Έλλειμμα εκκλησιαστικής πολιτικής
Ημερομηνία Wednesday, January 23 @ 00:51:07 UTC
Θέμα Νησιά


Καμία σοβαρή προσπάθεια δεν έγινε στην κατεύθυνση της αναθεωρήσεως του Καταστατικού Χάρτη
Ι. Μ. KΟΝΙΔΑΡΗΣ


Η επικαιρότητα, θύραθεν και εκκλησιαστική, δεν επέτρεψε, έως σήμερα, την ανάδειξη ενός σημαντικού γεγονότος, της συμπληρώσεως δηλαδή τριάντα ετών από της θέσεως σε ισχύ του μεταπολιτευτικού Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, του νόμου 590/1977.

Ο καταστατικός αυτός νόμος, που ρυθμίζει τα της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, ψηφίσθηκε από τη Βουλή, όπως άλλωστε όλοι οι προηγούμενοι, παρά τη ρητή αντίθεση της πρακτικής αυτής προς τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, με τον οποίο ανακηρυσσόταν η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος προκειμένου να διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».

Και τέθηκε σε ισχύ ακριβώς μία δεκαετία μετά την ωμή επέμβαση της δικτατορίας των συνταγματαρχών στα εσωτερικά της Εκκλησίας με τον αναγκαστικό νόμο 3/1967, τη μεθοδευμένη ανάδειξη ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών του πρωθιερέα των Ανακτόρων και την κατάλυση κάθε έννοιας δίκαιης δίκης με τον αναγκαστικό νόμο 214/1967 που επέβαλε ένα όλως αντικανονικό και ανελεύθερο σύστημα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.

Παρά το γεγονός ότι ο Καταστατικός Χάρτης είχε ψηφισθεί με τη διαδικασία των κωδίκων, υπέστη κατά την τριακονταετία που διέρρευσε, πάντοτε με σύμφωνη γνώμη της διοικούσας Εκκλησίας, συχνά μάλιστα με πρωτοβουλία της, σειρά, κατά κανόνα επουσιωδών, τροποποιήσεων, λ.χ. για ίδρυση νέων Μητροπόλεων ή νέων θέσεων βοηθών Επισκόπων, πλην μιας προφανώς αντικανονικής και αντισυνταγματικής που καθιέρωσε τη δυνατότητα θέσεως σε διαθεσιμότητα Μητροπολίτη για λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του, στο συμφέρον της Εκκλησίας, στη δημόσια τάξη ή στην κοινωνική ειρήνη.

Αντιθέτως, καμία σοβαρή προσπάθεια δεν έγινε στην κατεύθυνση της αναθεωρήσεως, πόσο μάλλον μεταρρυθμίσεως, του Καταστατικού Χάρτη, παρά το γεγονός ότι η περίοδος που διανύθηκε υπήρξε πολυκύμαντη όσον αφορά τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, με κορυφαίες στιγμές τις κρίσεις για τη μοναστηριακή περιουσία και την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι και συζητήσεις υπήρξαν και προτάσεις κατατέθηκαν και σχέδια καταρτίσθηκαν. Στα τελευταία καταλέγεται ασφαλώς το σχέδιο της μεικτής, από εκπροσώπους Πολιτείας και Εκκλησίας, Επιτροπής Κ. Σταμάτη (1987/88) που πρότεινε την εισαγωγή ενός νέου συστήματος ρυθμίσεως των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας και προέβλεπε αφενός μία Συμφωνία Πολιτείας και Εκκλησίας, που θα περιλάμβανε θεμελιώδεις ρυθμίσεις για τη διαμόρφωση των σχέσεών τους με βάση τις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού και της αναγνωρίσεως της αυτοτέλειάς τους, και αφετέρου έναν νέο Καταστατικό Χάρτη, που θα αντικαθιστούσε τον νόμο 590/1977.

Η αβελτηρία από πλευράς Πολιτείας και η φοβικότητα από πλευράς Εκκλησίας τελικώς οδήγησαν στο σημείο, έπειτα από τρεις δεκαετίες, να παραμένουν ανοικτά κρίσιμα προβλήματα, όπως η τύχη της μοναστηριακής περιουσίας, η αναμόρφωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, η επαναδραστηριοποίηση αιρετών λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας και η επαναφορά του μητροπολιτικού συστήματος, για να περιοριστώ στα μείζονα:

Το νομικό καθεστώς της μοναστηριακής περιουσίας θυμίζει τοπίο στην ομίχλη. Η αποτυχημένη προσπάθεια του Κράτους να επαναρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα οδήγησε τελικώς στην παράλληλη ισχύ δύο συστημάτων κανόνων δικαίου που αλληλοαναιρούνται, με αποτέλεσμα εμβαλωματικές λύσεις και πρακτικές που επικράτησαν να ευνοούν παρεμβάσεις της κεντρικής διοικήσεως της Εκκλησίας στα περιουσιακά των Μονών...

Το αίτημα για δίκαιη δίκη κληρικών και μοναχών παραμένει ανεκπλήρωτο. Ενδικα μέσα που προβλέφθηκαν για πρώτη φορά στον Καταστατικό Χάρτη ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Και τα πολλά σχέδια ενός νέου νομικού πλαισίου που καταρτίσθηκαν δεν απαντούν σε καίρια εκκλησιολογικά ζητήματα.

Η συμμετοχή εκλεγμένων από όλους τους ενορίτες λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας και στην επιλογή των εφημερίων, που καταργήθηκε από τη δικτατορία Ι. Μεταξά, δεν επανήλθε, βεβαίως, στον καταστατικό νόμο της κατοχικής περιόδου, αλλά, ατυχώς, ούτε στον μεταπολιτευτικό Καταστατικό Χάρτη.

Τέλος, σε μία εποχή που γίνεται κατά κόρον λόγος για διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας και μητροπολιτικές διοικήσεις, δεν υπάρχει ενδιαφέρον για επαναφορά του κανονικού μητροπολιτικού συστήματος διοικήσεως στην Εκκλησία, που θα σήμαινε τη διαίρεσή της σε μικρό αριθμό Μητροπόλεων και αυτών σε Επισκοπές, όπως άλλωστε συνέβαινε στο απώτερο παρελθόν.

Απέναντι σε όλα αυτά τα προβλήματα η αδιέξοδη στάση της ελληνικής πολιτείας είναι η απουσία λύσεων. Είναι η ανυπαρξία εκκλησιαστικής πολιτικής.

Τα σχετικά ζητήματα εξακολουθούν να ανήκουν στις αρμοδιότητες, ή καλύτερα να αποτελούν έναν πρόσθετο πονοκέφαλο, του εκάστοτε υπουργού Εθνικής Παιδείας (ακριβώς ειπείν: Δημοσίας Εκπαιδεύσεως) και Θρησκευμάτων. Και μάλιστα, κατά το μέρος που δεν φαλκιδεύονται από τη συναρμοδιότητα του εκάστοτε υπουργού Εξωτερικών, στις αρμοδιότητες του οποίου ανήκουν οι σχέσεις του Κράτους με το Αγιον Ορος, τον Οικουμενικό Θρόνο και τα άλλα Πατριαρχεία, τις εκτός Ελλάδος Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, όπως επίσης τα θέματα που αφορούν στα άλλα χριστιανικά δόγματα, θρησκεύματα και διεθνείς εκκλησιαστικές οργανώσεις στο εξωτερικό, πράγμα που όχι σπανίως δημιουργεί διγλωσσία σε καίρια προβλήματα σχέσεων...

Οι αρμοδιότητες όμως αυτές ασκούνται στην κατεύθυνση της απλής διαχειρίσεως των καθημερινών ζητημάτων, χωρίς όραμα, χωρίς προοπτική, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς μεταρρυθμιστική διάθεση. Και τούτο συνιστά ένα μεγάλο πολιτικό έλλειμμα.

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

----------------------------------------------
(πηγή: Το ΒΗΜΑ, 25/11/2007)



18ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1554