Αυτή τη φορά πήρα μαζί μου τη Νανά. Η Νανά είναι μια όμορφη ξανθιά γύρω στα τριάντα, με πλούσιες καμπύλες και δύστροπο χαμόγελο. Εξαιρετικό της προτέρημα: δεν μιλάει πολύ. Μοναδικό της ελάττωμα: είναι πόρνη πολυτελείας. Μ' άλλα λόγια, αρέσκεται να καταστρέφει τους άντρες οικονομικά. Εγώ όμως δεν κινδύνευα, ήμουν ήδη κατεστραμμένος. Η αγαπημένη μου μ' είχε μόλις εγκαταλείψει, ενώ εγώ είχα ήδη κλείσει δωμάτιο στην Αλόννησο. Θα το άφηνα να πάει χαμένο; Πήρα μαζί μου τη Νανά κι έφυγα για τις βόρειες Σποράδες.
Από τον Αγιο Κωνσταντίνο το ταχύπλοο (τρόπος του λέγειν) χρειάζεται τρεις ώρες για να καταπλεύσει στο Πατηρήρι, που είναι το λιμάνι του νησιού. Να ήταν, άραγε, σ' αυτόν τον όρμο που έφτασε ο πρίγκιπας της Κρήτης Στάφυλος (γιος του Διόνυσου και της Αριάδνης) όταν εποίκιζε τα νησιά αυτά, στα χρόνια της μινωικής θαλασσοκρατίας; Τότε το νησί λεγόταν Ικος. Αργότερα η μινωική αποικία αποκτά μυκηναϊκό χαρακτήρα. Στην τοποθεσία «Κοκκινόκαστρο» υπάρχουν χνάρια της μυκηναϊκής πόλης. Κάποια στιγμή έρχεται και μένει εδώ μέχρι τον θάνατό του ο Πηλέας, ο πατέρας του Αχιλλέα.
Επειδή θα επισκεφθείτε οπωσδήποτε τα κρυστάλλινα νερά στην παραλία «Λεφτός Γιαλός» και θα φάτε στην ταβέρνα που φέρνει την αλλόκοτη ονομασία «Δόλοπες», σας πληροφορώ, λοιπόν, ότι οι Δόλοπες ήταν πελασγικό φύλο που κάποια στιγμή έγιναν ξακουστοί πειρατές και μάστιγα του Αιγαίου, ώσπου τους καθάρισε ο αθηναϊκός στόλος υπό τον Κίμωνα. Εγώ κολύμπησα εκεί υπό το άγρυπνο βλέμμα της πειρατίνας των ανδρικών πορτοφολιών Νανάς, που περιοριζόταν στην ηλιοθεραπεία.
Στο λιμάνι μάς περίμενε η Χαρίκλεια, γνωστή και ως «η νεράιδα της Στενής Βάλας». Η Χαρίκλεια, εκτός από νεράιδα, είναι και επιχειρηματίας, η δε Στενή Βάλα, εκτός από γραφικός ορμίσκος, είναι και γκουρμέ παράδεισος.
Καταλύσαμε (μέσω της Χαρίκλειας) στου Ενζο Τέστα, ενός γνωστού Ιταλού αρχιτέκτονα που έχει κατασκευάσει 7 αυτόνομα μπάνγκαλοου υψηλής αισθητικής πάνω από τα Γλυφά, την παραλία της Στενής Βάλας. Το δικό μας βρισκόταν πιο ψηλά απ' όλα, σε μια απόλυτη μοναξιά, απ' όπου αγναντεύαμε τη θάλασσα και τους ουράνιους αστερισμούς (παρέα μ' ένα μπουκάλι κόκκινο Ραψάνη τη νύχτα). Η Νανά ήταν ενθουσιασμένη, άφηνε τον άνεμο να της ανακατώνει τα μαλλιά, ενώ εγώ τη ρουφούσα μ' απληστία.
Ηταν καλογραμμένη κοπέλα και δύσκολα την άφηνε κανείς από τα χέρια του. Η Αλόννησος έχει μακράν τις πιο ωραίες παραλίες των Σποράδων, όχι μονάχα χάρη στη φυσική τους ομορφιά, αλλά κυρίως επειδή ο κόσμος είναι λιγοστός. Εχεις κάθε φορά την αίσθηση ότι η παραλία είναι δική σου. Ακόμη και στον Βότση, που βρίσκεται ουσιαστικά μες στον οικισμό του Πατητηριού, απολαμβάναμε μοναχοί τη σκιά ενός πανύψηλου πεύκου που έφτανε μέχρι την ακρογιαλιά.
Διίστανται οι απόψεις για την πιο όμορφη παραλία του νησιού. Ο Αγιος Δημήτριος είναι μια γλώσσα γης με σκίνα και βότσαλα, που βρέχεται από νερά όμοια με αυτά πισίνας (με μερικές ομπρέλες για όσους δεν επιθυμούν διακαώς να πάθουν καρκίνο του δέρματος). Η Χρυσή Μηλιά θυμίζει τις αβαθείς αμμουδιές του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής. Ο Λεφτός Γιαλός, απ' την άλλη, βαθαίνει απότομα, σ' ένα τοπίο όπου οι ελιές (και τα τζιτζίκια) φτάνουν μέχρι το κύμα. Στον Μεγάλο Μουρτιά ο εστιάτωρ της περιοχής προσφέρει ξαπλώστρες και ίσκιο για τους θαμώνες του. Η Νανά, πάλι, αγάπησε τη Μηλιά, επειδή ήταν η πιο μοναχική κι είχε στ' αριστερά ένα μεγάλο πεύκο για την ξεκούρασή της. Εμένα μ' άρεσαν όλες. (Η μάνα μου με λέει πολυγαμικό, αποφεύγοντας διακριτικά τις πιο σκληρές εκφράσεις.)
Μια-δυο βραδιές ανεβήκαμε στη Χώρα («Παλιό Χωριό» την αποκαλούν οι ντόπιοι). Είναι κουκλίστικη, σαν μινιατούρα, ο περιηγητής δεν θα κουραστεί στα λιγοστά στενά της, που τυλίγονται φιδίσια πάνω απ' τα γκρεμνά στο σχήμα που 'χει η περιβόητη πίτα της Αλοννήσου. Τη νύχτα με την πανσέληνο δειπνούσαμε στην «Αστροφεγγιά» όταν το φεγγάρι σηκώθηκε απ' τα νερά. Η θέα απ' το συγκεκριμένο εστιατόριο κόβει την ανάσα.
Αργότερα πήγαμε για γλυκό στο «Χαγιάτι», απ' όπου συνεχίσαμε ν' ατενίζουμε την πανσέληνο, ενώ από ένα διπλανό μπαράκι κάποιος ταλαιπωρούσε ένα πιάνο (και τ' αυτιά μας). Καταλήξαμε για ποτό στο θρυλικό «Naval», ένα μπαρ με ροκ και τζαζ μουσικές που σε κάνουν ν' αναπολείς τα νιάτα σου, με πανέμορφες γκαρσόνες ρωσικής καταγωγής (αναζητήστε την Αναστασία), καθαρά ποτά και ζεστές κρέπες.
Η Στενή Βάλα είχε γίνει το καταφύγιό μου. Κάθε μεσημέρι, κάτω απ' τα δέντρα, ύστερα απ' το μπάνιο, με περίμεναν μια τυρόπιτα της Κατίνας (μαμά της Χαρίκλειας), μια σαλάτα της Κατίνας (με κρίταμα, τζιτζίραφα, αληθινή ντομάτα και ό,τι άλλο φύτρωνε στο περιβόλι της Κατίνας) ή μια μακαρονάδα του Λίβιο, του Ιταλού σεφ που δίνει στην κουζίνα του το άρωμα των μεγάλων Λατίνων κλασικών, του Οβιδίου, του Κάτουλου, του Σενέκα. Τρώγοντας όσα έφτιαχνε η Κατίνα (απολαμβάνοντας, εννοώ) σκεφτόμουν με θλίψη ότι θα γύριζα κάποτε στην Αθήνα και θα επέστρεφα στο οινομαγειρείο της γειτονιάς μου. Τα πράγματα είναι απλά: για να φας ένα καλό φαγητό χρειάζονται φρέσκα υλικά και καθαρές γεύσεις (παρελθέτω απ' εμού η fusion κουζίνα).
Οσο έτρωγα η Νανά με διασκέδαζε ανιστορώντας μου πώς ξεπαράδιαξε τα πλούσια μορμολύκεια και τα Gucci τεκνά. Ηξερε να αφηγείται αυτή η κοπέλα.
Τα βράδια τρώγαμε συνήθως στην αδελφή της Κατίνας, την Τασία, διάσημη για την αστακομακαρονάδα της. Εξωτική ψαροταβέρνα, με πολύ καλές τιμές και ιχθύες κατευθείαν απ' την τράτα. Δεν θα ξεχάσω τα μπαρμπούνια που μύριζαν θάλασσα, τα μουσμούλια με τη βελούδινη σάρκα ή τη Χριστίνα που φροντίζει να σε ξαναγήσει στα μυστικά της κουζίνας (αλλά που, φευ, παντρεύεται σε λίγο).
Μετά τα μεσάνυχτα βρισκόμασταν πάλι όλη η παρέα στον Ικιον της Χαρίκλειας, έβαζε ο Κώστας τα ποτά και την καλή διάθεση, έπιανε ο Νίκος την κιθάρα, ο Χανς το τραγούδι, η Φανή τα μυστικά με τη Σίλβια κι εγώ τις λοξές ματιές στην Ελσα. Εκείνη όμως μ' αγνοούσε συστηματικά. Στο τέλος μ' εγκατέλειψε κι η συνοδός μου, η Νανά. Θέλω να πω, τελείωσαν οι σελίδες της. Αυτή η εταίρα πολυτελείας εμένα δεν με χρέωσε πολλά. Μονάχα 6 ευρώ. Τόσο τη δίνει ο νταβατζής της (σόρι, ο εκδότης της), το «Μεταίχμιο». Οσο για τον συγγραφέα της, πολύ θα ήθελα να ήμουν εγώ. Μονάχα που είναι ο Ζολά. Ο Εμίλ Ζολά.
πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 22/08/2006
9ο Τεύχος