Περί των γαιδάρων της Κύπρου, του Π. Ξιούτα
Ημερομηνία Tuesday, June 24 @ 00:49:28 UTC
Θέμα Νησιά


Ο Κύπριος όνος, έλκων την καταγωγήν εκ Σομαλίας, είναι ο πλέον μεγαλόσωμος  των αδελφών του της Ανατολικής Μεσογείου.

Ανεξαρτήτως της πολλαπλής χρησιμότητος του  όνου, ούτος είναι, εκτός των άλλων, σύμβολον της  ερωτικής ορέξεως και  ασελγείας.

Ο επιβήτωρ όνος  της  Κύπρου  λέγεται αρτσιάτος ή αρτσιατής, χασαρής και σπανιώτερον πρόξενος, επειδή του προξενούν, ήτοι του φέρνουν προς γάμον, ως εις ανθρώπους, διά προξενειών, μεσιτείας, νύμφην.

Ο μήνας των ερώτων  των γαιδάρων είναι ο Μάιος και διά τούτο λέγουν, ο Μάς έν’  ο μήνας των γα(δ)άρων και ειρωνεύονται , πειράζοντες, τους κατά τον μήνα τούτο γεννηθέντας.  Και  ο ανώνυμος  λαικός  στιχουργός, εξοιστρημένος και βινητιών, εύχεται εκ βαθέων να ευρίσκεται εν διαρκεί  οχεία:

Να΄μουν τον Μάην γάιδαρος, τον ?ουστον  κριάριν
τζαί πετεινός ολογρονού τζαί κάττος τον Γεννάρην.

Τον  Μάιο ο γάιδαρος ο αρτσιάτος, φαρεμμένος, δυναμώνει, γυαλλίζει το μαλλίν του, παιγνιεύκεται, αγκανολοά τζαί κατεάζει, άμα μυριστή , τζαί μυρίζεται ΄που μακριά, γαούραν γυρισμένην, τον Μάιο  ο ένορχις γάιδαρος, αφού φάγη χλωρονομή δημητριακών, δυναμώνει, η τρίχα του λάμπει, τσιλιμπουρδά, γκαρίζει και κατεβάζει το πέος του, εξωματσουκώνει, όταν οσμισθή και οσμίζεται από μεγάλη  απόσταση, γαιδάραν ευρισκομένη εν οργασμώ. Όταν του πάρουν προς επίβασιν γαιδούραν, οσμίζεται, σηκώνει τα χείλη του, αγριεύει το βλέμμα του, κατεβάζει το πέος του γρήγορα, γρήγορα, προ πάντος όταν του στήσουν δίπλα εις την γαιδάραν άλλον γάιδαρον, ζηλεύει, στύει, αδραίνει το μεγάλο  μανιτάριν του, βάλανον, και ορμά επάνω της, την δαγκώνει από το σβέρκον και δεν κατεβαίνει από επάνω της εύκολα. Διά να ενθαρύνουν τον επιβήτορα όνο οι παριστάμενοι ή ο μάστρος  του, του φωνάζουν, ζάρ- ζάρ- ζάρτ ή τοποθετούν πλησίον άλλον γάδαρον ή και μούλαν διά να ζηλέψη. Επειδή είναι πολύ ορμητικός και άγριος κατά την επίβασιν και πολλάς φοράς δαγκώνει δυνατά τον τράχηλον της γαιδούρας και την πληγώνει, πολλοί δι΄ασφάλειαν του φορούν φίμωτρο πλεκτό εκ καλάμου.

Ολίγον προ της επιβάσεως  πλύνουν το αιδοίον της γαιδούρας, χώνοντες το χέρι των εις αυτό μέχρι του αγκώνος, με μαλακόν ρούχον βρεγμένον με χλιαρόν νερό. Η γαιδούρα όταν ευρίσκεται εν οργασμώ , όπως και κατά την επίβασιν, ξερομασά ή άλλως αναμασά. Και μεταφορικώς επί  προκλητικής και οργώσης γυναικός λέγουσι, τούτη ξερομασά ή αναμασά σαν την γαούραν.

Ο  όνος  επιβήτωρ φορβάδων δια την γέννησιν  ημιόνων έχει ειδικήν προπαίδειαν και τόσον καλά προσαρμόζεται,  ώστε άμα μάθη, (δ)εν αππηά πκιόν γαούρας. Τα αυτά περίπου και περί ίππου  επιβήτορος όνων, του γαουράππαρου.

Και ο όνος  και ο ίπππος ο ένορχις αυνανίζονται κτυπώντες το εστυκώς πέος των επί της κοιλίας των. Διά τούτο εις τους ίππους κυρίως, άλλοτε μεν  έβαλλον περίζωμα , διεστιγμένον με αιχμάς, εις την υπό την κοιλίαν επιφάνειαν, ώστε να πονή το ζώον και να αποφεύγη την πράξιν.

Πολλά και ποικίλα διηγούνται οι Κύπριοι διά το ονικόν μόριον, ως λ.χ ότι υπάρχουν  τόσον  σοιλήες ή σωματώδεις ή κερεστετζήες ή βιλλάες γάιδαροι, ώστε (δ)εν την αντέχει η  γαιδούρα τζαί ψοφά. Ονομαστά  διά την εργατικότητα και δύναμιν, αλλά και διά το γεννητικόν των μόριον, που, άμα κατεάσουν, ντζίζει χαμαί, είναι τα μικρόσωμα σχετικώς παφίτικα γαούρκα ή πετρογάουρα της Πάφου.

Να και δύο μικρές  ιστορίες για τις ερωτικές αρετές και συνήθειες  των   κυπραίικων γαιδουριών.

Ένας   γάρος  τζι έναν λιοντάριν εκουμπάρεψαν τζι εζηούσαν μαζί σ΄έναν δάσος. Ϋστερα   `που  τζαιρόν είπαν ν’ αλλάξουν τόπον, μα έτσι σαν επααίναν, ηύραν ομπρός τους έναν ποταμόν κατεασμένον. «Ε, τωρά, κουμπάρε», λαλεί το λιοντάριν του γάρου, «ίντα λοής, εννά ρέξουμεν ; Εγιώ κολύμπιν (δ)εν ηξέρω.» «Μεν φοάσαι , κουμπάρε» λαλεί του τζι ο γάρος, «ξέρω εγιώ. Έβκα πα’ στην ράσιν μου τζαί ρέσσω σε», ( σε περνώ). Επετάχτην τζαι το λιοντάριν πάνω στου γάρου τζ’ εγάντζωσεν με τα νύσια του πα’ στην ράσιν του. Ο γάρος επόνησεν τζι εκαούρωσεν τζαί   το λιοντάριν που τον εκατάλαβεν, (γ)υρίζει τζαί λαλεί του, «ιντα να σου κάμω, κουμπάρε, τούτα εν’ τα αντζίστρια μου , να πκιαστώ πάνω σου, τα νύσια μου. Ταγιάντα, ώστι, έως ότου, να ρέξουμε». Εταγιάντισεν ο γάρος τζ’ ερέξασιν τον ποταμόν. ?με τζαί να πάς ευρέχην ομπρός τους ένας κρεμμός μ’ ένα μονοπάτιν των αιγιών, πολύ στενόν. Εστάθην ο γάρος τζαί λαλεί του λιονταριού. «Ε, κουμπάρε, τωρά εγιώ ίντα λοής εννά ρέξω;» «Μεν φοάσαι, κουμπάρε, έβκα πάνω μου τζαί να σε ρέξω εγιώ» λαλεί  του   το λιοντάριν. Πετάσσεται τζι ο γάρος πάνω του κουμπάρου, ίσια, αμέσως, εφούρνισεν του την τζιόλας. «Ω!, κουμπάρε, ίντα’ ν’ τούτα» λαλεί του το λιοντάριν. «Έ, ίντα να σου κάμω» λαλεί του ο γάρος, «εμέναν τούτον εν’ τ’ αντζίστριν μου, να πκιαστώ πάνω σου, (δ)εν τζι έχω τζι άλλον. Ταγιάντα τζι εσού τώρα.»

«Εγιώ ’ σα  πάω εκκλησιάν», ήτουν Κυριακή, λαλεί ο παπάς της παπαδκιάς του, «τζαί τώρα  εννά’ ρτη ο κουμπάρος να σε βοηθήση να πάρετε το άλεσμα στον μύλον.» «Καλόν», λαλεί του τζαί τζείνη.Έρκεται ο κουμπάρος, φορτώνουν το άλεσμαν πα΄στην γαούραν τζι εξηκινήσαν για τον μύλον. Έτσι σαν επηαίναν θωρούν ’που μακριά έναν γάρον, π’ αγκάνιζεν τζι ετσίνναν τζι έρκετουν κατά πάνω τους κατεασμένος τζι  εφάκκαν  η γέρημη του ποτζεί τζαι ’π’ ωδε πα’ στα πλευρά του. Όσον τζι εκόντεψεν τους, ίσια επετάχτην της γαούρας τζι έσυρεν τζαι το άλεσμαν χαμαί τζαί την παπαδκιάν.Η γαούρα εστάθην τζι ’ός του, δός του, ξερομάσημαν, γιατί εταίρκασεν τα ο ανεθαματισμένος, ο διάβολος, τζι ήτουν γυρισμένη. ?μα τζι ετέλεσωσεν τζι επήεν το πάσα κακόν, εξαναφόρτωσαν το άλεσμαν, όσον έμεινεν, τζι εξεκινήσαν πάλε για τον μύλον. «Χώρε, κοίτα, τον ταούλλην», λαλεί ο κουμπάρος της παπαδκιάς , «που τζειέξω τζεί, από τόσον μακριά, τζι εμυρίστην της γαούρας πως εν’ γυρισμένη!». (Γ)υρίζει τζι η παπαδιά, «τζι εσού, κουμπάρε, λαλεί του, «έσεις συνάχιν τόσον τζαιρόν τζι’ εν σου’ ωκεν η μυρωδκιά μου;»

------------------------------------------------------------------
Πηγή: Π. Ξιούτα, Κυπριακή  Λαογραφία των  Ζώων.



20ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2062