Συχνά συζητάμε με τον Ruben για το τι σημαίνει «πατρίδα», πόσο μάλλον για έναν άνθρωπο που μεγαλώνει σε μια σύγχρονη μητρόπολη, αν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε «ταυτότητα» και τι αξία έχει πραγματικά για τον άνθρωπο, τι σημαίνει «είμαι δεμένος με έναν τόπο». Συχνά, είναι αλήθεια, διαφωνούμε. Εγώ θεωρώ ότι μπορεί να υπάρχει μια «Ιθάκη» για κάθε άνθρωπο, εκεί όπου θέλει πάντα να επιστρέφει, εκεί όπου νιώθει πως «ανήκει». Εκείνος, αντίθετα, θεωρεί ότι οι «πατρίδες» και οι «Ιθάκες» μας κάνουν κοντόφθαλμους, μας κρατούν δέσμιους και περιορισμένους σε έναν τόπο, μας εμποδίζουν να δούμε ότι ο κόσμος μας είναι μεγάλος και σε κάθε γωνιά μπορεί να κρύβει μια νέα «πατρίδα».
Πως θα μπορούσα λοιπόν να προσδιορίσω την αγάπη μου για την Ικαρία; Να ένα θέμα! Ποιες είναι οι συστατικές λέξεις που θα μπορούσαν να περιγράψουν το νησί, τους κατοίκους του, την ατμόσφαιρα και τη φυσιογνωμία του; Τελικά, πως θα μπορούσα να βρω ένα άλλοθι, να εξηγήσω αυτή τη σχέση αγάπης, σχεδόν εξάρτησης από το νησί; Να δικαιολογήσω μια σχέση που πηγαίνει τόσο πίσω στον προσωπικό μου χρόνο, σχεδόν συγκαταλέγεται στις πρώτες αναμνήσεις της ζωής μου.
Διατηρώ πάντα συνείδηση του γεγονότος ότι ως γέννημα θρέμμα του δυτικού πολιτισμού έχω γαλουχηθεί με την ιδέα του χαμένου παραδείσου, του ονειρικού κόσμου όπου ο άνθρωπος ζει σε απόλυτη ισορροπία και αρμονία με τον εαυτό του, τη φύση και τους γύρω του. Πρόκειται για μια ουτοπία που ο σύγχρονος άνθρωπος αναγνωρίζει ως τέτοια και ωστόσο είναι καταδικασμένος να την αναζητά διαρκώς. Και ως ένα συνηθισμένο παιδί μιας τερατούπολης όπως η Αθήνα, η Ικαρία έθρεψε, στα παιδικά μου χρόνια, την προσμονή ενός πραγματικού παραδείσου, που μπορούσα να γευτώ μόνο το καλοκαίρι. Γιατί παράδεισος; Γιατί από τα παιδικά μου χρόνια η Ικαρία ήταν ο τόπος της ελευθερίας μου, της ανέμελης ζωής που δεν έθετε περιορισμούς, που πρόσφερε απλόχερα τον χρόνο και τον χώρο, την ανεμελιά, το παιχνίδι, τους αγαπημένους φίλους, τον έρωτα. Μέσα μου υπήρχε αυτή η ανομολόγητη ψευδαίσθηση που έχουν όλοι οι επισκέπτες του Αυγούστου ότι η Ικαρία είναι ένα νησί όπου έχει πάντα καλοκαίρι, οι άνθρωποι είναι καλοί και χαμογελαστοί, τα παιδιά παίζουν και διασκεδάζουν όλο το χρόνο. Γυρνώντας την πλάτη για να μπω στο καράβι της επιστροφής, στο τέλος του καλοκαιριού, ένας ολόκληρος κόσμος πίσω μου πάγωνε στην ίδια θέση. Όταν επέστρεφα το επόμενο καλοκαίρι, ήθελα να είναι όλα απολύτως ίδια, όπως τα άφησα τον προηγούμενο χρόνο και παρατηρούσα με σχεδόν νευρωτική ανησυχία οποιαδήποτε αλλαγή του τοπίου ή των ανθρώπων. Κάθε αλλαγή πάνω στο νησί, είτε για καλό είτε για κακό, ήταν για μένα μια τραυματική εμπειρία. Η ασφαλτόστρωση των δρόμων, τα καινούργια τσιμεντένια σπίτια του χωριού, οι ομπρέλες στην παραλία, ακόμα και ο όγκος του νέου σπιτιού μας στη θέση του παλιού και η ισοπέδωση των βράχων για να γίνει μια αυλή ήταν ικανά να με πείσουν με τη βία για αυτό που δεν ήθελα ποτέ να παραδεχτώ: Τα πάντα ήταν καταδικασμένα να αλλάξουν.
Ακόμα και τώρα ψάχνοντας για τις κατάλληλες λέξεις προκειμένου να περιγράψω τον τόπο και τα συναισθήματα που μου προκαλεί θα κρυβόμουν στον κόσμο των αισθήσεων και κυρίως της όσφρησης. Όταν ήμουν μικρή, έβαζα μέσα σε ένα βαζάκι κλωναράκια από θάμνους, το έκλεινα και το έπαιρνα μαζί μου στην Αθήνα. Το άνοιγμα του από καιρό σε καιρό, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Ακόμα δεν μπορώ να το εξηγήσω πως και γιατί όταν ξεκαπάκωνα το βάζο, οι μυρωδιές που ξεπετάγονταν έσφιγγαν την καρδιά μου και με έκαναν πάντα να κλαίω λες και μπροστά μου εκείνη τη στιγμή ζωντάνευε ένας ολόκληρος κόσμος. Ακόμα και τώρα συμβαίνει το ίδιο. Καθώς η μνήμη αμβλύνεται, καθώς μετατρέπεται σε μια χοάνη που αλέθει αδιάκριτα τις αναμνήσεις, η όσφρηση είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για να ανακαλύψω τους χαμένους κόσμους μου. Μόλις πατήσω το πόδι μου στην Ικαρία βγάζω το κεφάλι από το παράθυρο του αυτοκινήτου και μυρίζω άπληστα, ανακτώντας σε κάθε βήμα τη χαμένη μνήμη.
Τι και αν έγραψα αμέτρητες σελίδες στα εφηβικά μου ημερολόγια, χρησιμοποίησα τις πιο μαγικές λέξεις για να περιγράψω το νησί στους Αθηναίους φίλους μου, έχυνα τόνους δακρύων στο κατάστρωμα του καραβιού, διατήρησα με ευλάβεια πλήθος φωτογραφιών, πάλι δεν έχω καταφέρει να εξηγήσω τη μαγεία που μου δημιουργεί το νησί.
Τα χρόνια πέρασαν και σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής αποφάσισα να γνωρίσω τον κόσμο που πάγωνε για ένα ολόκληρο χρόνο. Θυμάμαι πόσο μεγάλη εντύπωση μου έκανε το νησί όταν το επισκέφτηκα για πρώτη φορά χειμώνα στα δεκαοχτώ μου. Ήταν το ίδιο συναίσθημα που είχε ο Κολόμβος όταν ανακάλυψε την Αμερική –και χωρίς να το ξέρει. Ένας αλλιώτικος κόσμος με βαριά γκρίζα σύννεφα, με ψιλή βροχή και μυρωδιά καμένου ξύλου, με τζάκια και ανθρώπους με χοντρά πουλόβερ και μια Μεσαχτή παντέρημη!
Λοιπόν, η Ικαρία είναι ένας τόπος που πάντα μου επιφύλασσε μια έκπληξη. 32 ολόκληρα χρόνια δεν με έχει αφήσει ποτέ παραπονεμένη. Υπάρχει πάντα κάτι που δεν είχα δει, ένα μέρος που δεν είχα επισκεφτεί, μια λεπτομέρεια στο τοπίο που δεν είχα προσέξει. Αλλά πάντα έτσι δεν είναι αυτό το νησί; απλόχερο σε όλα. Το αντίπαλο δέος στη γκρίζα ζωή της πόλης, η αίσθηση του ανήκειν απέναντι σε ένα αφιλόξενο κόσμο, το ονοματεπώνυμο, το «ποιανού είσαι εσύ» απέναντι στην ισοπεδωτική ανωνυμία, η κοινότητα απέναντι στο πλήθος. Τουλάχιστον έτσι το βίωσα εγώ.
Έμεινα στο νησί τέσσερα χρόνια. Είχα μεγαλώσει αρκετά για να έχω επίγνωση της ολοκληρωτικής απώλειας του παραδείσου, αλλά όχι τόσο πολύ για να μην ανακαλύψω τις χαρές ενός επίγειου κόσμου που κάποιες στιγμές έμοιαζε πολύ με τις παιδικές μου ονειροπολήσεις.
Τι βρήκα εδώ; Αν στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ένα κομμάτι της αγάπης μου για το νησί ήταν οι φίλοι, όταν ήρθα να ζήσω εδώ ως ενήλικη μπόρεσα να χαρώ ως θείο δώρο τη ζεστή ανθρώπινη επαφή. Υπάρχει κάτι στην ατμόσφαιρα αυτού του νησιού, στην ενέργεια, στην παράδοση, που ευνοεί την ανάπτυξη ισχυρών δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους του; Γιατί οι δεσμοί αυτοί δεν στηρίζονται μόνο στον πανίσχυρο και σχεδόν καταπιεστικό, αλλού, θεσμό της οικογένειας και των συγγενών αλλά φυτρώνουν και ανθίζουν ανάμεσα στους γείτονες, τους συντοπίτες, τους συνομήλικους. Όχι, στην Ικαρία δεν είναι όλοι αγαπημένοι και καταβάθος καλοκάγαθοι όπως στο γαλατικό χωριό, ούτε είναι φίλοι όλοι μεταξύ τους. Πάνω και πέρα όμως από την επαρχιώτικη μιζέρια, το κουτσομπολιό και την αδιακρισία που βαλτώνει τις σχέσεις των ανθρώπων σε άλλα σημεία της ελληνικής επαρχίας, σε αυτό το νησί φυτρώνει το μυστικό λουλούδι μιας αλληλεγγύης, μιας ανθρωπιάς που δεν συναντάς συχνά. Τώρα μπορώ να το πω με σιγουριά. ?λλωστε, ολόκληρη η «μυθολογία» της Ικαρίας, οι ιστορίες, τα ανέκδοτα μοιράζονται ένα κοινό πυρήνα: την παρέα. Όλα πάνω σε αυτήν χτίζονται: τα γλέντια, τα πανηγύρια, η πολιτική οργάνωση, «το οργανωμένο έγκλημα», οι κοινότητες, οι συναυλίες, το θέατρο, η καθημερινότητα.
Όταν έφυγα, η Δάφνη μου είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «κανόνισε τώρα να έρχεσαι και εσύ στις διακοπές των Χριστουγέννων και τα καλοκαίρια, να πηγαίνεις στα κάλαντα και στα πανηγύρια και να μας λες και εσύ, αχ βρε, τι ωραία που περνάτε εδώ!» Δαφνούλα, σκότωσε με αν ακούσεις από το στόμα μου τέτοια κουβέντα! Ό,τι αγαπάμε κινδυνεύει να γίνει πιασάδικο απόσπασμα τουριστικού οδηγού: «Ο καριώτης έχει μια διαφορετική αίσθηση του χρόνου» ή «οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί, φιλόξενοι, τα μαγαζιά ανοίγουν το βράδυ, ο φούρνος είναι πάντα ανοιχτός για να πάρεις το ψωμί και να αφήσεις τα χρήματα» και άλλα τέτοια γραφικά. Γιατί βέβαια στην τελευταία σελίδα του τουριστικού οδηγού που συνήθως δεν προλαβαίνει κανείς να διαβάσει, ανακάλυψα ένα σπάνιο είδος ανθρώπων που επιλέγει να ζήσει σε ένα τόπο δύσκολο από πολλές απόψεις, θυσιάζοντας πολλά από τα καλά και τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού –και χωρίς να είναι απαραίτητα καριώτες. Καλά, ώρα είναι τώρα να μας πεις ότι η Ικαρία είναι ένα μέρος που ζουν επίλεκτα μέλη του ανθρώπινου γένους! Σταματώ…
Τώρα που βρίσκομαι μακριά ακολουθώντας το ταξίδι του Ίκαρου με αντίθετη φορά, ψάχνοντας το μίτο της Αριάδνης σε προσωπικούς λαβύρινθους, αναλογίζομαι και πάλι τι σημαίνει για έναν άνθρωπο η πατρίδα. Τι είναι πατρίδα; Αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα με το οποίο μας ταΐζουν από τα γεννοφάσκια μας με γερές δόσεις εθνικών εορτών, παρελάσεων και χαλκευμένης σχολικής ιστορίας ή εκεί που είναι οι φίλοι μας; Εκεί που ζήσαμε τα παιδικά μας καλοκαίρια; Εκεί που γευτήκαμε τις πρώτες χαρές του έρωτα; Εκεί που ρίζωσαν οι αναμνήσεις μας; Εκεί που νιώθουμε ότι υπάρχει μια θέση και για εμάς;
6ο Τεύχος