Γυμνοί δύτες
Ημερομηνία Wednesday, June 25 @ 00:03:19 UTC
Θέμα Νησιά


Αλιεία:
Γυμνοί δύτες
Tου Κώστα Προμπονά

Νότια Χίος



Η μαθητεία στο βούτος άρχιζε πολύ νωρίς. Ο L. Ross, που επισκέφτηκε την Κάλυμνο το 1841, αναφέρεται σε ένα ευχάριστο θέαμα που αντίκρισε, όταν στις 8, ένα πρωινό του Αυγούστου, έφτασε στο νησί. «Μισή δωδεκάς μικρόσωμων και ηλιοκαμένων αγοριών, που ήταν ξαπλωμένα γυμνά εις την παραλίαν, επηδούσαν εις την θάλασσαν -διότι εδώ ευρισκόμεθα εις την ξακουστήν νήσον των βουτηχτάδων- και εκολυμπούσαν τριγύρω από το κόττερον με βουτιές, αν και είχαμεν αγκυροβολήσει εις βάθος τεσσάρων οργιών, όπως τα παπιά, βαθειά εις τον βυθόν και έφεραν επάνω άμμον και μικρά χαλικάκια, τα οποία έριχναν ο ένας του άλλου... [Οταν ενηλικιωθούν] ημπορούν να βυθίζονται οι αλιευταί εις το βάθος της θαλάσσης μέχρι 35 ή και πολλάκις 40 οργιών και μένουσιν εις τον πυθμένα από 2 έως 4 λεπτών της ώρας».

Η παράδοση των γυμνών δυτών στα Δωδεκάνησα δεν γνωρίζουμε πότε ξεκινά. Το 1703 ο Αγγλος περιηγητής Α. Hill βγήκε στις νότιες ακτές της Σύμης, όταν το καράβι του προσπάθησε να βρει καταφύγιο απ’ τον βοριά. Ξαφνικά, είδε στην ακρογιαλιά ένα αντικείμενο που έμοιαζε με σκάφη. Πλησίασαν και διαπίστωσαν πως ήταν ένα μικρό και ρηχό δοχείο με λάδι, μέσα στο οποίο έπλεαν είκοσι, πάνω κάτω, σφουγγάρια. Καθένα είχε στις δύο άκρες από ένα κομμάτι φελλό, ώστε να διατηρείται στην επιφάνεια. «Κοιτούσαμε αρκετή ώρα αυτά τα αντικείμενα, μα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι χρειάζονταν σε κείνη την ερημιά. Τελικά αποφασίσαμε να τα αφήσουμε στην αμμουδιά και να περιμένουμε τον νοικοκύρη. Αλλά ενώ κουβεντιάζαμε για την περίεργη γαλήνη που επικρατούσε στον κόρφο, βλέπουμε ξαφνικά να αναταράσσονται τα νερά κι ένα πανέρι να προβάλει με ορμή στην επιφάνεια. Υστερα φάνηκε κάτι σαν άνθρωπος, τίναξε το κεφάλι, έτριψε τα μάτια του και κολύμπησε προς το μέρος μας σπρώχνοντας μπροστά το πανέρι του. Αυτό το δεύτερο περίεργο φαινόμενο μας έφερε στο νου τον Ποσειδώνα. Γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως αυτό το ον ήταν θνητός, αφού βγήκε απ’ τα θαλάσσια βάθη, όπου έπρεπε να είχε παραμείνει μέσα στο νερό το λιγότερο δέκα λεπτά. Μόλις μας είδε κρατήθηκε και δίστασε να προχωρήσει». Τέλος πάντων τον έπεισαν να βγει. Ο Συμαίος σφουγγαράς εξήγησε «σ’ ένα είδος φράγκικης γλώσσας» ότι αυτά τα σφουγγάρια μεγαλώνουν στους βράχους δέκα, δεκαπέντε και συχνά είκοσι οργιές κάτω από την επιφάνεια του νερού. Επειτα έδειξε στους ξένους πώς μαζεύονται τα σφουγγάρια.

«Μουσκεύουν στο λάδι μισό σφουγγάρι. Το υπόλοιπο το εμβαπτίζουν από πριν σ’ ένα στυπτικό υγρό, ώστε να παρεμποδίζεται η διείσδυση και απορρόφηση του λαδιού. Επειτα βάζουν το σφουγγάρι στο στόμα τους, αφήνοντας έξω το κομμάτι που είναι μουσκεμένο με λάδι. Μόνο μια ίντσα του λαδωμένου κομματιού πρέπει να βρίσκεται μέσα στο στόμα. Το δαγκώνουν με δύναμη κι έτσι το σφουγγάρι με το λάδι κλείνει το στόμα και εμποδίζει να μπαίνει νερό. Υστερα βουτούν στη θάλασσα. Κι εκεί στα βάθη, απομυζώντας το σφουγγάρι, μπορούν να παρατείνουν την παραμονή τους κάτω απ’ το νερό... Στο νησί επικρατεί το έθιμο να μην παντρεύεται ο νέος που δεν μπορεί να παραμείνει στο βυθό το λιγότερο ένα τέταρτο». Η εξωτική καταδυτική πρακτική που περιγράφει ο Hill δείχνει να αψηφά όλη την επιστημονική γνώση που διαθέτουμε σήμερα για την ελεύθερη κατάδυση και το γεγονός ότι «ο Συμιώτης αρνήθηκε να αποκαλύψει το μυστικό της προπαρασκευής του σφουγγαριού με τη στυπτηρία, μ’ όλο που προσπαθήσαμε να τον δωροδοκήσουμε» επιτείνει την καχυποψία. Ομως απαγόρευση τέλεσης γάμου σ’ όσους Συμιακούς δεν καταδύονταν κάτω απ’ τις 20 οργιές είχε εγγραφεί τουλάχιστον μέχρι το 1950 στις γαμήλιες πρακτικές, όπως μας πληροφορεί ταξιδιωτικό κείμενο Αμερικανού ποιητή που έμεινε στο νησί για αρκετούς μήνες. Ο καλοζωισμένος ξένος παρατηρεί ότι οι δύτες παρέμεναν μέχρι τη λήξη της εργασίας τους νηστικοί, μόνο με τον πρωινό καφέ! «Το βράδυ όμως θα ‘τρωγαν τον σκασμό». Ο Συμαίος γυμνασιάρχης και λόγιος Νικήτας Χαβιάρας, γράφοντας στις αρχές του περασμένου αιώνα επιβεβαιώνει: «Οι πολύπαθοι σπογγαλιείς, σταυροποδητί καθήμενοι, έπινον καφέ εντός του οποίου έβρεχον τεμάχια γαλέτας. Τούτο είναι το άριστον (σ.σ.: το πρόγευμα, το πρωινό) εις ο αρκούνται μέχρι αποπερατώσεως του αγώνος της ημέρας, ήτοι μέχρι σχεδόν δύσεως του ηλίου».

Είχα την τύχη να γνωρίσω στο Αγιονόρος, το 1982, τον γέροντα Ονούφριο που παρασκεύαζε για τους γυμνούς δύτες παξιμάδι στη μονή Παντοκράτορα όπου και κατέλυαν. Υποστήριζε ότι το πρωί οι δύτες έπιναν καφέ, αλλά προσπαθούσαν να τον συνοδεύουν με μερικά καρύδια, γιατί θεωρούσαν ότι «το λάδι του καρυδιού τους βοηθά να έχουν αντοχή» «Οταν το ‘51 τους είδα να βουτάνε, θυμάται ο γέροντας, δε φορούσαν ούτε πτερύγια στα πόδια σαν εσένα, ούτε βαρίδια στη μέση ούτε στολή. Φορούσαν μόνο τη μάσκα και βουτούσαν κρατώντας ψαροτούφεκα με λάστιχο και κολλημένες, από Καλύμνιο σιδερά, τρίαινες. Οι άσοι βουτούσαν μέχρι 15 οργιές. Οχι μόνο για το Ορος, αλλά για όλη τη Χαλκιδική λέγανε ότι όποια πέτρα και να σηκώσεις θα βρεις ροφό από κάτω! Τα ψάρια που φέρνανε στο μοναστήρι ήταν μαύροι ξεδοντιάρηδες σαργοί, πελώριοι ροφοί με πεταλίδες κολλημένες στη ράχη, ντουφεκισμένοι όλοι κάτω απ’ το μάτι, όλα αρχαία ψάρια! Το μόνιμο παράπονό τους ήταν οι συναγρίδες που δε ζύγωναν κοντά...»

Ο γερο-Νούφριος δεν ξεχνούσε ποτέ ένα πρόωρα γερασμένο απ’ τις κακουχίες δύτη που αποκαμωμένο τον είδε να γαντζώνεται σ’ ένα βραχάκι που ξενέριζε προκειμένου να λιαστεί. Η εικόνα ήταν γεμάτη απόγνωση και εξουθένωση και ο γέροντας έλεγε επιγραμματικά: «Η θάλασσα τρώει σίδερα, δεν θα φάει ανθρώπους;» Λίγα χρόνια μετά, οι Καλυμνιοί θα φορέσουν τις πρώτες στολές, τα φορέματα, που τότε δεν είχαν φόδρα και καταστρέφονταν πολύ εύκολα με την επαφή στους βράχους, ένας νεωτερισμός που θα παρατείνει την παραμονή τους στη θάλασσα, η οποία άρχιζε να γίνεται λιγότερο γενναιόδωρη. Η εισαγωγή της μάσκας το 1950 που επέτρεψε τον συνδυασμό της πολύωρης από την επιφάνεια παρατήρησης με το ευέλικτο κολύμπι γεννούσε από τότε μια σειρά από αλιευτικές πρακτικές που καθόρισαν το μοντέρνο υποβρύχιο ψάρεμα στη ζώνη των αβαθών «πράσινων» νερών. Ενα ελληνικό παράδοξο όμως είναι ότι προηγήθηκε ο αποδεκατισμός των μεγάλων σερρανιδών στους βαθείς υφάλους. Αυτό κατορθώθηκε με την εισαγωγή του σκάφανδρου που άφησε ανεμπόδιστη την υποβρύχια αλιεία απομονωμένων υφάλων.

Η αποκρυπτογράφηση των αξιόλογων εξάρσεων του πυθμένα είχε γίνει με μεγάλη ακρίβεια τους προηγούμενους «ηρωικούς» αιώνες ελεύθερων καταδύσεων, με τη μέθοδο του αρπάχτη, ένα είδος μικρής άγκυρας, για το οποίο ο Ν. Χαβιάρας έγραφε: «Εφτασαν εκεί όπου ήθελαν και έρριψαν τον αρπάχτην, τον οποίον έσυρον επί του πυθμένος, διά να συλλάβωσι πέτραν, εφ’ ης θα ανεζήτουν σπόγγους. Αίφνης ο αρπάχτης συνέλαβεν και αι δύται ο εις μετά τον άλλον επεσκέπτοντο την συλληφθείσαν πέτραν, αλλά δεν ικανοποιούντο, διότι η πέτρα δεν είχεν αρκετούς σπόγγους».

Οικολογία και πολιτισμός
Η αναφορά στους μεταπολεμικούς δύτες που φορούν μάσκα και διαθέτουν ψαροτούφεκα με μηχανισμό σκανδάλης ελέγχεται ως αναχρονιστική ανακρίβεια προκειμένου να περιγραφούν οι πρακτικές υποβρύχιου ψαρέματος πριν το 1940. Η ιταλική μάσκα που φορούσαν οι Καλυμνιοί ήταν μια πρόσφατη καινοτομία. Την είχαν πρωτοφορέσει Ρώσοι εμιγκρέδες, που την εισήγαγαν απ’ την Απω Ανατολή, εν χρήσει εδώ και πολλούς αιώνες απ’ τη γυναικεία καταδυτική κοινότητα Ama. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δείχνουν μια εικόνα διαφοροποίησης ανάλογα με τις καταδυτικές τεχνικές. Η αλιευτική κάρπωση ποικίλλει: οι γυμνοί δύτες συλλέγουν αστακούς, πίνες, φούσκες, στρείδια και μετά το 1950, με τη μέθοδο της ρεβέρας, ψάρια. Οι δύτες με σκάφανδρο καμακίζουν με πρωτόγονα καμάκια σκορπιομάνες και θαλαμόψαρα, ροφούς και σαργούς. Επίσης συλλέγουν αστακούς.

Η αλιεία δείχνει να διενεργείται υπό την πίεση οικολογικών και πολιτισμικών παραγόντων, στις παρακάτω συνθήκες:

-Ως δώρο: Σε κάθε λιμάνι που πιάναν οι γυμνοί δύτες έκαναν τη λεγόμενη διανομή. Φρόντιζαν να έχουν ένα καλάθι με αστακούς και χάβαρα τα οποία μοίραζαν στους προύχοντες του λιμανιού, τελώνη, στρατιωτικό διοικητή κ.ά. Η πρακτική του δώρου απηχούσε μια οθωμανική παράδοση που ήθελε οι ψαράδες να δίνουν υποχρεωτικά μέρος της ψαριάς τους ως δώρο στους άρχοντες. Σε μια ταρίφα, κοινοτικό έγγραφο της Μυκόνου του 17ου αιώνα, ορίζεται ότι «όποιος πάγει στα δίκτυα γι’ στη τράτα, [είναι υποχρεωμένος] διά ρεγάλιο [:δώρο] κι αν δε δώσει το ρεγάλιο...του καστελάνου να κοντενάρεται [:καταδικάζεται] από την κρίσιν» Οι ψαράδες ήταν υπόχρεοι καταβολής δώρου στους κοινοτικούς άρχοντες και στους βιγλάτορες, με αντάλλαγμα την έγκαιρη ειδοποίησή τους για ενδεχόμενους θαλάσσιους κινδύνους. Στην Πάτμο πάλι, σε κοινοτικό έγγραφο του 1812, όπου καταγράφονται τα δικαιώματα του νέου βοεβόδα του νησιού, σημειώνεται: «από τη θάλασσα να λαμβάνει από τα δίκτυα μια οκά ψάρια, από τους γρίππους ένα μερίδιο σμαρίδες κατά την συνήθειαν. Ως δώρο επίσης προσφέρονταν ψάρια από τους δύτες στις «αρραβωνιαστικιές» σε όποια νησιά διέθεταν κάποιο βαθμό αστικοποίησης και ιδίως στην Ερμούπολη της Σύρου.

-Ως κάρπωση αλιεύματος εμπορικής αξίας: Σ’ αυτή την περίπτωση, η αλιεία διενεργούνταν με σκοπό να προμηθεύσει επίσημα ψάρια σε τοπικά πανηγύρια. Στην περίπτωση του Αγιονόρους, οι εύπορες ιερές μονές, στα καλοκαιρινά πανηγύρια τους αξίωναν να προσφέρουν στους προσκυνητές το γουρουνόπουλο της θάλασσας, όπως ονόμαζαν ευφημιστικά τον ροφό. Η παρουσία δυτών στο Ορος εντοπιζόταν τον Μάιο και αρχές Ιούνη. Υπάρχει τους συγκεκριμένους μήνες ένας οικολογικός περιορισμός που εμποδίζει την αποτελεσματική σπογγαλιεία στο Βόρειο Αιγαίο. Σύμφωνα με την αφήγηση ενός δύτη «..δεν έχει καθαρίσει η θάλασσα. Η θάλασσα σαν την στεριά την Ανοιξη είναι ολάνθιστη. Τα φύκια, τα τριφύλλια και η μαλούπα γίνονται μια μέση ύψος και σκεπάζουνε τελείως τον πυθμένα, πέτρες τραγανές και σφουγγάρια. Επρεπε να είναι κανείς πολύ μαγκιώρος βουτηχτής, για να διακρίνει το σημάδι, το ρουθούνι του σφουγγαριού, απ’ όπου ανασαίνει» Υπήρχαν πανηγύρια με ιδιαίτερες απαιτήσεις σε εκλεκτά αλιεύματα που μόνο με την κατάδυση θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν. Ενας καπετάνιος, επικεφαλής ρεβέρας, θυμάται έναν δήμαρχο να του ζητά μια εξυπηρέτηση για τη γιορτή της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων: «Πρέπει να τους περιποιηθούμε [Υπουργό, στρ. διοικητή, Δεσπότη] πιο πολύ απ’ ό,τι πρέπει. Από κρεατικά όλοι τους είναι σκασμένοι. Πρέπει το τραπέζι μας να έχει χρώμα νησιώτικο, αστακούς, ψάρια, στρείδια, καλόγνωμες, πίνες και ό,τι άλλο μπορούμε να στολίσουμε το τραπέζι τους».

«Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, μόλις χάραξε, βγήκαμε έξω απ’ το λιμάνι και κάναμε κράτει την μηχανή... Καργάρω τρεις απόχες αστακούς, χτυπώ καμιά δεκαριά σαργούς μπαμπατζάνηδες δοντάδες και δυο στείρες θεριά πράμματα. Τα πασέρνω απάνω και πάγω πιο πέρα, στο ψευτοκέναρο και γεμίζω την απόχη καλόγνωμες, πίνες, στρείδια και χτένια».

-Ως αλίευμα στη συνθήκη της εκκλησιαστικής νηστείας: Η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία έχει θεσπίσει άνω των 100 ημερών νηστεία τον χρόνο, με πιο αυστηρή τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Γάλλος Tournefor, στο περίφημο «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους», το 1700, γράφει ότι την περίοδο αυτή «οι πιστοί συντηρούνται με οστρακοειδή και θαλασσινά που πιστεύουν ότι δεν έχουν καθόλου αίμα, όπως είναι ο πολύπους [σ.σ.: το χταπόδι] και τα είδη σουπιάς. Τρώνε επίσης αλατισμένα αυγά ορισμένων ψαριών και ιδίως αυγά Κεφάλου (αυγοτάραχον). Τα οστρακοειδή που προτιμώνται στην Ελλάδα είναι η πίνα και τα κοινά στρείδια, που είναι νοστιμότατα και ασυγκρίτως καλύτερα από τα κόκκινα στρείδια (γαϊδουροπόδαρα) που δεν αρέσουν σ’ όλο τον κόσμο γιατί είναι σκληρά. Οι Ελληνες τρώνε επίσης πεταλίδες, μύδια, σαλιγκάρια της θάλασσας και αχινούς». Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ήδη από το 1926, στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρονταν τα στρείδια ως πολύ σπάνια στο ελληνικό Αρχιπέλαγος. Σήμερα πια, τα στρείδια είναι πρακτικά εξαφανισμένα και μόνο λίγα γαϊδουροπόδαρα έχουν μείνει στις ρέστες, τις απότομες πλαγιές των κάβων. Μπαίνουμε στον πειρασμό να υποθέσουμε ότι η αλόγιστη αλιεία τους με ελεύθερη κατάδυση οδήγησε στον αποδεκατισμό τους με αποτέλεσμα να μην επανακάμψουν ποτέ πια οι πληθυσμοί τους.

-Ως αλίευμα προς ιδιοκατανάλωση: Ως φαγητό, τα ψάρια προσφέρονταν σε καθημερινή βάση πάνω στα τεπόζιτα και τις γυάλλες. Αλλά η ρουτίνα αυτή καταντούσε βασανιστική. Οπως δήλωνε ένας δύτης «τα ψάρια τα είχαμε βαρεθεί, τα είχαμε σιχαθεί. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Ροφό τηγανητό, σκορπιομάνα κακαβιά, σαργό με το ρύζι ή σφυρίδα πλακί με τα κρομμύδια. Βλέπαμε ψάρι στην κατσαρόλα και σφιγγόταν το στομάχι μας. Προτιμούσαμε ψωμί κι ελιές. Πολλές φορές βγαίναμε στα ξερονήσια και μαζεύαμε πιτσούνια από τ’ αγριοπερίστερα που φώλιαζαν μέσα στις σχισμές των βράχων».

Θέμα ψυχολογίας...
Ποικίλες μαρτυρίες για τους γυμνούς δύτες κάνουν λόγο για έναν ανθρωπολογικό τύπο με αστάθεια χαρακτήρα, ισχυρό εγωισμό και αισθήματα φθόνου, στωικό, θρησκευόμενο, που πίστευε στα σημάδια και στα όνειρα, με σεβασμό προς τους ηλικιωμένους δύτες. Η σταδιοδρομία ενός γυμνού δύτη ήταν μακρόχρονη κι αυτό είχε ιδιαίτερες συνέπειες στην κοινωνική εποικοδόμηση νοήματος στον αρχάριο δύτη. Αν και οι δύο ομάδες δυτών ξεκινούσαν να εργάζονται ως αρχάριοι (ατζαμήδες) από 14 ή 15 ετών και επάνδρωναν τα τσουρμαρίσματα ως κανονικοί σφουγγαράδες στα 20, η ηλικία κατά την οποία αποσύρονταν από το βούτος ήταν διαφορετική. Στα 40-45 χρόνια για τους μηχανικούς και στα 70 για τους γυμνούς δύτες.

Οι βετεράνοι γηραιοί δύτες εκ πείρας γνώριζαν ποιοι παράγοντες εγκυμονούν ατύχημα στη βουτιά και φρόντιζαν να μετριάζουν τον ενθουσιασμό των τολμηρότερων νεαρών δυτών.

Οι μηχανικοί θα χρεώνονταν σήμερα με οριακή ψυχοπαθολογία. Σε αντίθεση με τα χαμηλά μεροκάματα των οσίων κι άλλων δυτών που βουτούσαν με την άνεσίν των [:με την ανάσα, χωρίς σκάφανδρο], οι μεγάλες προκαταβολές που απολάμβαναν οι μηχανικοί, δημιουργούσαν ψυχολογία σπατάλης και επίδειξης που έφτανε στις πιο παράλογες καταστάσεις.

Επιτεινόταν έτσι η φυσιολογική ροπή για κατανάλωση, που διαμορφώνεται σ’ όσους ασκούν επικίνδυνα επαγγέλματα. Υπήρχε ισχυρή κλίση για οινοποσία, η οποία μαζί με άλλες καταχρήσεις συντελούσε στην αύξηση των πιθανοτήτων για καταδυτικό ατύχημα.

Ο Σ. Αγαπητίδης, έγραφε στο περιοδικό «Τα Συμαϊκά», το 1977: «Η σπατάλη [των μηχανικών] εκδηλωνόταν σε διάφορες πλευρές, όπως ήταν η επιδεικτικά υψηλή αμοιβή σε οργανοπαίκτες στα γλέντια, η αγορά ακριβών πραγμάτων εντελώς περιττών, που συχνά τα πουλούσαν αργότερα σε εξευτελιστικές τιμές για να καλύψουν άμεσες ανάγκες σε εποχή που δεν είχαν πρόχειρα χρήματα, η αχρήστευση χαρτονομισμάτων (κάψιμο ή περιτύλιξη καπνού αντί για τσιγαρόχαρτο) και γενικά πραγμάτων που τα κατέστρεφαν. Επειτα από την αναχώρηση, οι οικογένειες των δυτών ζούσαν πολύ μέτρια ή και φτωχικά, γιατί σπάνια οι δύτες άφηναν υπόλοιπο απ’ την προκαταβολή που θα εισπράττονταν απ’ τους συγγενείς τους. Το κενό δύσκολα και με επαχθείς όρους καλύπτονταν με χρέωση σε πρόσωπα που τους έκαναν διευκολύνσεις (παντοπώλες κυρίως)».

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΥΣΗ
Η αλιεία με κατάδυση στο Αρχιπέλαγος, αν και δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλιευτική οικονομία, ωστόσο είχε μια συνεχή παρουσία στους βυθούς του Αιγαίου. Προσπαθήσαμε να ψηλαφίσουμε μια αυτόχθονη παραδοσιακή δραστηριότητα που ακροβάτησε πάνω σε ένα βυθό που σήμερα δείχνει τραυματισμένος και αγωνιά για την αειφορία του. Ομως η ολοκληρωμένη μελέτη της ελληνικής ιστορίας του υποβρύχιου ψαρέματος θα ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει ισότιμα και τις άλλες ετερόχθονες παραδόσεις:

Την περίπτωση της Κέρκυρας, με το κλαμπ των «υποβρύχιων αλπινιστών», την περίπτωση του προσωπικού των ξένων πρεσβειών που ήταν οι πιονέροι του Σαρωνικού, τα ναυτικά νησιά της Χίου και της Ανδρου στα οποία οι καπετάνιοι και μηχανικοί έφεραν νωρίς δυτικό εξοπλισμό, την αγνοημένη ως πρόσφατα περίπτωση του Αϊ-Στράτη, όπου οι πολιτικοί κρατούμενοι, προσπαθώντας να εμπλουτίσουν το άθλιο σιτηρέσιο, κατασκεύασαν τα πρώτα ψαροτούφεκα ελληνικής κατασκευής που οδήγησαν στη σύλληψη ψαριών-τροπαίων.







Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2094