Ο ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Ο Αρχίλοχος, η Θάσος...
Ανάμεσα στις εξαιρετικά περίεργες ικανότητες που αναπτύσσουν τα ποιητικά κείμενα, με το πέρασμα των χρόνων, είναι και η διαμόρφωση ενός σταθερού τρόπου συμπεριφοράς. Περιμένει κανείς από τον Φάουστ του Γκαίτε μιαν αυστηρή, επιβλητική παρουσία, είτε ανεβάζεται σε κάποιο μεγάλο θέατρο, είτε παίζεται σε κάποια τριτοκοσμική κινηματογραφική αίθουσα. Είναι αναμφίβολα ένα αριστούργημα, αλλά πληρώνει την επιβλητικότητά του με πολλή μοναξιά. Στέκεται πάντα και περιμένει τον αναγνώστη, το θεατή. Αν δεν το πλησιάσει κανείς, δεν πλησιάζει κανένα.
Η ποίηση του Αρχίλοχου δεν ανήκει σε αυτό το είδος. Η ποίηση του Αρχίλοχου έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται, να αλλάζει, να ταξιδεύει, να μιλάει με πολύ διαφορετικούς ανθρώπους. Συνήθως, σε αυτού του είδους τα έργα αποδίδουμε το χαρακτηρισμό «Αριστουργήματα». Βιαστικά όμως. Γιατί κάθε αριστούργημα διαθέτει το χαρακτήρα του και αν του τον αφαιρέσουμε, δε μένει τίποτε. Ως γνωστόν, πριν από την ποίηση και μετά από αυτήν βρίσκεται η ζωή. Το ποίημα λέει πάντα κάτι γι' αυτήν και πάντα με το δικό του τρόπο.
Ο τρόπος του Αρχίλοχου είναι ο τρόπος του ανθρώπου που παλεύει να υπάρξει ανάμεσα σε κάθε λογής προβλήματα. Στον αγώνα του αυτό έχει μάθει να μην υποτιμά τίποτε, αλλά να επιλέγει το πιο αποτελεσματικό, να μην αποστρέφεται τίποτε, αλλά να φυλάει τον εαυτό του από τις κακοτοπιές. Ο Αρχίλοχος είναι μαχητής, πράγμα που σημαίνει πως η επικοινωνία πρέπει να είναι η μεγαλύτερη αρετή του, μετά τη δύναμη. Ξεφεύγει, ανοίγει δρόμους, χτυπά, αμύνεται, υποχωρεί, επιτίθεται, ακριβώς τη στιγμή που πρέπει.
Γι' αυτό κατάφερε να επιβιώσει μερικές χιλιάδες χρόνια μετά το θάνατό του. Ο άνθρωπος αυτός πολεμούσε με ένα σπαθί μικρό σαν κουζινομάχαιρο, μέσα σε πλοία σαν ψαρόβαρκες. Νικούσε επειδή ήταν πραγματικά πιο δυνατός και πιο γρήγορος από τον αντίπαλο. Νικούσε επειδή μπορούσε να δει τι ένιωθε ο αντίπαλος, διαβάζοντας τα μάτια του. Σε τέτοιου είδους μάχες έχει μεγάλη σημασία να εκτιμάς το συμμαχητή και να υπολογίζεις τον εχθρό. Αυτή η μάχη είναι η μάχη της ζωής.
Τι δουλειά έχει λοιπόν ένας τέτοιος τύπος στο Διαδίκτυο; Τολμώ να πω: την ίδια που είχε και στο Αιγαίο. Ο Αρχίλοχος δεν μπορούσε να κλειστεί στα τείχη μιας πόλης και να απολαμβάνει τις τιμές των συμπολιτών του σαν ποιητής. Ήθελε κόσμο και απλωσιά και περιπλάνηση. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Μόλις τον βάλεις στο ράφι της βιβλιοθήκης, παθαίνει κάτι σαν αγοραφοβία. Κλείνεται, απομονώνεται, μαραζώνει. Το Διαδίκτυο είναι η θάλασσά του. Εκεί μπορεί να συναντήσει τους ποιο απίθανους τύπους να μιλήσει μαζί τους, να συμμαχήσει ή να καυγαδίσει. Η ποίηση του Αρχίλοχου παίρνει μιαν άλλη διάσταση όταν την αντικρίζει κανείς σαν ένα γεγονός και όχι σαν ένα κείμενο. Όταν ο ταξιδιώτης του Διαδικτύου, περνά μέσα από κακόφημες γειτονιές και αριστοκρατικές συνοικίες, με στόχο να συναντήσει κάποιον της προκοπής και πέφτει πάνω στον Αρχίλοχο, για μια στιγμή ξαναζεί εκείνος ο άγνωστος μισθοφόρος που πηγαίνει στη βρόμικη ταβέρνα για να ανταλλάξει μερικά πρόστυχα αστεία με τους συμπολεμιστές και βρίσκεται μπροστά σε έναν σκληροτράχηλο τύπο που τραγουδάει απίθανα τραγούδια.
Ο Αρχίλοχος στο Διαδίκτυο είναι ένας Αρχίλοχος πιο αρχαϊκός από τον Αρχίλοχο ενός βιβλίου. Συμβαίνουν αυτά. Είναι επειδή, όπως είπα στην αρχή, τα ποιητικά κείμενα αναπτύσσουν εξαιρετικά περίεργες ικανότητες.
Γιώργος Μπλάνας
Αθήνα - Ιούλιος 2001
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
http://www.mikrosapoplous.gr/arxl/arxl01.htm#intro
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ
[Berlin 31094]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
--------------------------------------------------------------------------------
Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του Αρχίλοχου, κι αυτά αβέβαια. Η γέννησή του τοποθετείται γύρω στο 680 π.Χ. Καταγόταν από την Πάρο. Ο πατέρας του, κάποιος Τελεσικλής, ήταν αριστοκράτης και η μητέρα του Ενιπώ, δούλα. Ο παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, φέρεται σαν αποικιστής τής Θάσου και κομιστής τής λατρείας τής Δήμητρας. Ο Αρχίλοχος πέρασε τη ζωή του μέσα στη φτώχεια. Εργάστηκε σαν μισθοφόρος, συμμετέχοντας στις επιδρομές που συντάραξαν τον ελλαδικό χώρο, στη διάρκεια του 7ου π.Χ. αιώνα. Φαίνεται πώς προσπάθησε να δημιουργήσει οικογένεια με κάποια Νεοβούλη, αλλά ο Λυκάμβης, πατέρας τής νύφης, αθέτησε την υπόσχεσή του. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο ποιητής αντέδρασε διασύροντας τον άπιστο πεθερό. Η δύναμη των σκωπτικών στίχων του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Λυκάμβης και οι δύο του κόρες αυτοκτόνησαν. Πιθανώς αποπλάνησε και την αδελφή τής Νεοβούλης. Επινόησε τον ίαμβο και την επωδό, επιφέροντας σημαντικές τεχνικές αλλαγές στο ηρωϊκό ποιητικό ιδίωμα που κυριαρχούσε μέχρι εκείνη την εποχή. Είναι προφανές πώς ο πατρικός άξονας τής καλλιτεχνικής προσωπικότητάς του είναι ο Όμηρος. Σαν άνθρωπος ήταν παρορμητικός, αθυρόστομος και εκδικητικός. ?γνωστο πότε, τον σκότωσε κάποιος Καλλώνδης ή Κόρακας, σε μάχη με τούς Ναξίους. Μαρτυρείται πώς ο φονιάς δεν έγινε δεκτός από την Πυθία.
Στην πραγματικότητα ο Αρχίλοχος είναι τρεις εκατοντάδες αποσπάσματα και ορισμένα στοιχεία ανεπιβεβαίωτα. Πρόκειται για ένα πρόσωπο σκιά που κινείται πίσω από σημαντική ποίηση.
Γ.Μ.
http://users.otenet.gr/~aper/arxl/arxl00.htm
--------------------------------------------------------------------------------
http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Thasos/Arxiloxosa.html
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
18 [Ed.18]
Ψηλές κολόνες της Νάξου ο Μεγάτιμος κι ο Αριστοφώντας·
μεγάλη γη, τί σηκώνει ο βυθός σου.
19 [Ed.19]
Έβγαλε το ιερό μαντήλι απ' τα μαλλιά της
η Αλκιβίη, το αφιέρωσε στην Ήρα
κι έτρεξε ήσυχη να δαπανήσει την παρθενιά της.
ΙΑΜΒΟΙ
20 [Ed.20]
Δεν κλαίω τούς Μαγνησίους·
οι Θάσιοι να δεις τι έχουν να πάθουν.
21 [Ed.21]
Ύστερα φάνηκε μπροστά μας το νησί:
ασάλευτο σαν ράχη γαϊδουριού
με κωνοφόρο τρίχωμα.
22 [Ed.21Α]
Τόπος κι αυτός. Πού είναι
εκείνες οι εύφορες, εκείνες οι γλυκιές,
οι λατρεμένες όχθες του Σίρη;
23 [Ed.22]
Στιχουργημένες ταλαιπωρίες ή ελεύθερες απολαύσεις;
το ίδιο μου κάνει.
24 [Ed.23]
Τα κύματα δέχτηκαν πρόθυμα τον ψυχικό μας πλούτο.
25 [Ed.24]
Στο τέλος θα με πουν και μισθοφόρο.
26 [Ed.25]
Αδιαφορώ για την αμύθητη περιουσία του Γύγη.
Δεν έχω, ούτε είχα ποτέ ιδιαίτερες επιδιώξεις.
Δε δυσανασχετώ με τα έργα των θεών.
Δε θέλω εξουσία.
Προτιμώ να βλέπω.
27 [Ed.26]
Ο ισχυρότερος τσοπάνης της Ασίας.
28 [Ed.27]
?ρχοντα Απόλλωνα, εξόντωσε τούς ένοχους
με τα ονόματά τους. Ξέρεις εσύ.
29 [Ed.28]
Μοναδική στο είδος της η μεγάλη κόρη του Λυκάμβη.
30 [Ed.29]
Κρατούσε ένα τρυφερό κλαδί μυρτιάς
κι ένα ωραίο τριαντάφυλλο.
Τής άρεσε: χαμογελούσε. τα μαλλιά της
έσταζαν νύχτα πίσω της.
31 [Ed.30]
Μοσχοβολούσαν τα μαλλιά της και τα στήθη.
Μέχρι και γέρο μεταμόρφωναν σε ανυπόμονο εραστή.
32 [Ed.31]
...κι εσύ πολύ γριά για αρώματα, κυρά μου.
33 [Ed.32]
Ήρθε στο κέφι και κατέβαζε την μπίρα
μονοκοπανιά σαν Θράκας.
στο τέλος, ξεχύλισε σαν Φρύγας
κι έπεσε ξερή σαν θηλυκό.
42 [Ed.42]
Ξέρω μίαν άλλη θεραπεία γι' αυτό το πρήξιμο.
43 [Ed.43]
Μεταίωροι ανάμεσα στο κύμα και στον άνεμο.
44 [Ed.44]
Λυπήσου με· σου προσκομίζω το συνέταιρο έρωτά μου.
45 [Ed.45]
Καμακιστής καλός, κυβερνήτης σοφός.
46 [Ed.46]
Κλέφτη, της πόλης αγρίμι, της νύχτας διακορευτή.
47 [Ed.47]
Σπάσανε τα νεύρα της ψωλής μου.
52 [Δα. 26, 26Α, 26Β]
δε μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο ανθρώπινο·
καθένας τις προσδοκίες του καρδιοχτυπάει:
ψωλή ο Μελήσανδρος, παπάρια ο Φαλάγγιος ο βουκόλος.
Εδώ δε χρειάζεται μάντης. Φτάνω εγώ. Ο Δίας,
των Ολυμπίων πατέρας, αξιώθηκε έναν άντρα
ενάρετο ανάμεσα στους άντρες, γεγονός
που δεν ενοχλεί ούτε καν τον Ευρύμαντα.
Καθένας τις προσδοκίες του καρδιοχτυπάει:
κάτι φυτρώνει ανάμεσα στα σκέλια.
53 [Δα. 43]
Κουρούνα που φτερουγίζει οργασμό.
63 [Ed.58]
Είναι τεράστιος. Στέκεται με τα πόδια ανοιχτά,
όλο προσποίηση, μπούκλες και περίεργα ξυρίσματα.
Πολεμιστής να σου πετύχει!
για μένα ο άντρας πρέπει να είναι συμπαγής:
να ξέρει που πατάει, να ξέρει τι αγαπάει.
Κι ας είναι κοντός, ας είναι τα πόδια του στραβά· έχει έρμα.
76 [Ed.71]
να μπορούσα να θίξω το χέρι της Νεοβούλης.
77 [Ed.72]
Έρχομαι· σάρκα εμπόλεμη:
κοιλιά καταπάνω σε κοιλιά,
μπούτια σε μπούτια ενάντια.
78 [Ed.73]
Έχασα τον έλεγχο· όμως αν δεν κάνω λάθος,
δε γλίστρησα μόνος σ' αυτή την εκτροπή.
79 [Ed.74]
Τί ν' αποκλείσεις, τί να δεχτείς, σε τί να ορκιστείς,
αφού ο Δίας ισχυρίστηκε σκοτάδι, μέρα μεσημέρι;
Φοβήθηκαν οι άνθρωποι, μπερδεύτηκαν.
δεν μπορείς να βγάζεις νύχτα από έναν ήλιο που μεσουρανεί.
Μη σάς φανεί παράξενο, λοιπόν, αν δείτε
δελφίνια να γυρίζουν στα βουνά
κι αγρίμια να βοσκάνε τρικυμία.
80 [Δα. 90]
Τόσοι θάνατοι· κι ακόμη ελπίζω, ελπίζω
πως ο στρατός θα ξεφωνίσει την αθλιότητά του.
Κοιμήσου εσύ σαν Αρκαδικό γαϊδούρι.
για την πόλη έχουν φροντίσει όσοι την έθρεψαν με άντρες.
Κοίτα να βρεις μίαν αγκαλιά.
?φησε τον όχλο να συνωστίζεται.
σου έρχεται: έρωτας εραστής της Αφροδίτης.
81 [Ed.75]
?ρχοντα Ήφαιστε, βοήθησέ με τον αβοήθητο,
συμπάθησέ με τον ταπεινό, δώσε μου τα...συνηθισμένα.
82 [Ed.76]
Λεσβιακό εμβατήριο βαράω με τον αυλό.
83 [Ed.77]
Όταν ξεσπάει μέσα μου η μπόρα του κρασιού,
ξέρω να εισβάλλω πρώτος στο χορό του κύριου Διονύσου.
84 [Ed.78]
Ήπιες ατέλειωτες ποσότητες και μάλιστα σκέτο.
στο τέλος μέθυσες.
δε ρώτησες για το λογαριασμό,
ούτε αν σε κάλεσε κανείς.
Απλά, ήρθες και κόλλησες,
παρέα με το αίσχος του μυαλού και της κοιλιάς σου.
85 [We.124α]
Μυκονιάτικη κατάντια.
92 [Ed.83]
Έπιναν από το πρωί, μέχρι αργά την ώρα της κρεπάλης.
ΕΠΩΔΟΙ
93[Ed.84]
Έπεσα ο δύστυχος κι έμεινα στον...πόθο.
Με έκαναν κόσκινο οι θεοί με τις χειρότερες οδύνες
που διαθέτει το οπλοστάσιό τους.
94[Ed.85]
Έβρεξε πόθο, φίλε μου κι έβαλα ζάλη από παντού.
95[Ed.86]
Κυκλοφορεί ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίο
η αλεπού κι ο αετός έπιασαν φιλίες.
96[Ed.38]
Τούς τρόμους του έφερε να φάνε τα παιδιά του.
97[Δα. 98]
Έφερε στα παιδιά του
πρόστυχη τροφή.
Όρμησαν τα γυμνά μικρά
με το θράσος της απρόσιτης φωλιάς τους,
όταν είδαν τι επιφυλάσσει ο βράχος στη γη.
Χόρτασαν· κούρνιασαν.
98[We. 180]
Κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά του.
99[We. 181/Δα. 104]
Έβλεπε το κακό να φουντώνει
κι απορούσε, αδυνατούσε μία κάποια λύση.
Ξαφνικά, έρχεται η σκέψη των ορφανών
να κατακλύσει την καρδιά του.
Χτυπάει, σκίζει, ανοίγει τον αέρα
με γρήγορα φτερά να τ' αγκαλιάσει
ελπίζει, ελπίζει.
100[Ed.87]
"Βλέπεις εκείνο το βράχο;
Είναι ψηλός, είναι απότομος, είναι ακαριαίος:
η αιχμηρότερη ανάπαυλα στον πόλεμό σου.
Ή να ταΐσει χώμα η ατυχία τη φωλιά μου,
ή να κλωσήσει γρήγορα φτερά η τύχη στη δική σου.
Ας είναι καθένας ό,τι κατοικεί.
Δεν υπάρχει τίποτε να μοιραστούν
τα παιδιά της γης και τα παιδιά του ουρανού".
101[Ed.88]
"Δία, πατέρα Δία, εσύ ισχύεις στον ουρανό,
εσύ διαπιστώνεις το αίσχος και την τάξη
στις πράξεις των ανθρώπων,
εσύ επιμελείσαι την παράβαση και την τιμωρία στα ζώα".
102[Ed.89]
Ξεφωνιζόπουλε, θα σου αναφέρω ένα μύθο
που περιφέρεται σαν βουλωμένο γράμμα.
Ο πίθηκος διαχώρισε τη θέση του από τα ζώα
και γύριζε στις ερημιές, να πάρουν λίγο αέρα τα μυαλά του.
Συνάντησε λοιπόν μία σκόπιμη αλεπού
με τα μυαλά επαρκώς αερισμένα.
103[Ed.107]
Πέρασε άρχοντα.
104[Ed.90]
Σε μία παγίδα ελπίζεις.
105[Ed.91]
"με τέτοιο κώλο, πίθηκε;"
106[Ed.92]
Κανείς δεν πρόκειται να με ζημιώσει με το αζημίωτο.
107[Ed.93]
με το ένα χέρι σκευωρούσε νερό
και με το άλλο θέσπιζε φωτιά: θηλυκό.
108[Ed.94]
Πατέρα Λυκάμβη, τί λόγια ήταν αυτά;
Έχασες λοιπόν τον έλεγχό σου;
Καλά τα πήγες μέχρι τώρα.
Πώς βρέθηκες να τριγυρίζεις
στα γέλια των πολιτών;
109[Ed.94Α]
Παρταόλας.
110[Ed.95]
Ποιός θεός; Ποιός θυμός; και για ποιόν; και γιατί;
111[Ed.96]
Όρκο μεγάλο αθέτησες: ψωμί κι αλάτι.
112[Ed.97]
Έσταζα σαν γαϊδούρι χορτασμένο απ' την Πριήνη.
113[Ed.97Α]
να τρέχει από κύμα σε κύμα και να μη φτάνει.
Κι αν φτάσει, γυμνό να τον καλωσορίσουν οι Θράκες στη Σαλμυδησσό,
με κείνες τις μεγάλες φούντες στα ξυρισμένα τους κεφάλια
- ξέρει αυτός. να μην ξέρει που να βάλει
τις συμφορές του και για να φάει,
να ζυμώνει τη σκλαβιά του. Παγωμένο να τον βρουν:
αποικία φυκιών, θανατηφόρα μονομαχία δοντιών.
σαν το σκυλί να τρέμει, ξερασμένος
από το κύμα στην πιο άγρια ακτή και να ξερνάει κύμα.
Αυτά ζητώ να πάθει ο πρώην φίλος μου και τώρα επίορκός μου.
114[Ed.97Β]
Φουσκώνει ο μανδύας σου την ιστορία
των συναναστροφών σου, άθλιο θηλυκό.
Ο σκαπανέας Ιππώνακτας την ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά.
το ίδιο κι ο Αρίφαντος. Τί τύχη!
δεν έπιασε τον κλέφτη να βρωμολογάει κλοπή. την ώρα
που προσπαθούσε ν' αποκρούσει τον κανατά Αισχυλίδη,
σε απάλλαξε ο Ιππώνακτας από την παρθενιά σου
και τέρμα οι κουβέντες.
115[Ed.98]
να πάρω κατοικίδια συμφορά;
116[Ed.98Α]
Η ζωή με τραγούδια εξημερώνεται.
117[Ed.99]
Πατέρα Δία, εγώ δεν κέρασα γάμο.
118[Ed.100]
δεν ανθίζεις όπως πρώτα· χειμώνιασε κατάσαρκά σου.
119[Ed.101]
Πόσα χέλια τυφλά βρήκαν το δρόμο τους στο βυθό σου!
120[Ed. 102]
σαν το θαλασσοπούλι
που καμαρώνει το πέτρινο μπαλκόνι του
με ακατάσχετες φτερούγες.
121[Ed.103]
Αρπάχτηκε από την καρδιά μου,
μάζεψε ό,τι τρυφερότερο βρήκε σ' αυτό το στήθος
και χάθηκε σαν κλέφτης, μέσα στη νύχτα των ματιών μου.
Έρωτας ήταν.
122[Ed.104]
Μαζεύτηκαν όλοι για την απονομή· και ο Βατουσιάδης...
123[Ed.104Α]
το γένος Μαντικίδη.
124[Ed.104Β]
Απ' τούς θεούς, μόνον ο Δίας μαντεύει σωστά το μέλλον...
που πρόκειται να φέρει.
125[Ed.105]
Κι αν δεν πέρασαν φίλοι από τα νύχια σου!
126[Ed.106]
Πέρδικα λουφαγμένη.
127[Ed. 108]
Ναι, σου λέω, μα το βλαστό της παπαρούνας!
128[Ed.109]
να βγάλεις την κακιά ποινή!
129[Ed.110]
Μη σου τύχει αετός με μαύρη ουρά
κι άντρας με τριχωτά κωλομέρια!
130[Ed.111]
Μακριά από μένα κι από φίλο.
131[Ed.112]
Δε συμπέραιναν ποτέ ό,τι σκέφτονταν.
132[Ed.113]
Έφεξε ?νοιξη, Φησίνε.
133[Ed.114 (1)]
Από πενήντα ναυαγούς,
μόνο τον Κοίρανο δεν τάισε βυθό ο Ποσειδώνας.
Μετά από τέτοια στεγνή μεταχείριση,
καβάλησε το δελφίνι για τη Σίκυνθο.
134[Ed.114 (2)]
Όσοι πολέμησαν στην εκστρατεία των Εξακεστομαλκιδών,
υπήρξαν μάρτυρες μιάς τολμηρής εξάπλωσης:
σαν αλλεργία σε συγκαμένο δέρμα.
Ιδίως ο γιός του Πεισίστρατου,
οδήγησε ενάντια στη Θάσο στίφη
αδίστακτων λυρητών και αυλητών.
Όσο για το καθαρό χρυσάφι που χάρισαν στους Θράκες,
ήταν σκληρό και μύριζε χώμα.
135[Ed.114 (3)]
Η τύχη ανέτειλε στον ουρανό τους
κι ώσπου να πιάσουνε δουλειά οι ακοντιστές μας,
είχε ήδη αποφασίσει μεσημέρι.
Μόνο οι κραυγές μας πρόλαβαν ν' αντισταθούν·
χόρτασε ψοφίμι ο ?δης.
136[Ed.114 (4)]
Τελικά, εμείς πανηγυρίσαμε τη νίκη.
Λίγο δεν είναι να έρχεσαι "μία η άλλη" με τις προσδοκίες σου.
Κρατήσατε τη γη που γλίστρησα στον Ποσειδώνα.
Χωρίς αυτόν, όχι ναός, ούτε βραχότοπος δε θα 'ταν.
Τί να μοιραστούν μαζί μας οι θεοί;
137[Ed.114 (5)]
τον ίδιο τον ?ρη να έβλεπες μπροστά σου, Γλαύκε,
δε θα παραληρούσες άτακτη φυγή.
Γιατί, όπως αποδείχτηκε, δεν είσαι από εκείνους
που προστατεύουν την πατρίδα τους μόνο σε καιρό ειρήνης
κι ανδραγαθούν μόνο σε κατάσταση έκτακτης οινοποσίας.
Πολέμαρχο πετσόκοψες. Ολόκληρος στρατός
τρόμαξε να ξεφύγει από το βρόγχο του θυμού σου.
138[Ed.114 (6)]
με τί αγκαλιά θα με υποδεχτείς;
Ίδια θα βάλω τα σύκα με τ' απίδια;
139[Ed.114 (7)]
Σπατάλησες χίλιους άντρες για να κερδίσεις έναν.
140[Ed.114 (8)]
Γάμο ξεκίνησα, μπουρδέλο άνοιξα μαζί σου.
Έγινα η πιο διάσημη νταντά
στη συντεχνία των παράνομων μαμών σου.
141[Ed.114 (9)]
Εγώ φύτευα κι εσύ θέριζες, μωρό μου,
σ' αυτόν τον εύκρατο γάμο.
142[Ed.114 (10)]
Μύριζες μπαγιάτικο εραστή και σε αέρισα
εφτά ολόκληρα χρόνια με την αφοσίωσή μου.
Ύστερα ζωντάνεψες· άρχισες να έχεις άποψη.
Έλειψα κι έκανες το σπίτι μπουρδέλο.
Τώρα ντύνεσαι τον παλιό σου εαυτό
και χάνεσαι, όταν νυχτώνει συνουσία.
143[Ed.114 (11)]
Ποιός άντρας θα σε πάρει;
Βρες κανένα βάτραχο από τη Σέριφο
κι όταν χορτάσεις δίψα, γαμήσου·
κι αν δε χορτάσεις, άντε γαμήσου!
93[Ed.84]
Έπεσα ο δύστυχος κι έμεινα στον...πόθο.
Με έκαναν κόσκινο οι θεοί με τις χειρότερες οδύνες
που διαθέτει το οπλοστάσιό τους.
94[Ed.85]
Έβρεξε πόθο, φίλε μου κι έβαλα ζάλη από παντού.
95[Ed.86]
Κυκλοφορεί ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίο
η αλεπού κι ο αετός έπιασαν φιλίες.
96[Ed.38]
Τούς τρόμους του έφερε να φάνε τα παιδιά του.
97[Δα. 98]
Έφερε στα παιδιά του
πρόστυχη τροφή.
Όρμησαν τα γυμνά μικρά
με το θράσος της απρόσιτης φωλιάς τους,
όταν είδαν τι επιφυλάσσει ο βράχος στη γη.
Χόρτασαν· κούρνιασαν.
98[We. 180]
Κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά του.
99[We. 181/Δα. 104]
Έβλεπε το κακό να φουντώνει
κι απορούσε, αδυνατούσε μία κάποια λύση.
Ξαφνικά, έρχεται η σκέψη των ορφανών
να κατακλύσει την καρδιά του.
Χτυπάει, σκίζει, ανοίγει τον αέρα
με γρήγορα φτερά να τ' αγκαλιάσει
ελπίζει, ελπίζει.
100[Ed.87]
"Βλέπεις εκείνο το βράχο;
Είναι ψηλός, είναι απότομος, είναι ακαριαίος:
η αιχμηρότερη ανάπαυλα στον πόλεμό σου.
Ή να ταΐσει χώμα η ατυχία τη φωλιά μου,
ή να κλωσήσει γρήγορα φτερά η τύχη στη δική σου.
Ας είναι καθένας ό,τι κατοικεί.
Δεν υπάρχει τίποτε να μοιραστούν
τα παιδιά της γης και τα παιδιά του ουρανού".
101[Ed.88]
"Δία, πατέρα Δία, εσύ ισχύεις στον ουρανό,
εσύ διαπιστώνεις το αίσχος και την τάξη
στις πράξεις των ανθρώπων,
εσύ επιμελείσαι την παράβαση και την τιμωρία στα ζώα".
102[Ed.89]
Ξεφωνιζόπουλε, θα σου αναφέρω ένα μύθο
που περιφέρεται σαν βουλωμένο γράμμα.
Ο πίθηκος διαχώρισε τη θέση του από τα ζώα
και γύριζε στις ερημιές, να πάρουν λίγο αέρα τα μυαλά του.
Συνάντησε λοιπόν μία σκόπιμη αλεπού
με τα μυαλά επαρκώς αερισμένα.
103[Ed.107]
Πέρασε άρχοντα.
104[Ed.90]
Σε μία παγίδα ελπίζεις.
105[Ed.91]
"με τέτοιο κώλο, πίθηκε;"
106[Ed.92]
Κανείς δεν πρόκειται να με ζημιώσει με το αζημίωτο.
107[Ed.93]
με το ένα χέρι σκευωρούσε νερό
και με το άλλο θέσπιζε φωτιά: θηλυκό.
108[Ed.94]
Πατέρα Λυκάμβη, τί λόγια ήταν αυτά;
Έχασες λοιπόν τον έλεγχό σου;
Καλά τα πήγες μέχρι τώρα.
Πώς βρέθηκες να τριγυρίζεις
στα γέλια των πολιτών;
109[Ed.94Α]
Παρταόλας.
110[Ed.95]
Ποιός θεός; Ποιός θυμός; και για ποιόν; και γιατί;
111[Ed.96]
Όρκο μεγάλο αθέτησες: ψωμί κι αλάτι.
112[Ed.97]
Έσταζα σαν γαϊδούρι χορτασμένο απ' την Πριήνη.
113[Ed.97Α]
να τρέχει από κύμα σε κύμα και να μη φτάνει.
Κι αν φτάσει, γυμνό να τον καλωσορίσουν οι Θράκες στη Σαλμυδησσό,
με κείνες τις μεγάλες φούντες στα ξυρισμένα τους κεφάλια
- ξέρει αυτός. να μην ξέρει που να βάλει
τις συμφορές του και για να φάει,
να ζυμώνει τη σκλαβιά του. Παγωμένο να τον βρουν:
αποικία φυκιών, θανατηφόρα μονομαχία δοντιών.
σαν το σκυλί να τρέμει, ξερασμένος
από το κύμα στην πιο άγρια ακτή και να ξερνάει κύμα.
Αυτά ζητώ να πάθει ο πρώην φίλος μου και τώρα επίορκός μου.
114[Ed.97Β]
Φουσκώνει ο μανδύας σου την ιστορία
των συναναστροφών σου, άθλιο θηλυκό.
Ο σκαπανέας Ιππώνακτας την ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά.
το ίδιο κι ο Αρίφαντος. Τί τύχη!
δεν έπιασε τον κλέφτη να βρωμολογάει κλοπή. την ώρα
που προσπαθούσε ν' αποκρούσει τον κανατά Αισχυλίδη,
σε απάλλαξε ο Ιππώνακτας από την παρθενιά σου
και τέρμα οι κουβέντες.
115[Ed.98]
να πάρω κατοικίδια συμφορά;
116[Ed.98Α]
Η ζωή με τραγούδια εξημερώνεται.
117[Ed.99]
Πατέρα Δία, εγώ δεν κέρασα γάμο.
118[Ed.100]
δεν ανθίζεις όπως πρώτα· χειμώνιασε κατάσαρκά σου.
119[Ed.101]
Πόσα χέλια τυφλά βρήκαν το δρόμο τους στο βυθό σου!
120[Ed. 102]
σαν το θαλασσοπούλι
που καμαρώνει το πέτρινο μπαλκόνι του
με ακατάσχετες φτερούγες.
121[Ed.103]
Αρπάχτηκε από την καρδιά μου,
μάζεψε ό,τι τρυφερότερο βρήκε σ' αυτό το στήθος
και χάθηκε σαν κλέφτης, μέσα στη νύχτα των ματιών μου.
Έρωτας ήταν.
122[Ed.104]
Μαζεύτηκαν όλοι για την απονομή· και ο Βατουσιάδης...
123[Ed.104Α]
το γένος Μαντικίδη.
124[Ed.104Β]
Απ' τούς θεούς, μόνον ο Δίας μαντεύει σωστά το μέλλον...
που πρόκειται να φέρει.
125[Ed.105]
Κι αν δεν πέρασαν φίλοι από τα νύχια σου!
126[Ed.106]
Πέρδικα λουφαγμένη.
127[Ed. 108]
Ναι, σου λέω, μα το βλαστό της παπαρούνας!
128[Ed.109]
να βγάλεις την κακιά ποινή!
129[Ed.110]
Μη σου τύχει αετός με μαύρη ουρά
κι άντρας με τριχωτά κωλομέρια!
130[Ed.111]
Μακριά από μένα κι από φίλο.
131[Ed.112]
Δε συμπέραιναν ποτέ ό,τι σκέφτονταν.
132[Ed.113]
Έφεξε ?νοιξη, Φησίνε.
133[Ed.114 (1)]
Από πενήντα ναυαγούς,
μόνο τον Κοίρανο δεν τάισε βυθό ο Ποσειδώνας.
Μετά από τέτοια στεγνή μεταχείριση,
καβάλησε το δελφίνι για τη Σίκυνθο.
134[Ed.114 (2)]
Όσοι πολέμησαν στην εκστρατεία των Εξακεστομαλκιδών,
υπήρξαν μάρτυρες μιάς τολμηρής εξάπλωσης:
σαν αλλεργία σε συγκαμένο δέρμα.
Ιδίως ο γιός του Πεισίστρατου,
οδήγησε ενάντια στη Θάσο στίφη
αδίστακτων λυρητών και αυλητών.
Όσο για το καθαρό χρυσάφι που χάρισαν στους Θράκες,
ήταν σκληρό και μύριζε χώμα.
135[Ed.114 (3)]
Η τύχη ανέτειλε στον ουρανό τους
κι ώσπου να πιάσουνε δουλειά οι ακοντιστές μας,
είχε ήδη αποφασίσει μεσημέρι.
Μόνο οι κραυγές μας πρόλαβαν ν' αντισταθούν·
χόρτασε ψοφίμι ο ?δης.
136[Ed.114 (4)]
Τελικά, εμείς πανηγυρίσαμε τη νίκη.
Λίγο δεν είναι να έρχεσαι "μία η άλλη" με τις προσδοκίες σου.
Κρατήσατε τη γη που γλίστρησα στον Ποσειδώνα.
Χωρίς αυτόν, όχι ναός, ούτε βραχότοπος δε θα 'ταν.
Τί να μοιραστούν μαζί μας οι θεοί;
137[Ed.114 (5)]
τον ίδιο τον ?ρη να έβλεπες μπροστά σου, Γλαύκε,
δε θα παραληρούσες άτακτη φυγή.
Γιατί, όπως αποδείχτηκε, δεν είσαι από εκείνους
που προστατεύουν την πατρίδα τους μόνο σε καιρό ειρήνης
κι ανδραγαθούν μόνο σε κατάσταση έκτακτης οινοποσίας.
Πολέμαρχο πετσόκοψες. Ολόκληρος στρατός
τρόμαξε να ξεφύγει από το βρόγχο του θυμού σου.
138[Ed.114 (6)]
με τί αγκαλιά θα με υποδεχτείς;
Ίδια θα βάλω τα σύκα με τ' απίδια;
139[Ed.114 (7)]
Σπατάλησες χίλιους άντρες για να κερδίσεις έναν.
140[Ed.114 (8)]
Γάμο ξεκίνησα, μπουρδέλο άνοιξα μαζί σου.
Έγινα η πιο διάσημη νταντά
στη συντεχνία των παράνομων μαμών σου.
141[Ed.114 (9)]
Εγώ φύτευα κι εσύ θέριζες, μωρό μου,
σ' αυτόν τον εύκρατο γάμο.
142[Ed.114 (10)]
Μύριζες μπαγιάτικο εραστή και σε αέρισα
εφτά ολόκληρα χρόνια με την αφοσίωσή μου.
Ύστερα ζωντάνεψες· άρχισες να έχεις άποψη.
Έλειψα κι έκανες το σπίτι μπουρδέλο.
Τώρα ντύνεσαι τον παλιό σου εαυτό
και χάνεσαι, όταν νυχτώνει συνουσία.
143[Ed.114 (11)]
Ποιός άντρας θα σε πάρει;
Βρες κανένα βάτραχο από τη Σέριφο
κι όταν χορτάσεις δίψα, γαμήσου·
κι αν δε χορτάσεις, άντε γαμήσου!
144[We. 188]
δεν ανθίζεις όπως πρώτα· χειμώνιασε κατάσαρκά σου.
με χαρακιές ξεσπάνε τα γεράματα
στο πρόσωπο που επικρατούσε απόλυτη επιθυμία.
Τώρα, όλο και πιο συχνά, συννεφιάζει απουσία.
σε λίγο θα χιονίσει· για πάντα.
145[Ed.114 (12)]
μα, διαθέτεις ακόμη κατοίκους, Ακραιφία;
146[Ed.114 (13)]
Μόλις εγκαταστάθηκαν στην ενδοχώρα της δυστυχίας,
πούλησαν τα ζώα τους για ν' αγοράσουν κριθάρι.
Εγώ έβγαλα το δερμάτινο χερούλι απ' την ασπίδα,
το ξύρισα κι έσπειρα τον πανικό
στις γερασμένες μυρμηγκιές της γυναίκας μου.
δε σκόπευα ν' αγκαλιάζω καραβίδα.
147[Ed.114 (14)]
Καθώς ξερνούσαν πάνω μας τα δόρατά τους, ο αρχηγός
ερέθιζε το θράσος τους, φτύνοντας προσβολές και κομπασμούς·
όμως η Αθηνά γονάτισε την προστυχιά τους,
σημαίνοντας την αντεπίθεσή μας.
δεν ήταν οι Αιολείς, λοιπόν, που έχτιζαν στην άμμο,
αλλά οι Ίωνες. Συντρίφτηκε ο πύργος
που είχαν ιδρώσει οι Κάρες πέτρα-πέτρα.
Εμείς χορέψαμε, άγνωστοι πολεμιστές πιασμένοι χέρι-χέρι,
στο νικηφόρο σύνθημα Λεσβίων φορμιγκτών.
Ο Δίας άστραψε πάνω την Ολύμπια χαρά του,
κι εκείνοι απέμειναν ό,τι δε θα κατείχαν πια:
κατάκοποι, απρόσμενα ακυρωμένοι, αναγκασμένοι
σε μίαν αγρύπνια που απορούσε λίγο φως.
148[Ed.115]
Πάλεψε σαν έφηβος εκείνη την απόκρυμνη πορεία.
149[Ed.116]
με χαρακιές ξεσπάνε τα γεράματα.
150[Ed.117]
Πολιτεία.
151[Ed.118]
Πολλά γνωρίζει η αλεπού, ένα ο σκαντζόχοιρος και καλό.
152[We. 196α/Δα. 170]
"Φύγε καλύτερα. Η ελευθερία τολμάει μόνο όσα τολμάς"
μου έλεγε. "Όμως αν η καρδιά σου επείγεται μίαν εύκολη νίκη,
κάποια σφαδάζει γάμο: ευάλωτη παρθένα, εκτεθειμένη
σε τέλεια εμφάνιση· συνθηκολόγησέ την.
Κι εγώ της απαντούσα: "Κόρη της Αμφιμέδουσας
(Τί γυναίκα κι αυτή·
χάρες που βλέπει η γη κατάτυφλά της!)
στο δρόμο για τον έρωτα, δεν είναι λίγες οι απολαύσεις.
Όλο και κάποιος θ' αρκεστεί στο παραλίγο.
Η νύχτα έρχεται βαθιά της με σκοτεινές αποφάσεις.
Έχουμε καιρό: εσύ, εγώ κι ένας θεός συμφωνημένος.
Έστω, θα κάνω ό,τι μου πεις. Τόσο σε θέλω.
?σε τη στέγη να επινοεί ξαφνικές φυγές
και την πόρτα να λαχανιάζει αργοπορημένα χτυπήματα.
Πάντα υπάρχει κάποιος κάμπος ανθισμένος.
Κατάλαβέ με, μωρό μου.
Όσο για τη Νεοβούλη, ανήκει στην παρακμή της.
Μάδησε η παρθενιά της, μαράθηκε η γλύκα της.
Ακόρεστο θηλυκό: φύτρωσε απότομα
και δε χόρταινε ν' ανθίζει.
Παράτα την!
δεν πρόκειται
να παντρευτώ τ' ανέκδοτα των φίλων μου.
Εσένα θέλω: γυναίκα λεία στον τρόπο της.
Η άλλη μπορεί να κατεργάζεται αφοσίωση
στα πλήθη των χειριστών της.
Έλα λοιπόν, πριν καταντήσει το πάθος μου τυφλή αποβολή."
την ώρα που ο μανδύας μου τη βύθιζε σε κείνο
το πανδαιμόνιο των ανθισμένων λουλουδιών,
ο τρυφερός λαιμός της σπαρταρούσε σαν τρομαγμένο ελάφι
στην επικίνδυνη αγκαλιά μου. ?γγιξα τα στήθη της.
Λίγο πιο κάτω, θρόιζε μία ήβη ανεξερεύνητη.
Προχώρησα με χάδια μουδιασμένα και ξαφνικά,
ξέσπασα ολόλευκος σε ξέφωτο ξανθό.
153[We. 166]
Πάρος λατρεμένη.
154[We. 152]
Γυναίκα ξεσκίζων.
20ο Τεύχος