Ένα από τα πρώτα αριστουργηματικά ρεμπέτικα, ο
θρυλικός Θερμαστής του Γιώργου Μπάτη. Οι στίχοι
θα μπορούσαν να δώσουν υλικό για μελέτη:
Ο ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ
Γιώργος Μπάτης (Τσορός), 1934
Ζεϊμπέκικο
Μινόρε Ρε, ρυθμός 9/8
Μηχανικός στη μη-ηχανή
και ναύτης στο τιμόνι
Κι ο θερμαστής στο στόκολο
μ' έξι φωτιές μαλώ-ώνει
Αγάντα θέρμαστάκι μου
και ρίχνε τις φτιαργιές σου
Μέσα στο καζανά-άκι σου
να φτιάξουν οι φωτιές σου
Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό
τον Μπέι να περά-άσω
Και μες στου Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πά ν’ αράξω
Μα η φωτιά είναι φωτιά
Μα η φωτιά είναι λάβρα
Κι η θάλασσα μου τα ’κανε
τα σωθικά μου μαύρα - εχ!
----------------------------------
Σκότολο = διαμέρισμα του βαποριού όπου είναι τα καζάνια και οι φούρνοι
Ρασκέτα = ξύστρα
Η ρασκέτα, ο λοστός και το φτυάρι ήταν τα εργαλεία των θερμαστών
Μπέις = Βισκαϊκός κόλπος
Κάρντιφ = λιμάνι της Ουαλίας
"Μηχανικός στη μηχανή και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο μ' έξι φωτιές μαλώνει".
Στόκολο είναι το αγγλικό stockhold, αλλά
γιατί έξη φωτιές; Πολλοί υποστήριζαν ότι
ο Μπάτης έλεγε "με τσι φωτιές" και πράγματι
αυτό φαίνεται λογικότερο, αλλά τελικά
απεδείχθη ότι τα πλοία της εποχής είχαν
έξι καζάνια. Οπότε, έξι οι φωτιές.
Λέγεται οτι ο Μπάτης εμπνεύστηκε το τραγούδι αυτό απο τις διηγήσεις του γαμπρού του που δούλευε σε ποντοπόρα ατμόπλοια.
Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη.
Ετσι τ' άκουγε ο πατέρας μου τη δεκαετία του σαράντα να το παίζουν στα πειραιώτικα πάλκα:
"Τι να σου κάνω πρώτε* μου
δεν είναι από τα μένα
που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά**
τα τούμπα*** βουλωμένα".
* πρώτος μηχανικός
** τα ψιλά κάρβουνα ανέβαζαν υψηλή πίεση αλλά είχαν μικρή διάρκεια, με αποτέλεσμα να "ψοφάνε" το θερμαστή στην επιπλέον τροφοδοσία του καζανιού.
*** "τούμπα" λέγονται οι ενισχυμένοι σωλήνες υψηλής πίεσης.
Υποσημείωση για τον πρωτελευταίο στίχο:
Το να περάσεις το Βισκαϊκό ήταν πραγματικά βασανιστικό, γιατί αν δεν πας "κόστα-κόστα" δεν έχεις καμιά επαφή με τη στεριά και για μεγάλο διάστημα ουσιαστικά βρίσκεσαι στον ωκεανό. Και βέβαια τα καραβάκια της εποχής στα οποία αναφέρεται ο Μπάτης δεν ήταν ποντοπόρα.
Υπογραφή:AN
"Μ' αργιλέ κρασί και μπύρα
γεια σου Μάρκο απ' τη Σύρα"
--------------------------------------------
Ρεμπέτικο Φόρουμ
http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=16069
...............................................................................................
ΤΑ ΜΕΘΕΝΑ ΚΑΙ Η ΚΟΡΣΙΚΗ "ΓΕΝΝΗΣΑΝ" ΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΑΤΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΩΡΟΣ Ή ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΗΣ - ΑΜΠΑΤΗΣ
Toυ Βασίλη Παν. Κουτουζή, http://www.koutouzis.gr/
Ο μεγάλος ρεμπέτης του Πειραιά Γιώργος Τσωρός, γνωστός ως Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης ήταν από τους πρώτους μάγκες και ρεμπέτες του Πειραιά που έπαψε νάχει εδώ και πολλά χρόνια.
Γιατί, πώς να το κάνουμε, στον Πειραιά « ανδρώθηκε» το μπουζούκι, στον Πειραιά βγήκαν οι πρώτοι «μπουζουξήδες», και δημιουργήθηκε το πρώτο λαϊκό συγκρότημα. Στον Πειραιά γεννήθηκαν οι πρώτοι αριστοκράτες μάγκες, ο Γιώργος Αμπάτης ή Μπάτης, ο Μήτσος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας ο Στέλιος Κερομύτης και άλλοι που δίδαξαν το μπουζούκι και το λαϊκό ή «αλανιάρικο» τραγούδι.
Ο Γιώργος Αμπάτης ή Μπάτης , ψευδώνυμο του Γιώργου Τσωρού, γεννήθηκε στα Μέθενα - στη Μούσκα - το 1886. Οταν ήταν οκτώ ετών η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά. Πήρε το ψευδώνυμο Αμπάτης ή Μπάτης γιατί οι πρόγονοί του είχαν συγγενέψει με τον Κεφαλλονίτη ταγματάρχη Ιωσήφ Αμπάτη που ήταν στο στρατό του στρατηγού Φαβιέρου ο οποίος στα 1826 έφτιαξε κάστρο στο στενό των Μεθάνων. Στον ταγματάρχη αυτό το Ελληνικό Κράτος, μετά την απελευθέρωση, είχε δωρίσει μια μεγάλη έκταση γης στην Καλλονή για την προσφορά του προς το Εθνος. Ο Ιωσήφ Αμπάτης έμεινε μόνιμα στην Ελλάδα και έφτασε μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη. Αναφέρεται ότι ο αγωνιστής αυτός είχε έρθει από το Βονιφάτιο της Κορσικής, και γι αυτό είχε ονομαστεί Φιλέλληνας. Εθεωρείτο δε ευγενούς καταγωγής, γι αυτό και ο Μπάτης έκανε ψευδώνυμό του το Αμπάτης, που για λόγους ευκολίας προφοράς κατέληξε σε Μπάτης.
Ο Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης ( Τσωρός), χωρίς κανένας από τους δικούς του να είναι μουσικός, χωρίς να έχει κανέναν να τον σπρώξει στο τραγούδι, έγινε μουσικός.
Στο σπίτι του διατηρούσε μια μεγάλη συλλογή από λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Είχε πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία-λατέρνα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 άνοιξε το χοροδιδασκαλείο του " Κάρμεν¨.
Στα 1931 άνοιξε έναν καφενέ, το "Ζώρζ Μπατέ", στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη ( Ακτή Τζελέπη) που έμελλε να γίνει λίκνο του λαϊκού μας τραγουδιού.
Η αγάπη του για το μπουζούκι κάνει τον καφενέ του στέκι όλων των μπουζουξήδων και των ρεμπέτηδων της εποχής. Εκεί σύχναζαν ο Βαμβακάρης, ο Στράτος, ο Δεληάς, ο Κερομύτης, ο Μουφλουζέλης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και άλλοι φίλοι του ρεμπέτικου.
Ο Μουφλουζέλης μάλιστα, χρησιμοποιεί το καφενείο και για σπίτι του, αφού κοιμάται εκεί.
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
Ο Γιώργος Μπάτης είχε μια παθολογική αγάπη για το μπουζούκι και το μπαγλαμά. Ολοι οι νέοι που ήθελαν να μυηθούν στο μπουζούκι σύχναζαν στο καφενείο του (ντεκέ) και μάθαιναν τα «κόλπα» του μαγικού οργάνου.
Το 1932 ο Μπάτης δημιούργησε το πρώτο λαϊκό συγκρότημα. Πήρε με το ζόρι το Μάρκο που ήταν εκδοροσφαγέας στη Δραπετσώνα, το Στράτο που ως τότε ασκούσε το επάγγελμα του βαρκάρη και τον μπουζουξή Δεληά. Εκαναν πρόβες, συγχρονίστηκαν και σε λίγες μέρες παρουσίασαν δικό τους πρόγραμμα στο Χαϊδάρι.
Το 1937 του κλείνουν το καφενείο στου Καραϊσκάκη, και τότε αναγκάζεται να κάνει άλλο στο Γιουσουρούμ του Πειραιά. Και στο νέο του καφενέ συνεχίζει να διδάσκει το μπουζούκι.
Αλλά εκτός από τη μουσική αυτή «μυσταγωγία» στο καφενείο οι φίλοι ακούνε και τα γνωστά του καλαμπούρια. Λέγεται ότι στο καφενείο του Μπάτη σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο οποίος έδωσε πολλά ποιήματά του στους ρεμπέτες της εποχής να τα μελοποιήσουν. Όμως τα τραγούδια δεν τα εξέδωσε ποτέ ο Λαπαθιώτης, γι αυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια είναι δικά του.
Ο ΜΑΧΑΛΟΜΑΓΚΑΣ
Ο Μπάτης, όπως και ο Μασέλος, ντυνόταν πάντα στην «πέννα». Στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των « Κουτσαβάκηδων».
Εγραψε πάρα πολλά τραγούδια, που όλα σχεδόν έγιναν επιτυχίες. Τα πιο γνωστά είναι:
Η ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ , ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ, Ο ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ , ΓΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ, ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ (ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ) , ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ , ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ , ΤΟ ΜΠΑΡΜΠΕΡΑΚΙ , Ο ΦΑΣΟΥΛΑΣ , ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ , ΟΙ ΦΩΝΟΓΡΑΦΙΤΖΗΔΕΣ , ΤΑΞΙΜΙ ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΚΑΙ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ, ΜΠΑΤΗΣ Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ, ΣΟΥ ΄ΧΕΙ ΛΑΧΕΙ , ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ και ΖΕΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ (Ζούλα σε μια βάρκα) ή " Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα, στη σπηλιά του Δράκου βγήκα». Η σπηλιά του Δράκου βρισκόταν πίσω από τον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι, αριστερά όπως εισπλέουμε προς τον όρμο, κάτω από το λεγόμενο "θρόνο του Ξέρξη" - έναν ισόπεδο βράχο. Στη θέση αυτή υπήρχε κυλινδρικός πύργος, μάλλον ανεμόμυλος, ο λεγόμενος μύλος του Δράκου, από τα ερείπια του οποίου χτίστηκε πυριτιδαποθήκη, που όμως καταστράφηκε από έκρηξη των πυρομαχικών. Και να οι στίχοι του τραγουδιού που μας έθεσε υπ' όψη ο Γιάννης Πατρίκος:
Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο
(Ζούλα Σε Μια Βάρκα)
Ζούλα σε μια, βρε, βάρκα μπήκα
και στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
Βλέπω τρεις μαστουρωμένοι
βρε, και στην άμμο, βρε, ξαπλωμένοι
Ηταν ο Μπάτης, βρε, κι ο Αρτέμης
βρε, και ο Στράτος, βρε, ο τεμπέλης
Βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο
σιάξε εν' αργιλέ αφράτο
Να φουμάρει, βρε, το Μπατάκι
βρε που 'ναι χρόνια, βρε, ντερβισάκι
Να φουμάρει, βρε, κι ο Αρτέμης
βρε όπου πάει, βρε, και μας φέρνει
Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη
βρε, και μαστούρια είμαστε όλοι
Τουμπεκί απ' την Περσία
βρε, πίνει ο μάγκας με ησυχία
Το τραγούδι, όμως, που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα είναι «ο μπουφετζής»:
Θέλω να γίνω μπουφετζής
σε τούρκικους μπουφέδες,
νάρχονται οι χανούμισσες
με δίχως φερετζέδες,
Πήγα κι εγώ κάποια βραδιά
και μπήκα στα μεράκια,
γνώρισα τρεις χανούμισσες,
τρία σωστά κουκλάκια,
τρεις κοπελίτσες πεταχτές
να πίνουν τσιγαράκια.
Ο Γιώργος Μπάτης είχε κι άλλα παρατσούκλια: Ντερβίσης, Μάγκας του Πειραιά, Δάσκαλος. Το Δάσκαλος αφορούσε την προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι.
Τελικά ο Μπάτης άρχισε να παρακμάζει στο τέλος της δεκαετίας του 30. Εμειναν όμως να συνεχίζουν οι άλλοι: Βαμβακάρης, Στράτος, Δελιάς, Μουφλουζέλης, Κερομύτης , Γκόγκος και άλλοι.
Μέχρι τις 10 Μαρτίου του 1967 που πέθανε ο Μπάτης, σύχναζε στο Ρολόϊ του Πειραιά και στην κωλότσεπη είχε πάντα κρυμμένο ένα μπαγλαμαδάκι.Μαζί μ αυτό τον έθαψαν.
Σήμερα στα Μέθενα και στο Αγκίστρι υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Τσωρός και στην Κεφαλλονιά με το επώνυμα Αμπάτης. Φυσικά τα επώνυμα αυτά υπάρχουν και στην Αθήνα και τον Πειραιά.