Οι ρίζες της ΕΞΕΛΙΞΗΣ στους βράχους του Αιγαίου
Το Δασκαλιό κοντά στην Κέρο, μια βραχονησίδα ηλικίας 1.500 ετών που είναι σκεπασμένη με σκίνα. Στην κορυφή της υπάρχει νεολιθικός οικισμός, και τα θραύσματα οψιδιανού (πετρώματος που υπάρχει μόνο στη Μήλο) καθώς και τα κελύφη οστράκων που εντοπίσαμε στην κορυφή δείχνουν ότι κάποτε το νησί είχε φιλοξενήσει ανθρώπους.
H σαύρα Podarcis erhardii διαθέτει ιριδίζοντες χρωματισμούς, που ποικίλλουν με την εποχή. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο οι αρσενικές αποκτούν φωτεινές πορτοκαλιές αποχρώσεις
Σπιτόφιδο: Ενα φίδι της ελληνικής ερπετοπανίδας που είναι συνδεδεμένο με την ιστορία μας: το ακίνδυνο σπιτόφιδο ή λαφιάτης (Elaphe situla) εντοπίζεται στις περιοχές όπου είχαν ιδρύσει αποικίες οι αρχαίοι Ελληνες, από την Κάτω Ιταλία ως τη M. Ασία και την Κριμαία
Αλμπινάριες: Εκτός από τα ερπετά, τα σαλιγκάρια του γένους Albinaria αποτελούν οργανισμούς-μοντέλα για τη μελέτη της εξέλιξης στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οργανισμοί αυτοί έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες κάθε νησιού. Οι χαρακτηριστικές σχισμές του κελύφους τους λειτουργούν ως ψύκτρες που μειώνουν τη θερμοκρασία και επιτρέπουν την επιβίωσή τους κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο των νησιών.
H πατρότητα της φράσης «Αν ο Δαρβίνος είχε περάσει από το Αιγαίο, θα είχε οδηγηθεί στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα που τον οδήγησαν οι παρατηρήσεις του στα νησιά Γκαλάπαγκος» ανήκει στον κ. Μωυσή Μυλωνά, καθηγητή Οικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρο του ΔΣ του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης. Την ουσία της φράσης αυτής τη συμμερίζονται πολλοί, όπως ο Γιάννης Φουφόπουλος (Johannes Foufopoulos), ελληνογερμανικής καταγωγής επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ, ο οποίος θεωρεί ότι το αρχιπέλαγος του Αιγαίου είναι το ιδανικό σημείο στον πλανήτη για τη μελέτη της εξέλιξης και όχι μόνο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: πριν από 18.000 χρόνια το Αιγαίο δεν ήταν όπως το γνωρίζουμε σήμερα. H στάθμη της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερη (υπολογίζεται σε -121 μέτρα) και πολλά από τα νησιά ήταν ενωμένα μεταξύ τους. Ετσι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν προσαρτημένα στη Μικρά Ασία, ενώ ενωμένα ήταν τόσο τα νησιά του συμπλέγματος της Παροναξίας όσο και οι Σποράδες, με εξαίρεση τη Σκύρο. H Αμοργός όπως τη γνωρίζουμε σήμερα έχει ηλικία 15.000 χρόνων, συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από το γεγονός ότι ο πυθμένας της θάλασσας που την περιβάλλει εντοπίζεται σε βάθος 115 μέτρων. Αντίστοιχα, η Σάμος αποκόπηκε από τη Μικρά Ασία μόλις πριν από 5.000 χρόνια, ενώ το Δασκαλιό (η βραχονησίδα την οποία επισκεφθήκαμε) διαχωρίστηκε από την Κέρο μόλις πριν από 1.500 χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κρήτη έχει ηλικία μεγαλύτερη των 5.000.000 χρόνων, καθώς δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Μεσσηνιακής Κρίσης, όταν ύστερα από τεκτονικές μεταβολές δημιουργήθηκε το Γιβραλτάρ και η Μεσόγειος έγινε μια κλειστή θάλασσα. Αυτή η πλούσια γεωλογική ιστορία καθιστά το Αιγαίο ένα φυσικό εργαστήριο για τη μελέτη της εξέλιξης.
Οταν τα νησιά του αρχιπελάγους του Αιγαίου ήταν ενωμένα μεταξύ τους ή αποτελούσαν κομμάτι της ηπειρωτικής χώρας, διέθεταν κοινά είδη ζώων. Ο διαχωρισμός όμως των νησιών άλλαξε τις συνθήκες διαβίωσης των ειδών αυτών, με αποτέλεσμα κάποια είδη να εξαφανιστούν και κάποια να υιοθετήσουν προσαρμογές που τα διαφοροποιούν από τα αρχικά. Σημειώνεται δε ότι ο διαχωρισμός των νησιών ήταν ένας μόνο από τους παράγοντες που επηρέασαν τα είδη ο άλλος ήταν οι βαθμιαίες κλιματικές αλλαγές που είχαν ως αποτέλεσμα δραστικές μεταβολές στη χλωρίδα. Θα είναι ίσως δύσκολο στους λάτρεις των Κυκλάδων να πιστέψουν ότι τα αγαπημένα τους νησιά με τη χαρακτηριστική καλοκαιρινή ξηρότητα ήταν κάποτε δασώδεις εκτάσεις. Και όμως! Οπως εξηγεί ο Γιάννης Φουφόπουλος, «σύμφωνα με ταξιδιωτικές περιγραφές, η Πάρος για την περίοδο από το 800 ως το 1100 μ.X. ήταν σκεπασμένη από πυκνά δάση δρυός, κέδρου και κυπαρίσσου. Πιθανότατα δε ήταν ακατοίκητη, αφού, σύμφωνα με τις ίδιες περιγραφές, ο μοναδικός καλόγερος της Εκατονταπυλιανής δήλωνε πως ήταν μόνος στο νησί για τριάντα και πλέον χρόνια!».
Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι το κόψιμο των δασών για ανθρώπινη εγκατάσταση αλλά και η βαθμιαία αύξηση της θερμοκρασίας, που δεν ευνοούσε πλέον την ανάπτυξη δένδρων με «προτίμηση» σε ψυχρότερα κλίματα, επηρέασε άμεσα τα ζωικά είδη των νησιών. Μεταξύ των οργανισμών που θα μπορούσαν να μελετηθούν προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τις παραμέτρους που καθορίζουν την εξαφάνιση ενός είδους (γιατί αυτός είναι ο τελικός στόχος των ερευνητών) επελέγησαν τα ερπετά, «καθώς υπάρχει αφθονία ειδών, ενώ διαθέτουν το επιπρόσθετο πλεονέκτημα για μελέτες αυτού του είδους να μην μπορούν να περάσουν πάνω από το νερό και να μετακινηθούν από νησί σε νησί. Τέλος, πρόκειται για είδη καλά μελετημένα, των οποίων την κατανομή στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου γνωρίζουμε τόσο από περιγραφές φυσιοδιφών του 19ου αιώνα όσο και από σύγχρονες μελέτες» λέει ο κ. Φουφόπουλος.
Το κλειδί της σαύρας
H σαύρα του είδους Podarcis erhardii στην οποία έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της η ερευνητική ομάδα εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής (Αλβανία, Βουλγαρία), καθώς και στα νησιά του Αιγαίου, στην ηπειρωτική χώρα και στην Πελοπόννησο. H κατανομή της στα νησιά του Αιγαίου είναι το κλειδί για να απαντηθούν πολλά ερωτήματα. Παραδείγματος χάριν, η Πάρος δεν διαθέτει Podarcis erhardii, όπως δεν διαθέτει και το Δρυονήσι. Αντίθετα, διαθέτουν το είδος τόσο το Πρασονήσι όσο και το Μακρονήσι. Με δεδομένη τη στενή γειτνίαση των τριών νησιών-βραχονησίδων μεταξύ τους όσο και με την Πάρο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απάντηση στο ερώτημα «γιατί η συγκεκριμένη σαύρα έχει εξαφανιστεί από την Πάρο και το Δρυονήσι;» δεν είναι προφανής. Ερωτήματα όπως το παραπάνω θα διερευνήσουν οι επιστήμονες που αναζητούσαν σαύρες στο Δασκαλιό το Σάββατο 29 Απριλίου 2006. Παρατηρώντας τους ανακαλύψαμε ότι η σύλληψη σαυρών δεν είναι εύκολη υπόθεση· αντιλαμβανόταν κανείς την παρουσία τους από το χαρακτηριστικό θρόισμα των σκίνων (που αποτελούν το βασικό φυτό του νησιού), αλλά ακόμη και όταν έβγαιναν από τους θάμνους δεν έδειχναν να μπαίνουν στον πειρασμό να τσιμπήσουν το σκουλήκι-δόλωμα (για την ακρίβεια, προνύμφη κολεοπτέρου). «Αναμενόμενο!» μας λέει ο δρ Στρατής Βαλάκος, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος εξειδικεύεται στην ελληνική ερπετοπανίδα, και εξηγεί: «H χθεσινή βροχή τούς έλυσε το πρόβλημα του νερού και τα έντομα που κυκλοφορούν εδώ είναι πολλά. Πιθανότατα λοιπόν οι σαύρες δεν πεινούν».
Οι σαύρες όχι μόνο αδιαφορούν για το φαγητό αλλά τρέχουν και με μεγάλες ταχύτητες, καθώς ο ήλιος είναι ψηλά και η θερμοκρασία τους έχει ανέβει, επιτρέποντας στον μεταβολισμό τους να λειτουργεί στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Για να συλληφθούν οι δέκα σαύρες που υπολείπονται (η ομάδα έχει συλλέξει άλλες είκοσι σε προηγούμενη αποστολή), απαιτούνται περίπου τέσσερις ώρες και όλη η τέχνη της ομάδας, η οποία, εκτός από τους Γιάννη Φουφόπουλο και Στρατή Βαλάκο, περιλαμβάνει ακόμη τον δρα Πέτρο Λυμπεράκη, ερευνητή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, τον δρα Παναγιώτη Παφίλη από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και την προπτυχιακή φοιτήτρια Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης κυρία Πασχαλιά Καπλή. (Περιττό να πούμε ότι η συμβολή της γράφουσας στη σύλληψη των σαυρών συνίσταται στο... κράτημα σημειώσεων!)
Μετά το Δασκαλιό, σειρά έχει η Κέρος, λίγα μόνο μέτρα μακριά. Το νησί είναι σαφώς μεγαλύτερο και η ομάδα εξαπλώνεται και συνεχίζει να εφαρμόζει τις τεχνικές σύλληψης σαύρας: όταν η σαύρα δεν δείχνει ενδιαφέρον για το δόλωμα, εφαρμόζεται μια τεχνική που δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν του λάσου. Αυτή προϋποθέτει ότι η σαύρα παραμένει στην ίδια θέση για χρόνο ικανό ώστε να δεθεί η θηλιά γύρω από τον λαιμό της. H ομάδα όμως επινοεί και τεχνικές της στιγμής, όπως η κατευθυνόμενη μετακίνηση της σαύρας προς στον κουβά που έχει αφεθεί να κυλήσει στο έδαφος (ο ανασηκωμένος κουβάς απαγορεύει την έξοδο της σαύρας, καθώς τα λεία τοιχώματά του γλιστρούν πολύ και δεν της επιτρέπουν να φθάσει στο χείλος του).
Προς μεγάλη ανακούφιση της γράφουσας, η οποία παρακολουθεί τον καιρό να χαλάει επικίνδυνα (ή τουλάχιστον επικίνδυνα για κάποιον που δεν είναι συνηθισμένος να μετακινείται με φουσκωτό που τρέχει με 45 μίλια την ώρα και ενώ τα μποφόρ αυξάνονται...), η αποστολή διακόπτεται περί τις έξι το απόγευμα. Εξάλλου έχουν πια αποσυρθεί και οι σαύρες! H «Τηθύς» (η βάρκα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Κρήτης που χρωστά το όνομά της στην αρχέγονη Τηθύ θάλασσα που έβρεχε την Παγγαία πριν από 370 εκατομμύρια χρόνια ή, αν προτιμάτε, στην Τηθύ της μυθολογίας μας που ήταν κόρη του Ουρανού και της Γης και αδελφή αλλά και σύζυγος του Ωκεανού), καθοδηγούμενη από τα έμπειρα χέρια του Πέτρου Λυμπεράκη, αλλάζει ρότα για να αποφύγουμε κατά το δυνατόν τον καιρό και μας φέρνει με ασφάλεια στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου απ' όπου έχουμε ξεκινήσει.
Το φακέλωμα της σαύρας
Πρακτικώς η μελέτη αρχίζει από τώρα που τα ζώα έχουν συλλεγεί. H ομάδα δουλεύει σαν να επρόκειτο για αλυσίδα εργοστασίου, όπου ο καθένας εκτελεί ένα μέρος της διαδικασίας. Ο Πέτρος Λυμπεράκης με τη βοήθεια μεγεθυντικού φακού εξετάζει τα ζώα για παράσιτα (η παρουσία παρασίτων είναι ένας από τους παράγοντες που μπορεί να επιδράσουν στην εξαφάνιση ενός είδους). Στη συνέχεια τα ζώα περνούν στον Στρατή Βαλάκο, ο οποίος μετρά το συνολικό μήκος τους, το μήκος της ουράς τους και τα ζυγίζει. Σε περίπτωση που η ουρά έχει αποκοπεί και έχει αρχίσει να αναγεννάται, μετρά επίσης το μήκος του αναγεννημένου τμήματος. Σειρά έχει ο Γιάννης Φουφόπουλος, ο οποίος σημειώνει με μαρκαδόρο τον κωδικό του ζώου πάνω στην πλάτη του (ο κωδικός θα παραμείνει ώσπου το ζώο να αποβάλει το δέρμα του, αλλά ως τότε η ομάδα θα έχει τελειώσει τις παρατηρήσεις της και θα έχει επιστρέψει τα ζώα στο νησί από όπου προήλθαν). Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της Πασχαλιάς Καπλή και χρησιμοποιώντας (προς τη σαύρα) τη χαρακτηριστική έκφραση «συγγνώμη, κούκλα μου», ο Γιάννης Φουφόπουλος παίρνει ιστολογικά δείγματα και δείγματα αίματος από τα ζώα, τα οποία περνούν στον Παναγιώτη Παφίλη για να φωτογραφηθούν. Και πάλι η γράφουσα επωμίζεται τη μόνη εργασία που δεν απαιτεί χειρισμό ζώων: περνά τα στοιχεία των μετρήσεων στο τετράδιο πειραμάτων.
Προς το παρόν το ερευνητικό πρόγραμμα, στο οποίο συμμετέχουν ακόμη η προπτυχιακή φοιτήτρια Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Πάτρας κυρία Θεοδώρα Στρουτένσκι και ο δρ Παναγιώτης Γεωργιακάκης από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Κρήτης, είναι σε πιλοτική φάση, ενώ σύντομα αναμένεται η επέκτασή του σε περίπου 40 νησιά και βραχονησίδες. Την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από το πρόγραμμα εξηγεί ο Γιάννης Φουφόπουλος: «H μελέτη της εξαφάνισης των ειδών βασίζεται εν πολλοίς σε θεωρητικά μαθηματικά μοντέλα, επειδή κανένας δεν έζησε για χιλιάδες χρόνια ώστε να τεκμηριώσει τις μεταβολές στη χλωρίδα και στην πανίδα. Ενώ λοιπόν τα μαθηματικά μοντέλα είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτά αντιστοιχίζονται με δεδομένα που προέρχονται από τη φύση. Τέτοιου είδους δεδομένα αναζητούμε στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου, τη γεωλογική ιστορία του οποίου γνωρίζουμε καλά. Τελικός στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια αλυσίδα πληροφοριών που θα μας αποκαλύπτει τις παραμέτρους που συμβάλλουν στην εξαφάνιση των ειδών. Ετσι, από τον πρώτο κρίκο, που είναι η γνωστή γεωλογική ιστορία των νησιών και τα άλλα γεωγραφικά χαρακτηριστικά, όπως το μέγεθός τους, περνάμε στον επόμενο, που αφορά τη γενετική ποικιλομορφία των ειδών. Οι σαύρες που συλλέξαμε ανήκουν όλες στο είδος Podarcis erhardii, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι ομοιόμορφες γενετικά, όπως δεν είναι και οι άνθρωποι, αν και ανήκουν όλοι στο είδος Homo sapiens. Επόμενος κρίκος στην αλυσίδα των πληροφοριών που θα συλλέξουμε είναι λοιπόν η γενετική ανάλυση των σαυρών. Ειδικότερα θα μελετηθούν περιοχές στο DNA που σχετίζονται τόσο με τη γενικευμένη αντίδραση των ζώων σε παράσιτα όσο και με την ειδική που σχετίζεται με την παραγωγή αντισωμάτων. Στη συνέχεια τα αποτελέσματα θα συσχετιστούν με την έκταση της παρουσίας παρασίτων πάνω στα ζώα, προκειμένου να δούμε αν η ένταση της ανοσολογικής αντίδρασης παρέχει στο ζώο ενισχυμένη προστασία».
Από τη σαύρα στην αρκούδα
Τα δεδομένα που θα προκύψουν από τη μελέτη της ομάδας θα βοηθήσουν στον σχεδιασμό μέτρων για την προστασία ζώων που δεν διαβιούν μόνο σε νησιωτικά οικοσυστήματα και δεν είναι αναγκαστικά ερπετά. Ο Γιάννης Φουφόπουλος είναι κατηγορηματικός: «Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματά μας μπορούμε να μάθουμε πώς, παραδείγματος χάριν, θα προστατευθεί η αρκούδα της Πίνδου! Δεν είναι υπερβολή: αν θεωρήσουμε ότι η έκταση στην οποία διαβιοί η αρκούδα αντιστοιχεί με ένα νησί, τότε η δημιουργία ενός μεγάλου αυτοκινητοδρόμου που θα διακόπτει την έκταση αυτή και θα εμποδίζει το πέρασμα της αρκούδας από το ένα μέρος του δρόμου στο άλλο θα μοιράσει τον πληθυσμό αρκούδων στα δύο. Πρακτικά αυτό αντιστοιχεί με τον διαχωρισμό των νησιών πριν από χιλιάδες χρόνια, που επέφερε κατάτμηση των πληθυσμών. Μελετώντας σήμερα τα αποτελέσματα αυτής της κατάτμησης θα είμαστε σε θέση να προβλέψουμε πόσο θα κινδυνεύσει με εξαφάνιση η αρκούδα του παραδείγματος αν δημιουργηθεί ο υποτιθέμενος αυτοκινητόδρομος».
Περιττό να πούμε ότι θα παρακολουθούμε την εξέλιξη των πειραμάτων της ομάδας και θα σας κρατούμε ενήμερους. Εξάλλου έγινε σαφές ότι χρήζουν ατόμου με ειδικότητα στο κράτημα σημειώσεων!
πηγή:Το ΒΗΜΑ, 07/05/2006
11ο Τεύχος