Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε να διαμορφώνεται μια εικόνα βαθιάς και γενικευμένης κρίσης στην Εκκλησία της Ελλάδος μετά τις πρωτοφανείς καταγγελίες και αποκαλύψεις για τον βίο και την πολιτεία κληρικών όλων των βαθμίδων.
H αποσταθεροποίηση της Εκκλησίας και το κλίμα απαξίωσης θέτουν, για μία ακόμη φορά, το μείζον ζήτημα του «ιερού διαζυγίου»· του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Γ. Παπανδρέου έθεσε ανοικτά το θέμα. Το ίδιο έπραξαν και κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Ο ευρωβουλευτής και εκ των ιστορικών στελεχών της ΝΔ κ. I. Βαρβιτσιώτης επισημαίνει ότι η Ελληνική Πολιτεία οφείλει σε όσα βήματα θελήσει να προβεί, αυτά να γίνουν ύστερα από πλήρη συμφωνία με την Εκκλησία. H κυβέρνηση, από την πλευρά της, δήλωσε πως δεν τίθεται θέμα χωρισμού. Πάγια είναι η θέση υπέρ του χωρισμού των δύο άλλων κομμάτων του Κοινοβουλίου, του KKE και του Συνασπισμού. Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα ζήτημα «καυτό» με παρελθόν πολλών χρόνων και ιστορικό μεγάλων πολιτικών αντιπαραθέσεων, ήδη από τον 19ο αιώνα. «Το Βήμα» ανοίγει σήμερα έναν ουσιαστικό διάλογο για το θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας που απασχόλησε και θα απασχολεί την ελληνική κοινωνία, η οποία βαδίζει ήδη στον 21ο αιώνα «κουβαλώντας» ένα άλυτο ιστορικά ζήτημα που απαιτεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, λύση.
Είναι διαδεδομένη η παρεξήγηση ότι το άρθρο 3 του Συντάγματος αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της επίσημης θρησκείας του Κράτους. Αυτό είναι απολύτως ανακριβές. Το Ελληνικό Σύνταγμα αναγνωρίζει και προστατεύει στο άρθρο 13 την απόλυτη και πλήρη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα. Αυτό ενισχύεται από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (και τώρα του νέου Ευρωπαϊκού Συντάγματος) και του Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 3 δεν εισάγει καθεστώς επίσημης ή κρατικής θρησκείας. Αυτό συμβαίνει ακόμη σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με τις εθνικές προτεσταντικές τους Εκκλησίες, όχι όμως στην Ελλάδα. H Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως Εκκλησία της «επικρατούσας θρησκείας», με την έννοια της θρησκείας της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού.
Το άρθρο 3 δεν επιβάλλει συνεπώς το λεγόμενο σύστημα της «νόμω κρατούσης πολιτείας» γιατί και η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και κάθε θρησκευτική ή και μη ομολογιακή ένωση, είναι η ίδια υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 13. Αυτό που κάνει το άρθρο 3 είναι τελείως διαφορετικό. Ρυθμίζει τη σχέση της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και προβλέπει την έκδοση ενός νόμου σχετικού με τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος στο πλαίσιο που ορίζουν τα εκκλησιαστικού χαρακτήρα κείμενα που αφορούν τη σχέση Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ανάλογοι νόμοι υπάρχουν άλλωστε για τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, τους συνεταιρισμούς, τα ιδρύματα, τα σωματεία, τις ισραηλιτικές κοινότητες, τις μουφτίες κ.ο.κ. Το άρθρο 3 δεν μπορεί συνεπώς να ερμηνευθεί με τρόπο που συνιστά παρέκκλιση από το άρθρο 13. Αυτό έχει αποσαφηνιστεί από τη νομολογία του ΣτΕ και από μια σειρά σημαντικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συνιστούν και υποχρεωτικό οδηγό ερμηνείας της ελληνικής νομοθεσίας.
Αρα το ζήτημα του λεγόμενου χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας δεν προσκρούει στο Σύνταγμα. Το γεγονός ότι δεν αναθεωρήθηκε το άρθρο 3 δεν περιορίζει τις δυνατότητες του νομοθέτη να διαμορφώσει ένα νέο καθεστώς ως προς τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. H τροποποίηση του άρθρου 3 του Συντάγματος δεν περιελήφθη στην τελευταία αναθεώρηση (που θυμίζω ότι ξεκίνησε το 1995, ξεκίνησε ξανά το 1997 και ολοκληρώθηκε το 2001), γιατί δεν είχε διασφαλιστεί η συμφωνία της ΝΔ που ήταν αναγκαία προκειμένου να συγκεντρωθεί η αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων που προβλέπει το Σύνταγμα και γιατί φυσικά είχαν διατυπωθεί έντονες αντιρρήσεις εκ μέρους της Εκκλησίας. Είναι όμως άλλο πράγμα η αναθεώρηση του άρθρου 3 και άλλο ο χωρισμός. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες δεν πρέπει άλλωστε να διχάζουν την κοινωνία ούτε πρέπει να ανοίγουν περιττά μέτωπα, αλλά πρέπει να είναι αποτέλεσμα των ευρύτερων δυνατών συναινέσεων, οι οποίες μέσα στην παρούσα συγκυρία νομίζω ότι μπορούν να επιτευχθούν.
Ως προς την κρίση συνεπώς στην Εκκλησία δεν αρκεί μια «εισαγγελική» προσέγγιση των θεμάτων. Χρειάζονται θεσμικές πρωτοβουλίες που ανοίγουν τον ορίζοντα και διαμορφώνουν ένα νέο καθεστώς επωφελές και για την Εκκλησία και για την Πολιτεία. H πολιτεία δεν θα χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις για το επίπεδο προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας ούτε να αναμειγνύεται σε θέματα που δεν την αφορούν και δεν πρέπει να τη βαρύνουν. H Εκκλησία θα πάψει να ασχολείται με το πρόβλημα της κοσμικής «θεσμικότητάς» της και θα δώσει έμφαση στην πνευματικότητά της.
Πολιτεία και Εκκλησία μπορούν συνεπώς, και οφείλουν, να υπερβούν την κρίση αυτή με θετικές θεσμικές πρωτοβουλίες για μια νέα, απλούστερη και σαφέστερη οριοθέτηση των σχέσεών τους, τον λεγόμενο χωρισμό. Εναν χωρισμό αμοιβαία επωφελή. Βέβαια οι λεπτομέρειες έχουν τεράστια σημασία. Σε κάθε περίπτωση η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα πάψει να κινείται στο εσωτερικό της ελληνικής έννομης τάξης, όπως κάθε ένωση προσώπων, κάθε σωματείο, κάθε ίδρυμα και κάθε άλλη θρησκευτική ή μη ομολογιακή κοινότητα, και να υπάγεται ως προς τις νομικές σχέσεις της στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (αν όχι των διοικητικών, τότε των πολιτικών).
Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ.
----------------------------
Το ΒΗΜΑ, 13/02/2005
18ο Τεύχος