμερα που νομικώς είναι διατηρητέο ακέραιο το φυσικό κεφάλαιο και όχι μόνο ο ανωτέρω πολύτιμος πυρήν του, η ιδιαίτερη προστασία του τελευταίου εξακολουθεί να έχει μεγάλη πρακτική αξία. Διότι η έννοια της προστασίας αυτής είναι α) ότι καθιερώνει ένα κοινό, δηλ. ανεπίδεκτο ιδιοποιήσεως, μέρος του φυσικού κεφαλαίου που πρέπει να είναι αφιερωμένο στην κοινή χρήση. Η διασφάλιση της κοινής «φυσικής κληρονομίας» των ανθρώπων αποτελεί πρώιμο σκοπό του δικαίου. Το ρωμαϊκό δίκαιο είχε αναγνωρίσει ότι ο αέρας, η θάλασσα, ο αιγιαλός, οι ποταμοί, λίμνες κ.λπ. ήσαν «κοινά της πάσι» ή κοινόχρηστα και κατά μίμηση αυτών διαμορφώθηκαν αργότερα οι κοινόχρηστοι χώροι των οικισμών. Απαγορεύοντας, έτσι, την μετατροπή των κοινών πραγμάτων σε οικονομικά αγαθά, αντικείμενα δηλ. ιδιωτικών δικαιωμάτων, το ρωμαϊκό δίκαιο εθέσπισε πράγματι διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος που διασφάλιζαν την ισορροπία ανθρώπου-φύσεως. Έκτοτε, όμως, και υπό την επίδραση της αναπτυξιακής οικονομικής δραστηριότητος, τα κοινά φυσικά αγαθά εξετέθησαν σε πολλαπλές πιέσεις που προκαλούν είτε την ανοικτή ή συγκεκαλυμμένη φαλκίδευσή των (λ.χ. μέσω της αναγνωρίσεως δικαιωμάτων κυριότητος ή «ιδιαιτέρας χρήσεως») είτε την λεηλασία και αποσταθεροποίηση των οικείων οικοσυστημάτων (λ.χ. υπεραλίευση και ρύπανση θαλασσών). Υπό τις συνθήκες αυτές η υπεράσπιση των κοινών φυσικών αγαθών είναι προέχων σκοπός του νέου δικαίου του περιβάλλοντος, διότι διασφαλίζει ποιότητα ζωής για όλους και όχι μόνον για εκείνους που μπορούν να την αγοράσουν. Κατά συνέπειαν, τα κοινά φυσικά αγαθά (φυσικά τοπία, θάλασσα, λίμνες, ποταμοί, δημόσια δάση, αιγιαλός, ακτές, βραχονησίδες κ.λπ.) δεν επιτρέπεται να γίνουν αντικείμενα ιδιοποιήσεως. Ούτε η κοινή χρήση των δύναται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να αναιρεθή, περιορισθή ή υποβαθμισθή. Αντιθέτως, το κράτος οφείλει να τα συντηρή και να διευκολύνη την πρόσβαση σ΄ αυτά. β) Η ίδια αρχή εξασφαλίζει ένα άδυτο τμήμα της αγρίας φύσεως που είναι όχι μόνον διατηρητέο αλλά και εξηρημένο κάθε ανθρωπίνης παρεμβάσεως, όπως τα «ιερά δάση ή άλση» της αρχαιότητος. Το άδυτο τμήμα της φύσεως είναι μεν επισκέψιμο, εκτός αν προορίζεται αποκλειστικώς για επιστημονική έρευνα, αλλά δέον να παραμένη αναλλοίωτο. Η προστασία του δεν ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του κράτους, αλλά συντρεχόντων των ανωτέρω όρων, είναι υποχρεωτική και ο δικαστής θα την παράσχη πλήρη, είτε εξεδόθη η συναφής διοικητική πράξη είτε όχι. Ο χαρακτήρ δηλ. των οικοσυστημάτων ως αποτελούντων μέρος της απολύτως προστατευτέας φυσικής κληρονομίας προκύπτει αντικειμενικώς και ο δικαστής ελέγχει αν η υπαγωγή στο προστατευτικό καθεστώς έγινε σε όλη την έκτασή της, καθώς επίσης και αν τυχόν το καθεστώς τούτο ενοθεύθη με ανεπίτρεπτες χρήσεις. Υπό τις σύγχρονες αντιλήψεις το «αποθεματικό» αυτό της αγρίας φύσεως δέον να παραμένη άθικτο όχι χάριν των αισθητικών ή επιστημονικών διαφερόντων του ανθρώπου, αλλά διότι τούτο είναι απαραίτητο χάριν της ισορροπίας ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων, δεδομένου, μάλιστα, ότι στο αποθεματικό αυτό επιβιώνει η κρίσιμη μάζα του βιογενετικού υλικού και άρα εκεί υπάρχει η πηγή της ζωής. Νομική βάση της αρχής είναι το άρθρο 24 του Συντάγματος, η Αρχή (4) της Διακηρύξεως της Στοκχόλμης, το Διεθνές Δίκαιο και δη ο ν. 1126/1981 περί κυρώσεως της πράξεως Συμβάσεως Ramsar των Παρισίων της 23-11-1972 και τα άρθρα 18 και 20 του Ν. 1650/1985. Επί τη βάσει της αρχής αυτής το Σ.τ.Ε επροστάτευσε τους υγροτόπους του Δέλτα του ποταμού Νέστου (Σ.Ε. 2343/1987), τον Αμβρακικό (Σ.Ε. 1342/1992, 2153/1994), όταν απειλήθηκαν από την βιομηχανική ανάπτυξη αλλά και άλλα μέρη της Ελληνικής φυσικής κληρονομίας που δεν είχαν τυπικώς υπαχθή σε ειδικό καθεστώς, όπως τον υγρότοπο της Γεωργιουπόλεως Κρήτης (Π.Ε. 112/1992, 296/1993) τους φυσικούς σχηματισμούς του Δάσους Καλαμαριάς (Σ.Ε. 2164/ 1994) όταν απειλήθηκαν από οικιστική ανάπτυξη κ.ο.κ., την λίμνη της Βουλιαγμένης (Π.Ε. 369/1995), το απολιθωμένο δάσος Λέσβου (Ε.Α. 479/ 1992).
Εβδόμη Αρχή της Ηπίας Αναπτύξεως των Ευπαθών Οικοσυστημάτων
Μεταξύ της αβάτου φύσεως και των οικοσυστημάτων που φέρουν το βάρος των ανθρωπογενών συστημάτων υπάρχει η ενδιάμεση κατηγορία των ευπαθών ή «ευαισθήτων» οικοσυστημάτων, που, όπως υποδηλώνει η ονομασία των, επιδέχονται μεν την συνύπαρξη με τα ανθρωπογενή συστήματα αλλ΄ απορρυθμίζονται ευχερώς υπό την τυχόν δυσμενή επίδραση των τελευταίων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ιδίως τα δάση, τα οικοσυστήματα ακτών, τα βουνά και τα μικρά νησιά καθώς και οι τοποθεσίες ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Έτσι, τα δασικά οικοσυστήματα αποσταθεροποιούνται εύκολα με την πυρκαγιά, εκχέρσωση, αποψίλωση ή υπερβόσκηση, αφού, όταν εκλείψει η δασική βλάστηση, ακολουθεί η διάβρωση του εδάφους και η καταστροφή της δασοβιοκοινότητος των καταναλωτών και αποδομητών.
Οι ακτές, με τα στενώς αλληλεξαρτώμενα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματά των, αποσταθεροποιούνται εύκολα με τη ρύπανση που καταστρέφει την βιοκοινότητά τους.
Τα βουνά είναι ευπαθή γιατί υπόκεινται σε διάβρωση εδάφους από την αλλοίωση της μορφολογίας των, τις βροχές, τον άνεμο και τον παγετό, σε ρύπανση των υπογείων υδάτων τους κ.λπ.
Τα μικρά νησιά έχουν την ίδια ευπάθεια με τις ακτές και επί πλέον ως κλειστά οικοσυστήματα με μικρά αποθέματα ενεργείας και ύδατος δεν επιδέχονται ένταση στην παραγωγική εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων. Τέλος, οι τοποθεσίες φυσικού κάλλους είναι ευνοήτως ευπαθείς, αφού εύκολα μπορούν να αλλοιωθούν τα στοιχεία της συμμετρίας των. Και ενώ της αβάτου φύσεως η σημασία έχει αναγνωρισθή, αρκετά κράτη, στα οποία ανήκει και η Ελλάς, δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι τα ευπαθή οικοσυστήματα πρέπει να υπάγονται σε ειδικό ρυθμιστικό καθεστώς, διότι τα οικοσυστήματα αυτά δέχονται συνεχώς αυξανομένη πίεση. Διαρκώς μεγαλύτεροι πληθυσμοί ανθρώπων διεισδύουν στα δάση, κατέρχονται στις ακτές και αποβιβάζονται στα νησιά, φέρνοντας μαζί τους την ρύπανση και την καταστροφή από τις ανεξέλεγκτες, αλληλοσυγκρουόμενες ή επικίνδυνες χρήσεις. Επιστήμη και πρακτική συγκλίνουν στο ότι τα ευπαθή οικοσυστήματα είναι δεκτικά μόνον ηπίας αναπτύξεως, ενώ πρέπει να τελούν συνεχώς υπό αυστηρό χωροταξικό καθεστώς με επακριβώς καθορισμένες τις επιτρεπόμενες ήπιες χρήσεις. Το πόρισμα αυτό ενσωματώνει η εξεταζόμενη αρχή που επιτάσσει την παροχή της ειδικής προστασίας οπωσδήποτε, είτε δηλ. έχει νομοθετηθεί το καθεστώς αυτό είτε όχι. Και στην μεν πρώτη περίπτωση ο δικαστής, ελέγχει αν τούτο παρέχει τον επιθυμητό βαθμό προστασίας, εις δε την δεύτερη εφαρμόζει ευθέως την αρχή, με την βοήθεια της επιστήμης. Συνήθως, όμως, υφίσταται τουλάχιστον δασική νομοθεσία, σπανιώτερα νομοθεσία για τα βουνά και τα μικρά νησιά. Αλλά και όπου υφίσταται η νομοθεσία, υπάρχει πάντοτε η ανάγκη να αποκαθαίρεται από νόθες διατάξεις που παρεισφρύουν σ΄ αυτήν. Συνεπώς ο δικαστής πρέπει να επαγρυπνεί.
Ως «ηπία» ανάπτυξη θεωρείται εκείνη που δεν συνεπάγεται μεγάλη επιβάρυνση και ένταση του περιβάλλοντος είτε λόγω της εξορύξεως φυσικών πόρων είτε λόγω χρήσεως είτε λόγω αποβλήτων. Κατά τα λοιπά η «ηπιότης» της παρεμβάσεως κρίνεται κατά κατηγορία ευπαθούς οικοσυστήματος. Έτσι λ.χ. στα δάση επιτρέπονται ελάχιστες χρήσεις που είναι συμβατές με τον προορισμό τους, στις ακτές ευάριθμες αλλά ελαφρές και διαχωρισμένες κατά ζώνες (λ.χ. όχι λατομεία ή βαριά βιομηχανία), στα μικρά νησιά παραγωγική δραστηριότης δυναμένη να τροφοδοτηθή από εγχώρια πηγή ενεργείας και ύδατος κ.ο.κ. Η κρίση, αν ωρισμένη ανθρώπινη παρέμβαση σε περιοχή ευπαθούς οικοσυστήματος είναι ηπία και συμβατή με την ευαισθησία του, είναι καθαρώς νομική και ανήκει πλήρως στον δικαστή εν περιπτώσει αμφισβητήσεως. Το ζήτημα τίθεται συνήθως με το ερώτημα αν ωρισμένη χρήση είναι συμβατή με το ευπαθές οικοσύστημα, ενώ στην νομολογία διαμορφώνονται σταδιακά οι κατάλογοι των επιτρεπομένων χρήσεων κατά κατηγορίαν ευπαθούς οικοσυστήματος. Εννοείται ότι ο δικαστής υποβοηθείται από την επιστήμη.
Νομική βάση της αρχής είναι το άρθρο 24 του Συντάγματος, ερμηνευόμενο υπό το φώς των πορισμάτων της επιστήμης του περιβάλλοντος, και τυχόν διατάξεις ειδικής νομοθεσίας, ως είναι λ.χ. ο Δασικός Κώδιξ.
Το Σ.τ.Ε. έχει σημαντική νομολογία στην προστασία των ευπαθών οικοσυστημάτων και μάλιστα πρώϊμη προκειμένου περί των δασικών οικοσυστημάτων, χάριν των οποίων έχει επανειλημμένως αποκαθάρει την δασική νομοθεσία από ατυχείς ρυθμίσεις. Όσο προχωρεί δε η καταστροφή του δασικού πλούτου της χώρας, τόσο αυστηρότερη γίνεται η νομολογία αυτή. Με την πρόσφατη νομολογία του Ε΄ Τμήματος η ειδική ρήτρα του άρθρου 24 παρ. 1 πρότ. 2 του Συντάγματος ερμηνεύεται τόσο αυστηρά, ώστε μέσα στα δάση ή στις δασικές εκτάσεις να επιτρέπεται παρέμβαση μόνον χάριν εθνικού συμφέροντος και αυτή εφόσον αποδεδειγμένως δεν μπορεί να γίνει πουθενά αλλού (Σ.Ε. 2453/1993). Έχουν, έτσι απαγορευθεί η οικιστική ανάπτυξη, τα νεκροταφεία, βιομηχανίες, κοινωφελή ιδρύματα ακόμη και αυτές οι πάγιες εγκαταστάσεις παιδικών κατασκηνώσεων (Π.Ε. 314/1995, 105/1993).
Πρωτοπόρος είναι η νομολογία για την προστασία των ακτών που δεν έχει ακόμη νομοθετηθεί: το Ε΄ Τμήμα εδέχθη ότι οικιστικές ρυθμίσεις στις ακτές είναι θέμα εθνικής σημασίας που ανήκει στον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας και όχι στον νομάρχη, καθώς και ότι τεχνικά έργα στις ακτές επιτρέπονται μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και πάντοτε εντός ευρύτερου σχεδιασμού. Έκρινε, επίσης, προστατευτέο το αισθητικό κάλλος των ακτών (Σ.Ε. 3818/1995, Ε.Α. 523, 621/1992). Ως προς τις τοποθεσίες ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους το Ε΄ Τμήμα εδέχθη ότι, αν μεν αυτές έχουν περιωρισμένη έκταση, δεν επιδέχονται καμμία ανθρώπινη παρέμβαση, αν δε έχουν μεγάλην έκταση, επιδέχονται μόνον ήπια οικιστική ανάπτυξη, όπως είναι η ομαλή δημογραφική εξέλιξη προϋφισταμένων οικισμών αλλά όχι και η δημιουργία νέων (Π.Ε. 307/1995).
11ο Τεύχος