Σκαμπρόζικη δημοτική ποίηση
Ημερομηνία Monday, June 23 @ 15:41:53 UTC
Θέμα Νησιά


από Fallen Angel (Πεπτωκότα ?γγελο)


Την αφορμή μου την έδωσε ένα αισχρό ποιηματάκι που χα σβήσει πρόσφατα και είχε δημοσιευθεί στην Λογοτεχνία.
Τα βομολοχικά και σκοπτικά δημώδη άσματα τα μαθα όταν μου χε πέσει πολύ παλιότερα ένα σχετικό αφιέρωμα του Ιχνευτή...
τα μαθα με την έννοια ότι τα αγάπησα... τα κατάλαβα σαν ένα κομμάτι της παράδοσης μια μορφή διεξόδου προς πιο πρωτόγονα και κοντύτερα στη φύση ένστικτα αλλά και μια διέξοδο από τους καταπιεστικούς κοινωνικούς συμβιβασμούς .Δεν είναι τυχαίο που συνδιάστηκαν με τους παγανιστικούς εορτασμούς της Αποκριάς και δεν είναι τυχαίο που τραγουδήθηκαν από όλα τα κοινωνικά στρώματα... στο φαϊ και στο γαμήσι κάθε καλή καρδιά να ορίσει..
Συνέχεια μια Αριστοφανικής παράδοσης που λειτουργεί σαν αρχέτυπο στο υποσυνείδητο; Για μένα ναι ... και προς θεού βρε σεις! οι λέξεις δεν είναι πρόστυχες ..εμείς είμαστε ..

Να 'μουν' νυ - μωρέ να 'μουν' νυ - να 'μουν νύχτα στο γιαλό,
ν' ανάψω λυ - μωρέ ν' ανάψω λυ - ν' ανάψω λύχνο για να δω...

Θειά μου Νικολάκαινα, συ δεν το' πραξες καλά
τέτοια κόρη που' χεις σκύλα,
και την έστειλες για ξύλα.

Το κοπέλι στο καρτέρι
την επιάνει από το χέρι
τράβα γω και τράβα εκείνη,
δίνει ο Θεός και πέφτ' εκείνη,
πάνω εγώ από κάτω εκείνη.

Τη φιλώ στο κούτελο
"Α στο διάολο, κούτσουρο"
τη φιλώ και στο λαιμό
"Α στο διάολο από δω"

"Κόρη μ' πόσο σ' αγαπώ,
που'χεις το λαιμό χυτό,
που' χεις τα μαλλιά μετάξι,
και πλεγμένα με την τάξη"

Τη χαϊδεύω, τη φιλώ
"Μα γω τέτοια τ' αγαπώ"
Και μου λέει:
"Παρακάτω, από το λαιμό πιο κάτω"

Και της πιάνω τα βυζά, μου λέει:
"Μου' ρθ αραθυμιά"
Και μου λέει:
"παρακάτω, από τα βυζά πιο κάτω"

Την πιάνω από τον αφαλό
"Παρακάτω βρε τρελό"
και την πιάνω από το γόνα
"Ατζαμής μου λεει εισ' ακόμα"

Πιάνω της τα γόνατα
"Κάνεις και καμώματα"
και της τα σηκώνω απάνω,
τη ρωτάω τι να κάνω

και μου λέει:
"Παραπάνω, απ' τα γόνατα πιο πάνω"
και την πιάνω απ' το μερί
"Να, κοντεύει να το βρει"
και μου λέει:
"Παραπάνω, από το μερί πιο πάνω"

Ανάμεσ' από το μερί,
βλέπω τούρκικο τζαμί,
μπαίνει ο χότζας μες στη μέση
με το κόκκινό του φέσι,
μια κοιλιά χτυπάει την άλλη,
γίνεται χαρά μεγάλη.

Με τη θειά μου την Κοντύλω
επηγαίναμε στο μύλο
(μπιγιρνέ-μπιγιρνε-
μπίγι-μπίγι-μπίγιρνε)
Κούντα γω και κούντα κείνη
δίν' ο Θεός και πέφτ' εκείνη
πάνω γω από κάτω εκείνη

"Αχου Θειά και να' σουν ξένη,
και το τι' θελε να γένει"
"Κάμε, γιέ μου, τη δουλειά σου,
κι εγώ είμαι πάλι θειά σου"

Να κι ο μπάρμπας από πέρα,
τράκα τρούκα τη μαχαίρα:
"Βρ' ανιψιέ, καταραμένε,
κι ίντα πολεμάς, καημένε;"

"Μπάρμπα, θερμασιά την πιάνει
και την πλάκωσα να γιάνει"
"Πλάκωσ' την καλά, παιδί μου,
όπου να' χεις την ευχή μου".

Ένα μωρέ ένα, ένα μουνί
στη κερασιά κι ο πούτσος
από κάτω.

Πέντη μωρέ πέντη, πέντη
μετάνοιες έκανε. Πέντη
μετάνοιες έκανε,
μουνί κατέβα κάτω,
μουνί κατέβα κάτω.

Δε κα' μωρέ δε κατεβαίνω
πούτσκαρε. Δε κατεβαίνω
πούτσκαρε γιατ' είσαι
φορτωμένος.

Μπαίνεις μωρέ μπαίνεις,
μπαίνεις πολύ-πολύ βαθειά.
Μπαίνεις πολύ-πολύ βαθειά
και βγαίνεις μαραμένος.

Ένα μουνί πενεύτηκε
σ' ανατολή και δύση
πως δεν ευρέθη πούτσαρος
να πάει να το γαμήσει.

Κι ο πούτσος μου που τ' άκουσε
πολύ του κακοφάνη,βάζει
στ' αρχίδια του φτερά
και τρέχει και το φτάνει.

Βρε συ, βρε συ παλιόμουνο
τι έχεις και πενιέσαι;
Στον κόσμο που γεννήθηκες
πρέπει για να γαμιέσαι.

Ο παπάς από τα Γιούρα
κυνηγούσε μια γαϊδούρα.

Δω στην έχει 'κει στην έχει,
μεσ' το ρέμα την κατέχει.

Στάσου μωρή ευλογημένη
τώρα που 'ναι ατσαλωμένη.

Σαράντα μνιά μπρε-μπρε-μπρε
σαράντα μνιά με κύκλουσαν.
Σαράντα μνιά με κύκλουσαν
τον πούτσο να μη φάνε.

Κι ο πούτσος μου μπρε-μπρε-μπρε
κι ο πούτσος μου καμαρωτός.
Κι ο πούτσος μου καμαρωτός
τ' αρχίδια μου ρωτάει.

Τι λέητ' ησείς μπρε-μπρε-μπρε
τι λέητ' ησείς αρχίδια μου;
Τι λέητ' ησείς αρχίδια μου,
μπουρώ να τα γαμήσώ;

Να τα γαμή' μπρε-μπρε-μπρε
να τα γαμήσεις πούτσκαρη.
Να τα γαμήσεις πούτσκαρη
κι ημείς θα ση βοηθούμε.

Μόνου ν' αφή' μπρε-μπρε-μπρε
μόνου ν' αφήσεις κι για μας.
Μόνου ν' αφήσεις κι για μας
να μπούμε λίγου μέσα.

Τζοπανάκος ήμουνα
προβατάκια φύλαγα.
Έν εφύλαγα πολλά
καμιά τετρακοσαριά.

Είχα μια καλή κερά
κι έφερνε ψωμί στη στάνη.
Της σηκώνω το φουστάνι,
βλέπω τον καρακατσάνη.

Μαυρομούστακος μ' εφάνη,
την εζούληξα να γειάνει.
Να κι ο μπάρμπας από πέρα
ξεσπαθώνει μια μαχαίρα.

Τις μεγάλες αποκριές
φέραν ένα τσβάλ' ψωλές
τρέξαν οι αρχοντοπούλες
τρέξαν και τσ' αρπάξαν ούλες.

Και μια χήρα παπαδιά
δεν επρόλαβε καμιά.
Πιάνει, τνάζει τα τσβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια.

Τούτη κάνει για τα μένα
πούν' τα μηριά μ' σγκαμένα.

Τήνε βάζει στην τσουκάλα
για να κάν' μεγάλ' κεφάλα.
Τήνε βάζει στο λαΐνι
να χοντρύνει, να μακρύνει.

Διάκους, παπάς κι λαϊκός
ένα μουνι μοιράζαν,
παίρνει ου παπάς τ΄αχείλι του
κι κάμνει πετραχείλι του,
κι ου διάκους παίρνει του μαλλί
κι κάμνει σκούφια να φουρεί,
κι ου λαϊκός την τρούπα του
να χώνει τη ματσούκα του

Αγουρος (νέος) πέτρα πελεκά,
αλήθεια κι όχι χωρατά,
με το 'να του το χέρι
χειμώνα καλοκαίρι.

Αγουρε πούν' το χέρι σου,
να 'μουν εγώ το ταίρι σου,
και πολεμάς με το 'να χέρι
χειμώνα καλοκαίρι.

Δέκα κορίτσια φίλησα
κανενός δεν το μαρτύρησα
και δέκα παντρεμένες,
δεκαοχτώ αρραβωνιασμένες.

Και δώδεκα καλογριές
πού 'χανε μάτια σαν ελιές,
ως και μια κυρά ηγουμένη
μέσ' τα μαύρα βουτηγμένη.

Και να σε φίλαγα και σε
που έχεις ματάκια σαν ελιές
κι ας μου κόβανε και τ' άλλο
και να πέσω να πεθάνω.


Από τα Αποκράτικα της Δόμνας Σαμίου

ΟΥ ΠΑΠΠΟΥΣ ΟΥ ΡΑΓΚΑΒΕΛΑΣ (Κοζάνης)

Ου παππούς, μπρέ-μπρέ-μπρέ,
ου παππούς ου Ραγκαβέλας,
ου παππούς ου Ραγκαβέλας ειχιν μια κουτσή γουμάρα,
ήταν πούτσις φουρτουμένη, ήταν κι άγκαστρωμένη.
Τι σιργιανούσι στα χουριά, Σπούρτα, Βάντσις, Κιρασιά,1
Σπούρτα, Βάντσις, Κιρασιά, πάρτι πούτσις φέρτι μ'νιά.
Πήραν νιές κι παντριμένις, χήρις κι άρραβουνιασμένις,
κι μια χήρα πινιμένη δεν ίπρόφτασε να πάρει.
Παίρν' τινάζει τα τσουβάλια, πέφτει μια μι δυο κιφάλια.
Τράβα ή μια κι τράβα ή άλλη και της κόψαν το κιφάλι.

1 Σπούρτα, Βάντσες, Κερασιά: χωριά της Κοζάνης


ΤΙΣ ΜΙΓΑΛΙΣ ΑΠΟΥΚΡΙΕΣ*

Τυρνάβου
Τις Μιγά- αντί καλέ, τις Μιγάλις ?πουκριές,
τις Μιγάλις ?πουκριές πού ανάβουν οί φωτιές
και ζητούν να βρουν ψωλές για να σβήσουν τις φωτιές,
άναψε και ή Χριστίνα, πού 'χ' να γαμηθεί ένα μήνα,
άναψε και ή Μαρία κι έχει μιαν ανησυχία,
άναψε κι ή Παναγιώτα, κακαρίζει σαν την κότα
κι άνιβαίνει κατιβαίνει και την πούτσα δε χουρταίνει.
Μπρέ-μπρέ-μπρέ το μπουρανί1 και τσ' Χαλάτσαινας το μ'νί.

* Ή τελευταία Κυριακή, δηλαδή ή Κυριακή της Τυρινής, πού αποτελεί και την αποκορύφωση του αποκριάτικου γλεντιού. Λέγεται και Τρανή Αποκριά
1 Ειδικό φαγητό της Καθαροδευτέρας, πού μαγειρεύεται τελετουργικά, και κατ' επέκταση ονομασία όλου του τυρναβίτικου εθίμου.

Τα αποκριάτικα τραγούδια είναι κορυφαία!
Αν θέλετε μπορείτε να κατεβάσετε ένα παραδοσιακό αποκριάτικο από την Όλυμπο Καρπάθου:
http://www.olymbos.org/apokria/yiannaros.mp3
Η ηχογράφηση είναι ερασιτεχνική και έγινε στις απόκριες.

1/9/2005



20ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2015