”Η Δήλος, η Μύκονος και η ?νοιξη”.
της Αλεξάνδρας Αγγελετάκη.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται για να μας διδάξει. Ο άνθρωπος οφείλει να κοιτάξει πιο βαθιά μέσα του, στα βάθη της ψυχής του και να σταματήσει να σκέφτεται μόνο την τσέπη του. Η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε σε σχέση με την αλλαγή του κλίματος και την καταστροφή του περιβάλλοντος είναι μια φάση της Ιστορίας. Μας δίνεται μέσα από αυτό η δυνατότητα να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε ότι με τον ίδιο τρόπο που χαλαρώσαμε και πιστέψαμε ότι όλα δικαιωματικά μας ανήκουν για να τα χειριστούμε, με τον ίδιο απλό τρόπο πρέπει να μας γίνει πλέον συνείδηση ότι αυτό το παιχνίδι το χάσαμε. Δεν έχουμε παρά να υποκύψουμε σε αυτό που ορίζει την ίδια μας την ύπαρξη...τον νόμο της φύσης της οποίας είμαστε και παραμένουμε ένα κομμάτι.
Αντί λοιπόν να κινδυνολογούμε για σενάρια και για πιθανές καταστροφές ας δούμε το μέλλον της γης χωρίς εμάς να αποφασίζουμε τη καθημερινότητα της. Η Ιστορία μπορεί να μας πει πολλά για το μέλλον, φτάνει ν αφουγκραστούμε τα μηνύματα της. Το 88 π.χ. ο Μιθριδάτης κατέστρεψε τη Δήλο. Έβαλε τέλος σε μια Ιστορία πολλών γενεών, σταματώντας την πορεία μιας ανθρώπινης κοινωνίας της εποχής του. Έκαψε τους ναούς της Δήλου, λεηλάτησε τα σπίτια των κατοίκων της, γκρέμισε ότι μπορούσε να γκρεμίσει και σκότωσε όσους μπορούσε να σκοτώσει. Οι αρχαιολόγοι πολλά χρόνια αργότερα, έσκαψαν και συνεχίζουν να σκάβουν ..και θα σκάβουν για πολλές γενεές ακόμα. Τι σκάβουν ακριβώς ; Μα τα σκουπίδια φυσικά , αυτού του πόλεμου μαζί με τα σκουπίδια της πόλης και του Ιερού. Τα σκουπίδια των ανθρώπων που κατοικούσαν στο νησί η περνούσαν από κει για διακοπές και επιχειρηματικές δραστηριότητες. μέσα από τις κατεστραμμένες αποθήκες των ταβερνείων, και των εμπορικών κέντρων, τα σπασμένα αίθρια των σπιτιών και τις γκρεμισμένες δεξαμενές, οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί τα τελείται χρόνια. προσπαθούν, να αναπλάσουν την δομή μιας άλλης πραγματικότητας που ανήκει σε ένα άλλο χρόνο. Η Δήλος πολλά μπορεί να διδάξει τον άνθρωπο για το παρελθόν και για την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι μυρωδιές όμως της άνοιξης κάθε Απρίλη που χαρίζονται στον επισκέπτη του νησιού, απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στις αισθήσεις του και όχι στη λογική του. Οι μυρωδιές αυτές κουβαλάνε μια άλλη εμπειρία ζωής. κουβαλάνε, την εμπειρία της φύσης, Μητέρας, Γης, και αφέντρας. Αυτής που απλόχερα στέκεται σαν μανά και χαρίζει στα παιδία της ακόμα και τώρα που είναι λαβωμένη, την δυνατότητα να αναπνέουν για να επιβιώσουν. Η άνοιξη της Δήλου είναι ένα κομμάτι Αυτής της φύσης που μας χαρίζεται, με μυρωδιές απείραχτες από τον άνθρωπο. Ο Μιθριδάτης Έκαψε τους κορμούς αλλά όχι και τις ρίζες, έτσι τα φυτά ως αυτόχθονες κάτοικοι και μόνοι επιζήσαντες, μπορούν να φέρουν κοντά στο σημερινό επισκέπτη την εικόνα και την αίσθηση Αυτής της πόλης που ανέπνεε τον ίδιο αέρα τότε. Και αυτήν την δύναμη μόνο η φύση την διαθέτει, χωρίς να μπορούμε ούτε να την αντικαταστήσουμε με τίποτα καλύτερο, αλλά ούτε και να την ορίσουμε. Η άνοιξη λοιπόν παραμένει νικήτρια στη Δήλο.
Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα όπου δεν ξέρουμε πλέον αν το φαΐ που τρώμε είναι φαγητό, είτε το λένε κοπανιστή είτε το λένε σούσι, αν η παραγωγή των καρπών συνδέεται με αυτό που η φύση ορίζει, αν ο χρόνος που διαθέτουμε είναι δικός μας, η τον κλέβουμε από κάποιον άλλον, αν η ζωή που ζούμε είναι ζωή του τώρα, η ζωή του αύριο. Αν ζούμε στην Ελλάδα η στο χωροχρόνο του worldcraft με 8 εκατομμύρια ανθρωποειδή με διαδυκτιακη υπόσταση.
Homo worldcraftens δηλαδη και όχι Homo Sapiens.Θυμάμαι αχνά, τότε που έλεγε ο παππούς τις νύχτες που βεγγέριζε όλη η γειτονιά στη σάλα του, ότι τα καλά πεπονιά ήταν από τον Βόλο, το καλό κρασί, το μοσχάτο από τη Σάμο, το καλό τυρί, το Σαν Μιχάλη από τη Σύρο και οι καλές πατάτες από τη Νάξο. Τώρα δεν ξέρουμε πια τι έρχεται από που και γιατί. Δεν το ξέρουμε και ούτε ζητάμε να το μάθουμε, γιατί δεν έχουμε ώρα. Μας πιέζει ο χρόνος να κάνουμε αυτό που πρέπει για να προχωρήσουμε στον επαγγελματικό τομέα, να αναγνωριστούμε, να αποκτήσουμε τις ανέσεις που μας οφείλει η ζωή. Τι φτιάχνουμε όμως και τι χαλάμε, δεν μας αφορά άμεσα, Τι από μας θα μείνει για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος αφορά μόνο κάποιους ρομαντικούς και ιδεολόγους που είναι κατά της ανάπτυξης απλώς.
Η απάντηση παραμένει η ίδια όπως και τώρα, σκουπίδια θα μείνουν και πάλι. Aτέλειωτοι σωροί από αντικείμενα και κομμάτια τους, θαμμένα η όχι, που τώρα αποτελούν απλώς την περιφέρεια αυτού που ζούμε και που αισθανόμαστε. αποτελούν το περιτύλιγμα των μικρών χαρών που ζήσαμε. Των χαρών που χάνονται μέσα στον χρόνο όπως το μελτέμι φυσάει τα σύννεφα. ?ρα, κάτι θα μείνει και από εμάς... κάτι που έχει κυρίως φυσική υπόσταση, αντοχή στο χρόνο και δεν διαλύεται εύκολα. Και αυτή η υπόσταση έχει διάρκεια ζωής μεγαλύτερη από την σκέψη και το συναίσθημα.
Αν σταμάταγε λοιπόν για κάποιο λόγο η ζωή, αυτή τη στιγμή πάνω στο νησί της Μύκονου, το νησί που μεγαλώσαμε. Αν σταμάταγε χωρίς λόγο, μια καλοκαιρινή βράδια του Αυγούστου, που όλοι ζούμε και γνωρίζουμε κάθε χρόνο. Αν δεν έμενε κανείς από εμάς να διηγηθεί την Ιστορία του. Αν δεν έμενε κανείς να περιγράψει πια τον ήχο που κάνανε τα τακουνιά της Ελένης πάνω στις πλάκες του γιαλού κάθε 28η Οκτωβρίου, τα γέλια των παιδιών στις λιακάδες του χειμώνα στο μουλαράκι, το φύσημα του άνεμου το βράδυ της προβέζας τα τραγούδια μας τις βραδιές με φεγγάρι στα κελιά του Αι Γιαννιού, τα βαφτίσια της Κατερίνας στον Αι Χαραλάμπη, τα γλέντια στο πανηγύρι της ?γιας Κυριακής......τους έρωτες μας, τα βάσανα μας, τους καημούς μας. Αν μονάχα έτσι δεν έμενε κανείς μας.
Αν σταμάταγε ο ίδιος ο χρόνος, πάνω σε αυτόν τον τόπο, όπως στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης, χωρίς θύματα, χωρίς πόλεμους και καταστροφή, μια μέρα. Να χανόμασταν, λέει, όλοι και η πόλη να σκεπαζόταν από την βροχή, τον αέρα, το χώμα για 3000 χρόνια. Ώσπου μια μέρα ο αρχαιολόγος του μέλλοντος να αποφάσιζε να βρει τα ίχνη Αυτής της ”άλλης πραγματικότητας”.
τότε θα ήθελα να είμαι εκεί, να είμαι εκεί όταν θα ξεκίναγε να σκάβει σε μια γωνία του Παρανταις, που στα Μυκονιάτικα λέγεται Πλύντρια, πάνω στο μπαρ που χρόνια τώρα φωτογραφίζονται τόσοι περαστικοί και άλλοι. Θα ήθελα να δω με ποιον τρόπο αυτός ο επιστήμονας και με τι είδους μέσα θα μπορούσε να αναπαραστήσει αυτή τη ζωή που ζει αυτό το νησί κάθε καλοκαίρι, στην αφασία του χρήματος και του θεαθήναι, στην ζαλάδα του κεφιού που πουλιέται και αγοράζεται, στον απόηχο αυτού του παρελθόντος που για μας είναι παρόν.
Όμως ακόμα περισσότερο, θα θελα να ήμουν εκεί όταν θα έσκαβε τη χωματερή των σκουπιδιών του παγκοσμίως, όπως τώρα λέγεται και διατυμπανίζεται, γνωστού τουριστικού νησιού, που χρόνια τώρα καταρρακώνει το ίδιο του το σώμα και τρυπάει την ψυχή του κλείνοντας τα στόματα όλων με αυτό που κανείς δεν μπόρεσε ακόμα να μισήσει αρκετά, το χρήμα.
Που χρόνια τώρα αφήνει την φωτιά από τοξίνες να καίει τα σωθικά της γης γυρίζοντας το βλέμμα από την άλλη. γιατί όλοι θεωρούμε ότι αυτό δεν είναι κάτι που αφορά εμάς είναι κάτι που αφορά τους άλλους, ”τις αρχές, τους υπεύθυνους” αλλά μόνο αυτούς. Εμείς άλλωστε δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε, έχουμε δουλείες, τρεξίματα. Ποιος προλαβαίνει να κάνει πια βόλτα στο Κουνούπια για να μυρίσει τις μυρωδιές τη άνοιξης, των λουλουδιών, των σπορών και των μυρωδικών. Ο Μάρτης και ο Απρίλης είναι οι μήνες της μπόγιας και της ανακαίνισης. αυτό που μας απασχολεί, είναι η καινούρια τουριστική περίοδος που έρχεται.
Αν ο Μιθριδάτης έφτανε σήμερα έξω από το λιμάνι δεν θα τον προσέχαμε καν.
αλλά ο Μιθριδάτης, τώρα πια, είμαστε Εμείς οι ίδιοι, Καίμε και καταστρέφουμε χωρίς να κοιτάζουμε πίσω. Αν συνεχίζουμε όμως να πιστεύουμε ότι μας ανήκει δικαιωματικά ο τόπος, επειδή μας δόθηκε η δυνατότητα να τον εμπορευόμαστε, τότε θα πρέπει να υποκύψουμε στην εντροπία. μπορούμε βέβαια ακόμα να ελπίζουμε (μια που η ελπίδα πεθαίνει μετά από την συνείδηση) ότι σε τρεις χιλιάδες χρόνια από σήμερα το πλήγμα, που αφήσαμε, στο κέλυφος της φύσης δεν ήταν αρκετό για να αναιρέσει τους νόμους της. έτσι, ίσως και τότε, αν είναι η άνοιξη και πάλι η νικήτρια, Εμείς θα έχουμε πέρσι σαν μνήμες, αν δεν έχουμε ολοσχερώς σβηστεί, μέσα στα περιτυλίγματα μιας ζωής αλλοτινής. ίχνη προγονών στα βήματα των αιώνων ενός ανθρώπινου γένους, που υπήρξε κάποτε, ” Ηοmο” σκέτο!