Παλατινή ανθολογία, μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη
Ημερομηνία Monday, June 23 @ 02:37:44 UTC
Θέμα Νησιά


Η Παλατινή ή Ελληνική Ανθολογία είναι μια συλλογή αρχαίων ελληνικών επιγραμμάτων που ξεκινούν από τον 7ο αιώνα π.Χ. και φτάνουν μέχρι τον 10ο μ.Χ. αιώνα και αποτελεί μια από τις πολυτιμότερες πηγές για τη γνωριμία με την αρχαία ελληνική ποίηση. Δημιουργός της είναι ο λόγιος και ιερωμένος της βυζαντινής αυλής Κωνσταντίνος Κεφαλάς ο οποίος χρησιμοποιώντας παλιότερες ανθολογίες συνέθεσε τη δική του η οποία περιλαμβάνει 7.300 ποιήματα (γύρω στους 23.000 στίχους). Ονομάστηκε Παλατινή από το μοναδικό χειρόγραφο που βρέθηκε στην Παλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης το 1606. 

ΑΛΚΑΙΟΣ  (Μυτιλήνη περ. 610 π.Χ.)


Ο Πρώταρχος είν’ ωραίος, και δε θέλει? αλλά
θα θελήσει μετά? κι η νιότη του τρέχει
κρατώντας λαμπάδα*.

* Η σκυταλοδρομία γινόταν με «λαμπάδες» (δάδες).
 


ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕΙΟΣ (Κέα 556 π.Χ.-Σικελία 468 π.Χ.)


V 159
Βοίδιον η αυλητρίδα κι η Πυθιάς, κάποτε πολυαγάπητες
σε σένα, Αφροδίτη, τις ζωγραφιές αφερώσαν
και τις ζώνες ετούτες.
Έμπορα και καραβοκύρη, η τσέπη σας το γνωρίζει
πούθε κι οι ζώνες κι οι πίνακες από πούθε.
 
 

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ (?βδηρα περ. 460 π.Χ.- έζησε κατά την παράδοση 100 χρόνια)  


XVI 180

Όταν η Αφροδίτη
μέσα απ’ το πορφυρό κύμα
γυμνή αναδύθηκε,
και τα μαλλιά της έσταζαν αλμύρα,
τα χέρια σήκωσε
κι έστιβε την πλεξούδα
πλάι στα λευκά της μάγουλα
που έσταζε νερό του Αιγαίου
δείχνοντας ακάλυπτα
τα στήθη της μονάχα,
όσο η ντροπή επιτρέπει.

Μ’ αν η θεά του πίνακα
είναι σαν την αλήθεια,
τότε φαντάζομαι,
τι ταραχή μες στην καρδιά του ?ρη.

(Στην Αναδυόμενη Αφροδίτη του Απελλή).
 


ΠΛΑΤΩΝ (Αθήνα 427 π.Χ.- 347 π.Χ.)


VI 1

Εγώ που αλαζονικά περιγέλασα την Ελλάδα,
που κάποτε μπρος στα πόδια μου
στριμώχνονταν πλήθος οι νέοι, εγώ η Λαΐδα
στην Παφία αφιερώνω το κάτοπτρο. Μιας και δε θέλω
να βλέπω πώς είμαι, κι αφού δε μπορώ
τον εαυτό μου όπως ήμουν να δω.


VII 670

Τ’ αστέρια κοιτάζεις αστέρι μου. ?μποτες ουρανός
να γινόμουν, για να σε βλέπω με μάτια πολλά.


VII 100

Τίποτ’ άλλο δεν είπα, παρά μόνον ότι
ο ?λεξις είν’ ωραίος, κι όλοι παντού τον καλοβλέπουν
σαν βγαίνει.

Καρδιά μου γιατί δείχνεις το κόκαλο στα σκυλιά
και λυπάσαι μετά; Έτσι δε χάσαμε το Φαίδρο;
 
 

ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΗΣ (Σάμος περ. 290 π.Χ.)


V 158

Κάποτε παίζοντας με την εύκολη Ερμιόνη, βρήκα
-ω Παφία Αφροδίτη- ζώνη με κεντημένα λουλούδια
και πάνω της γράμματα από χρυσάφι που γράφαν:
«Να μ’ αγαπάς
και μη λυπηθείς και κάποιος άλλος αν μ’ έχει.»


V 181

Πάρε μας… (μα πότε θάρτει), και πέντε
στεφάνια από τριαντάφυλλα. Γιατί λες τσου;

Δεν έχεις λες ψιλά; Χαθήκαμε. Αχ ένας
το Λαπίθη αυτόν δε θα τον βάλει στον τροχό;

Όχι υπηρέτη, μα ληστή έχω.
Δεν έσφαλες λοιπόν? καθόλου, ε;

Φερ’ τον λογαριασμό. Φρύνη για δόσε μου
τις ψήφους να μετρήσω. Α τον απατεώνα!

Πέντε το κρασί, δυο τα λουκάνικα,
Τι λες εδώ; Σουπιές… σκουμπριά, κερήθρες…

?στα. Αύριο θα τα λογαριάσουμε καλά. Μα τώρα
άμε στην Αίσχρα που πουλάει μυρωδικά
και πάρε πέντε φιάλες αργυρές
και πες της και το παρασύνθημα.

Ο Βάκχων, πες, πέντε φορές τη φίλησεν
απανωτά? μάρτυρας το κρεβάτι της
που τα κατέγραψε όλα. 


XII 161

Η Δορκούλα  που της αρέσει με τους εφήβους ν’ αθλείται,
σαν τρυφερό παληκάρι, ξέρει να ρίχνει το γρήγορο
βέλος της πάνδημης Αφροδίτης. Στα μάτια της
καίνε φλόγες του πόθου, και πάνω απ’ τους ώμους της…
……………………………………………………..
……………………………………………………..
ο εφηβικός πέτασος στο κεφάλι της, κι απ’ τη χλαμύδα
φαινόταν ο μηρός της γυμνός.


V 85

Την παρθενιά σου λυπάσαι? τι ωφελεί; Στον ?δη σαν πας
κανέναν, κόρη, δε θάβρεις να σ’ αγαπήσει.

Της Κύπριδας οι χαρές στη ζωή? και στον Αχέροντα
οστά και σποδός, παρθένα, θα είμαστε.


V 207*

Η Βιττώ και η Νάννιον
απ’ τη Σάμο
δεν θέλουν να υπακούν
τους νόμους της Αφροδίτης
κι αποσκίρτησαν
κάνοντας άλλες τελετές,
όχι καλές.

Δέσποινά μου Αφροδίτη,
να μισείς τις φυγάδες
της δικής σου κλίνης.


*Επίγραμμα σε δυο λεσβίες.
 


ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ (Γάδαρα Παλαιστίνης περ. 130 π.Χ.-Κως 60 π.Χ.)


V 175

Οι όρκοι σου κούφιοι, το ξέρω, γιατί φιλάσωτη
σε προδίνουν  η μουσκεμένη με μύρα πλεξούδα,
τα βαριά βλέφαρα απ’ το  ξενύχτι
κι η κορδέλα των στεφανιών στα μαλλιά σου ολοτρόγυρα.

Σ’ ακόλαστη αταξία των μαλλιών σου οι μπούκλες
κι όλα τα μέλη σου τρέμουν απ’ το κρασί.
μακριά από μένα πάγκοινο θηλυκό. Η κωμαστική
άρπα σε προσκαλεί και το παίξιμο των κροτάλων.


V 152

Για χάρη μου πέτα κουνούπι, μαντατοφόρος ταχύς
και στ’ αυτιού την άκρη
της Ζηνοφίλης ψιθύρισε τούτο το μήνυμα?

«?γρυπνος σε προσμένει και συ εκείνους που σ’ αγαπούν
λησμονάς και κοιμάσαι». Δρόμο, πέτα τραγουδιστή
γλυκέ, πέτα. Μα μίλα της σιγά μην και ξυπνήσεις
τον άντρα της
και την πληγώσει με της ζήλειας του τα καμώματα
εξαιτίας μου.

Μ’ αν μου φέρεις αυτό το κορίτσι, με λιονταριού
δορά θε να σε στέψω κούνουπα
και θα σου δώσω ρόπαλο, να το κρατάς στο χέρι.

XII 94

Γλυκός είν’ ο Διόδωρος
κι ο Ηράκλειτος πανέμορφος,
ο Δίων γλυκομίλητος κι ο Ουλιάδης
έχει ωραίους γλουτούς.

Μα εσύ Φιλοκλή τον τρυφερό χάιδευε
και κοίτα τον δεύτερο, μίλα στον τρίτο
και με τον τέταρτο κάνε τα υπόλοιπα.

Έτσι θα καταλάβεις πως διόλου δεν ζηλεύω.
Μ’ αν ρίξεις πονηρή ματιά προς τον Μυίσκο,
τότε ποτέ σου να μην ξαναδείς τ’ ωραίο.

ΧΙΙ 95

Αν σ’ έχουν ευνοούμενό τους οι Έρωτες
Φιλοκλή,
και η Πειθώ που πνέει μύρο
κι οι χάριτες που ανθολογούν το κάλλος, σου εύχομαι
νάχεις στην αγκαλιά σου το Διόδωρο,
αντίκρυ σου να τραγουδάει ο ωραίος Δωρόθεος,
στα γόνατά σου νάναι ο Καλλικράτης καθισμένος,
ο Δίων με τη χούφτα του να σου ζεσταίνει
το εύστοχό σου τόξο και να στο τεντώνει
κι ο Ουλιάδης να σου το ξεκαπακώνει.

Γλυκά να σε φιλάει ο Φίλων, ο Θήρωνας
λόγια να λέει διεγερτικά
κι εσύ να τρίβεις κάτω απ’ τη χλαμύδα
του Εύδημου τη ρώγα.
Κι αν ο θεός όλες αυτές τις ηδονές σου δώσει,
τότε μακαρισμένε,
μ’ αυτά τ’ αγόρια για μπαχαρικά
τι όμορφη πιατέλα Ρωμαϊκή θα φτειάξεις.
 

ΣΤΡΑΤΩΝ (Σάρδεις 2ος αι. μ.Χ.)


XII 8

Έτσι, καθώς περνούσα από τ’ ανθοπωλεία,
είδα ένα αγόρι πούπλεκε στεφάνι για μαλλιά.

Δεν πέρασα ασυγκίνητος. Στάθηκα δίπλα του
και με φωνή συγκρατημένη ρώτησα? «Πόσο μου δίνεις
το στεφάνι σου;» Απ’ τα λουλούδια πιο πολύ κοκκίνισε
και σκύβοντας ψιθύρισε? «Απομακρύνσου γρήγορα
μήπως σε δει ο πατέρας μου.». Αγόρασα λίγα στεφάνια,
έτσι για πρόφαση, και τους θεούς στεφάνωσα
σαν γύρισα στο σπίτι, ζητώντας να μου τον χαρίσουν.


XI 225

Δυο παθητικούς έχ’ η κλίνη και δυο
ενεργητικούς
που συνολικά εσύ τους παίρνεις για τέσσερις. Μα είναι τρεις.
κι αν θέλεις να μάθεις πώς γίνετ’ αυτό, τον μεσαίο
δυο φορές μέτρα τον,
γιατί κοινά και προς τους δυο κάνει έργα. 
 
XII 244

Αν δω ένα αγόρι λευκό, χάνομαι? μελαψό,
καίγομαι?
κι αν είν’ ξανθό, παρευθύς όλος λειώνω.

XII 219

Ώστε ζητάτε και μιστούς δασκάλοι;

Βρε τι αχάριστοι που είστε; Γιατί μωρέ,
λίγο σας πέφτει να καλοκοιτάζετε τ’ αγόρια,
να κουβεντιάζετε μαζί τους και να τα φιλάτε
όταν σας ασπάζονται. Και δεν αξίζει μόνο αυτό
περισσότερο κι από εκατό χρυσές δραχμές;

Ακούστε με λοιπόν. Αν κάποιος από σας
έχει ωραία αγόρια
ας μου τα στείλει. Εγώ θα τα φιλώ
και θα του δώσω, ό,τι μιστό ζητήσει

XII205

Του γείτονά μου ένα αγόρι τρυφερό
πολύ με προκαλεί
και δείχνει πως τα θέλει
και μου γελά με νόημα
δείχνοντας μυημένο.

Όμως είναι δεν είναι
δώδεκα χρονώ.

?γουρα τα σταφύλια τώρα
κι αφύλακτα.

Μα σαν ωριμάσουν,
τότε να δεις εκεί φρουρούς
και φράχτες με παλούκια.
 

ΑΥΤΟΜΕΔΩΝ (Κύζικος – Ρώμη τέλη 1ου αι. μ.Χ.)

XII34

Χτες βράδυ δειπνούσα στου παιδοτρίβη
Δημήτριου, στον ευτυχέστερο
των ανθρώπων.

Ένας καθόταν στα πόδια του, άλλος
έσκυβε πάνω απ’ τον ώμο του, το φαγί
τούφερνε τρίτος, κι άλλος να πίνει?
η τετράδα η περίβλεπτη. Κι εγώ χαριτολογώντας

«Εσύ παιδοτριβείς τ’ αγόρια και το βράδυ» τούπα.
 

ΝΙΚΑΡΧΟΣ (2ος αι. μ.Χ.)

V 38

Λυώνω για τις γυναίκες πούναι νταρντάνες
κι ας είν’ μεστωμένες, φίλε Σιμύλε,
ακόμη και γερασμένες.

Αν είναι μικρή,
θα με πάρει στην αγκαλιά της.

Μ’ αν είναι μεγάλη, γερασμένη, κι όλο ρυτίδες
τότε Σιμύλε, θα με πάρει απ’ το στόμα.

--------------------------------------------------------------------------------------
Ανδρέα Λεντάκη, 500 ποιήματα από την ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, εκδ. Δωρικός.



20ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2003