* * *
Τις Μιγάλες Απούκριες
που ανάβουν οι φωτιές
και ζητούν να βρουν ψωλές
για να σβήσουν οι φωτιές
άναψε και η Χριστίνα
που χ’ να γαμηθεί ένα μήνα,
άναψε κι η Παναγιώτα,
κακαρίζει σαν την κότα
κι ανεβαίνει κατεβαίνει
και την πούτσα δεν χορταίνει.
Μπρε-μπρε-μπρε-το μπουρανί
και τσ’ Χαλάτσαινας το μνί.
(Τύρναβος)
* * *
Ο παπάς μας ο Γιαννής
τονε πάτησε μιανής.
(Εύβοια)
* * *
Δεν θαυμάζιτι κουρίτσια
πως γαμεί η ψουλή τη νύχτα
δίχους φως, δίχους λυχνάρι
δίχως τα κεριά αναμμένα;
Δυο πουδάρια σηκωμένα
κι άλλα δυο γονατισμένα
μια κοιλιά πάνω στην άλλη
έχουνι χαρά μεγάλη.
(Μυτιλήνη)
* * *
Δυο κυράδες κάθονταν
έξω από την πόρτα τους,
μια της άλλης έλεγε:
-Έχει ο άντρας σου χοντρή;
-Έχει και παράχ’ μωρή!
-Δεν μου την εδανείζεις;
-Καποιανής τη δάνεισα
και μου την αρρώστησε
κ’ είδαμεν και πάθαμεν
για να την γιατρέψουμε.
Δώκαμεν και γιατρικά
δώδεκα καλάθια αυγά
κ’ έξη οκάδες βούτυρο
όσο να την δούμε ορθή
σαν αγγούρι τρυφερό.
(Ήπειρος)
Πηγή: Echo&Artis, #15
20ο Τεύχος