Οι ψαράδες της Αντίκυρας
Ημερομηνία Tuesday, June 24 @ 23:51:41 UTC
Θέμα ?λλη Ελλάδα


Αλιεία:
Οι ψαράδες της Αντίκυρας
Toυ Ηλία Γ. Προβόπουλου

Οι άνθρωποι που ζούσαν στις άγονες και ιδιαίτερα βραχώδεις ακτές της Βοιωτίας και πιο πολύ της Φωκίδας, οι οποίοι, στριμωγμένοι από τα ψηλά κι απότομα βουνά της Ρούμελης δεν είχαν να πατήσουν παρά σε μια λωρίδα ακτής, για την επιβίωσή τους υποχρεωτικά στράφηκαν προς τη θάλασσα και πραγματικά διέπρεψαν. Κορυφαία παραδείγματα αποτελεί το Γαλαξίδι, που εξελίχθηκε σε σπουδαίο ναυτικό κέντρο κατά τα περασμένα χρόνια, η Ιτέα, ως εμπορικό κέντρο και βεβαίως η μικρή Αντίκυρα με τους τολμηρούς καπεταναίους και τους εργατικούς ψαράδες, οι οποίοι παρά τις προκλήσεις των καιρών διατηρούν ακόμα ένα δυναμικό στόλο από αλιευτικά καϊκια και ίσως είναι οι μόνοι ψαράδες που δεν γκρινιάζουν για την ελάττωση των αλιευμάτων στην περιοχή τους, καθώς ο ιδιαίτερος βυθός της θάλασσάς τους, τους υποστηρίζει ακόμα και τους κρατά στο επάγγελμα.
 

Για την μεγάλη ιστορία των ψαράδων της Αντίκυρας, μας μίλησε ο αειθαλής Γιάννης Πάνου, γεννηθείς το 1926, ο οποίος πηγαίνει ακόμα καθημερινά για ψάρεμα με τον γιο του Δήμο, που είναι πρόεδρος της τοπικής Ενωσης Αλιέων και τον εγγονό του Γιάννη και λέει πως σε ένα - δύο χρόνια θα αποσυρθεί και θα κάτσει στη στεριά! Ως τότε όμως, έχουμε καιρό και όπως λένε όλοι, ο μπάρμπα Γιάννης που έζησε 72 συναπτά χρόνια αποκλειστικά από το ψάρεμα και γνωρίζει όσο λίγοι τον βυθό του τόπου του, μόνο άμα δυσκολευτεί θα παρατήσει το καϊκι του, τον «Αγιο Νικόλαο», και τα δίχτυα του.

Τον μπαρμπα-Γιάννη, τον συνάντησα το τελευταίο Σάββατο του Μάρτη στην προκυμαία της Αντίκυρας να είναι λιγάκι θυμωμένος με τον καιρό, που ένας δυνατός βοριάς δεν άφησε τις τράτες να βγουν στον κόλπο για την τελευταία ψαριά της σεζόν, καθώς από την 1η του Απρίλη αυτά τα εργαλεία βγήκαν για λίγους μήνες στην άκρη και όλοι θα παλεύουν πλέον με τα δίχτυα και τα παραγάδια. Ο καιρός ήταν πάντα ο μεγάλος σύμμαχος των ψαράδων στην Αντίκυρα και κατά μέσο όρο, μόνο πενήντα με εξήντα ημέρες το χρόνο δεν μπορούσαν να ψαρεύουν. Ο πιο δύσκολος αέρας γι αυτή τη θάλασσα είναι πάντα ο ηπειρώτης μαϊστρος και κάποιες στιγμές βεβαίως ο βοριάς που κατεβαίνει κρύος από τον Παρνασσό και τον Ελικώνα.

Καθώς όμως η βασική απασχόληση των Αντικυραίων ήταν το ψάρεμα, πολλοί ήταν αυτοί που τα παλιότερα χρόνια «διάβαζαν» τους αέρηδες και την κατάλληλη στιγμή έμπαιναν στη θάλασσα για να βγάλουν μεροκάματο. Ενας απ αυτούς είναι και ο μπαρμπα-Γιάννης, που οι ανάγκες της οικογένειάς του τον έκαναν να παρατήσει την 5η τάξη του Δημοτικού σχολείου στα 1936 και τον οδήγησαν στην τράτα του Κωνσταντίνου Σωτηρίου για πέντε δραχμές μεροκάματο. Στην ίδια τράτα δούλευε για 45 δραχμές μεροκάματο και ο πατέρας του Σωτήρης, ο οποίος πρωτύτερα είχε ένα μεγάλο καϊκι με πανιά και προπολεμικά έκανε μεταφορές ανάμεσα στα λιμανάκια του Κορινθιακού, αλλά από μια σύγκρουση με ένα άλλο πλοίο, στο Γαλαξίδι, που μετέφερε ασβέστη και την επιπολαιότητα του μάστορα που το επισκεύασε, έπαθε ζημιά και καταστράφηκε. Ετσι βρέθηκαν και οι δυο τους αναγκαστικά, τρατάρηδες σε ξένο καϊκι. Ο μικρός Γιάννης λεβάριζε τα σκοινιά και οι μεγάλοι τραβούσαν τον «κρόκο», ένα πανωφόρι που έμοιαζε με στρατιωτική εξάρτηση που κάλυπτε την πλάτη των τρατολόγων κι απ αυτόν πιάνονταν το σκοινί στο τρατόσχοινο. Ετσι διευκολύνονταν στο τράβηγμα καθώς έγερναν ρυθμικά και εναλλάξ οι τρατολόγοι προς τα πίσω την πλάτη τους.

Εκτός από το καϊκι, ο πατέρας του είχε τότε και μια μικρή βάρκα και με αυτή πήγαιναν πυροφάνι τη νύχτα για χταπόδια για να μπορέσει να ζήσει η πολυμελής οικογένειά τους. Ο μπαρμπα-Γιάννης θυμάται πως ο πατέρας του έπαιρνε αυτόν και τη μεγαλύτερη αδερφή του, την Παγώνα, και τραβούσαν τα κουπιά της βάρκας. Το γεγονός δηλώνει πως στον αγώνα για τη ζωή, στην Αντίκυρα εκείνης της εποχής, ένα μικρό ψαροχώρι, δεν υπήρχαν διακρίσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Και να μην ήθελε να μπλέξει λοιπόν με τη θάλασσα ο Γιάννης, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ο δρόμος της επιβίωσης του έδειχνε τα κουπιά και την τράτα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, κατοχή, αντίσταση και εμφύλιος ήταν δύσκολα για όλους και ο πατέρας του ψάρευε με ένα μικρό βαρκάκι και πήγαιναν με τα πόδια και το κοφίνι στον ώμο και αντάλλαζαν τα ψάρια στα γύρω χωριά κυρίως με σιτάρι και τρόφιμα. Υπήρχαν τότε εκεί και ορισμένοι μανάβηδες που έπαιρναν τα ψάρια και τα πήγαιναν στη Λιβαδειά, 4 - 5 ώρες δρόμο με το μουλάρι ή στον ώμο. Για να μη χαλάνε μάλιστα, τα έβαζαν μέσα σε κοφίνια και τα σκέπαζαν με κλαριά από σχίνο! Δεν πάθαιναν τίποτα, λέει ο μπαρμπα-Γιάννης, πήγαιναν ολόφρεσκα, σαν να τα είχες βάλει στον πάγο. Εκείνα τα χρόνια, με πετρέλαιο που πήραν από τους Ιταλούς - μια κότα για ένα μπιτόνι πετρέλαιο - αγόρασαν μια βάρκα από τα μέρη της Πελοποννήσου και με αυτή, εκτός από το ψάρεμα, άρχισαν να μεταφέρουν κρυφά τη νύχτα ξύλα στην απέναντι μεριά και τα άλλαζαν με σταφίδα και τρόφιμα. Δεν είχαν με τι άλλο να ζήσουν, καθώς οι αγρότες δεν έπαιρναν πλέον φουσκί (χωνεμένη κοπριά) για τα αμπέλια τους και έτσι πήγαιναν ξύλα, που ήταν άφθονα στα μέρη της Ρούμελης. Παρά τις απαγορεύσεις των κατακτητών για μετακινήσεις, το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι συγχωριανοί τους, που είχαν δυνάμεις να τραβήξουν με γρηγοράδα κουπί μέχρι το Ξυλόκαστρο και τα χωριά του Αιγίου.

Καθώς τέλειωνε η φοβερή δεκαετία του 40, ο πατέρας του παίρνει ένα τρεχαντήρι 8 μέτρων από το Πέραμα, το βαφτίζει «Μαργαρίτα» στο όνομα της γυναίκας του και αρχίζει να ψαρεύει μαζί με τα τρία παιδιά του, τον Γιάννη, τον Νίκο και τον Στάθη. Ο Γιάννης, όταν απολύεται από το στρατό, το 1952 παντρεύεται αμέσως τη Δήμητρα Δράκου, από οικογένεια ψαράδων της Παραλίας Σαράντη, ένα άλλο σπουδαίο ψαροχώρι της Βοιωτίας, αλλά δουλεύει κυρίως με τους δικούς του, στη «Μαργαρίτα», μέχρι που η Τράπεζα, λόγω χρεών, την κατάσχεσε και την έκαψε στην παραλία της Αντίκυρας το 1956. Να σημειώσουμε πως ο πατέρας του είχε πάρει τότε δάνειο 25.000 δρχ. για να αγοράσει μηχανή αμερικάνικη (τις έδινε η περίφημη ΟΥΝΤΡΑ) αλλά δεν κατάφερε, παρότι δούλευε όλη η οικογένεια, να ξεχρεώσει εγκαίρως. Το γεγονός είναι ενδεικτικό της μεγάλης φτώχειας εκείνης της μεταπολεμικής περιόδου, όχι μόνο στους Αντικυραίους, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους της περιοχής, που προσπαθούσαν να συνέλθουν μετά από μια ολόκληρη δεκαετία καταστροφών.

Τότε ήταν που ο Γιάννης πήρε τη «Χρυσούλα», ένα τρεχαντήρι 5 μέτρων από το Λουτράκι και άρχισε να ψαρεύει από την Παραλία Σαράντη με τον μπατζανάκη του Σταύρο Χαλίκο και τις γυναίκες τους, Δήμητρα και Γιαννούλα. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος να ψαρεύουν τότε με τα λίγα δίχτυα που διέθεταν, ήταν τα «ημεροβόλια», δηλαδή με άσπρες πέτρες που έριχναν στον βυθό κοντά στον γιαλό και τρόμαζαν τα ψάρια και καθώς αυτά έτρεχαν να φύγουν, πιάνονταν εύκολα στο απλωμένο δίχτυ. Επιαναν τότε 30 με 40 οκάδες ψάρια πρώτης διαλογής σε κάθε έξοδο. Αυτό το ψάρεμα με τα ημεροβόλια κράτησε δύο χρόνια και κατόπιν πούλησε τη «Χρυσούλα», επειδή ήταν μικρή και πήρε ένα τρεχαντήρι 8 μέτρων με μηχανή Παπαθανασίου 8 άλογα, τον «Αγιο Νικόλαο» και το δούλευε συντροφιά με τον Ιωάννη Ζερβό, από τον οποίο αγόρασε το σκάφος, και έναν Ρεβύθη. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι στην παραλία Σαράντη που άρχισαν να ψαρεύουν με δίχτυα, βαμβακερά, που αγόραζαν από τον Καραμάνη στον Πειραιά και τα αρμάτωναν μόνοι τους και όπως ήταν φυσικό σε μια θάλασσα παρθένα, πετύχαιναν τότε μεγάλες ψαριές, σε μαρίδα, γόπα, σκορπιούς. Ο Γιάννης αρμάτωνε συνήθως 200 οργιές δίχτυα και του ήταν αρκετά.

Οι άλλοι ψαράδες, εκεί στο απόμερο βοιωτικό ψαροχώρι, πάλευαν με παραγάδια και φυσικά με δυναμίτες που προμηθεύονταν από τα νταμάρια και τα έργα, αλλά δεν μπορούσαν να τους φθάσουν. Τα ψάρια που έβγαζαν τότε τα έδιναν στους μανάβηδες, στον Γιώργο Σιδέρη και σε κάποιον Περικλή, που έφταναν ως την Παραλία Σαράντη με αυτοκίνητα και τα διοχέτευαν στα γύρω χωριά, Χώστια, Δόμβραινα, Δίστομο, Κυριάκι και σε άλλα της Βοιωτίας, αλλά και στη Χαλκίδα.

Ο μπαρμπα-Γιάννης ψαρεύει 72 ολόκληρα χρόνια, αλλά δεν βγήκε ποτέ έξω από τον Κορινθιακό, το πολύ να πήγε μέχρι τη θάλασσα του Αιγίου. Στην παραλία της Αντίκυρας και στο λιμανάκι του Αγίου Ισιδώρου κάθε πρωί, εκτός από τον μπάρμπα Γιάννη, θα συναντήσετε και άλλους ψαράδες της γενιάς του, τον Ηρακλή Ιερεμία, τον Δήμο Ιερεμία, τον Δήμο Σωτηρίου, τον Ανάργυρο Τσίχλα και τον Βασίλειο Βυλιρή, ανθρώπους της θάλασσας, που έχουν πολλά να πουν για μια ιδιαίτερα παραγωγική κοινότητα ψαράδων, που χάρη στην εργατικότητά τους και τον πλούσιο βυθό της περιοχής, παραμένει ακόμα ζωντανή.

---------------------
ΕΘΝΟΣ ON LINE
ΨΑΡΕΜΑ 8/5







Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2091