Δημιουργία οικισμών σε εκτός σχεδίου περιοχές
Ημερομηνία Wednesday, May 23 @ 22:02:12 UTC
Θέμα Νησιά


ΣτΕ 2479/2003 (Π.Ε. Τμ. Ε΄)
[Καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου στις Κυκλάδες]
Πρόεδρος: Κ.Γ. Χαλαζωνίτης, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ο. Παπαδοπούλου, Πάρεδρος


Περιβάλλον - Βιώσιμη ανάπτυξη (άρθρο 24 Σ.). Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια. Ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης ανάπτυξης ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τα νησιά, των οποίων η ανάπτυξη, οικιστική, τουριστική και γενικώς οικονομική, πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του νησιωτικού ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους, ως παραδοσιακών ανθρωπογενών συστημάτων και ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Αναγκαίος όρος για την προστασία των νησιών είναι τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, που πρέπει να διέπονται από τις αρχές αυτές.

Γνωμοδότηση

1. Με το υπό επεξεργασία σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος επιχειρείται ο καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ) στην εκτός εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός ορίων οικισμών περιοχή των Δήμων ΄Ανδρου, Κορθίου, Υδρούσας της νήσου ΄Ανδρου και των νησίδων Γαυριονήσια του Νομού Κυκλάδων και ο καθορισμός χρήσεων γης, ορίου κατατμήσεως και όρων και περιορισμών δομήσεως στην ανωτέρω ΖΟΕ.

2. Με τις διατάξεις του Συντάγματος, ιδίως με το άρθρο 24 παρ. 1 και 6, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλισθεί αφενός η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων και αφετέρου η διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων που συνθέτουν την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη των μέτρων αυτών, τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευομένων αντίστοιχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη (βλ. ΣΕ 3478/00 Ολομ.).

3. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 24 καθώς και των άρθρων 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός και ο έλεγχος της πολεοδομήσεως ανατίθενται στην Πολιτεία, που οφείλει να θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβιώσεως του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας (βιώσιμης αναπτύξεως). Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια. Τα σχέδια αυτά θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές (βλ. ΠΕ 636/02, 633/02, 601/02, 536/02, 535/02, 210/02 κ.ά.). Ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης αναπτύξεως ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τα νησιά, των οποίων η ανάπτυξη, οικιστική, τουριστική και γενικώς οικονομική, πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του νησιωτικού ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους, ως παραδοσιακών ανθρωπογενών συστημάτων και ευαίσθητων οικοσυστημάτων (βλ. ΣΕ 3406/01, 637/98, ΠΕ 636/02, 633/02, 536/02, 535/02, 210/02, 120/02, 432/01 κ.ά.). Αναγκαίος όρος για την προστασία των νησιών είναι τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία πρέπει να διέπονται από τις ανωτέρω αρχές (βλ. ΠΕ 636/02, 633/02, 536/02, 535/02, 210/02, 120/02, ΣΕ 5933/96, 1129/99, 1588/99, 2239/00, 2425/00).

4. Σε εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό εκδόθηκε ο Ν. 2742/1999 (Α΄ 207). Κατά τα οριζόμενα στο νόμο αυτό, ο χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί να συμβάλει «α. Στην προστασία και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στη διατήρηση των οικολογικών και πολιτιστικών αποθεμάτων και στην προβολή και ανάδειξη των συγκριτικών γεωγραφικών, φυσικών, παραγωγικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας. β. Στην ενίσχυση της διαρκούς και ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας και της ανταγωνιστικής παρουσίας της στον ευρύτερο ευρωπαϊκό, μεσογειακό και βαλκανικό της περίγυρο. γ. Στη στήριξη της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής στο σύνολο του εθνικού χώρου ...» (άρθρο 2 παρ. 1). Για την εκπλήρωση των ανωτέρω στόχων, κατά την κατάρτιση των χωροταξικών πλαισίων και λοιπών σχεδίων πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι αρχές της παρ. 2 του άρθρου 2 του νόμου. Μέσα χωροταξικού σχεδιασμού είναι το γενικό, τα περιφερειακά και τα ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης βλ. άρθρα 6, 7, 8). Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 του Ν. 2742/1999, «ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια, σχέδια χωρικής και οικιστικής οργάνωσης ανοικτών πόλεων, σχέδια ανάπτυξης περιοχών δεύτερης κατοικίας, ζώνες οικιστικού ελέγχου, περιοχές του άρθρου 24 του Ν. 1650/1986 ή άλλα σχέδια χρήσεων γης, που εγκρίνονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οφείλουν να εναρμονίζονται προς τις επιλογές ή κατευθύνσεις των εγκεκριμένων πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού», ενώ μέχρι την έγκριση των πλαισίων αυτών, η κρίση των σχεδίων χρήσεων γης, καθώς και η έκδοση άλλων κανονιστικών ή ατομικών πράξεων με τις οποίες επιχειρείται ρύθμιση του χώρου «γίνεται μετά από συνεκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων του ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως αυτών που απορρέουν από υφιστάμενες ή υπό εξέλιξη μελέτες χωροταξικού χαρακτήρα» (παρ. 1) [κατ' εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού έχουν ήδη εκπονηθεί Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού (βλ. την ειδική έκδοση της Διευθύνσεως Χωροταξίας του ΥΠΕΧΩΔΕ), Οδηγίες Χωροταξικής Πολιτικής και Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού για ευαίσθητες κατηγορίες χώρου (όπως π.χ. ο παράκτιος χώρος, οι ορεινές και αγροτικές περιοχές) ή κρίσιμους τομείς αναπτύξεως (τουρισμός, παραθεριστική κατοικία) και Περιφερειακά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού για όλες τις Περιφέρειες, πλην της Αττικής].

5. Εξάλλου, το άρθρο 29 του Ν. 1337/1983 (Α΄ 33, βλ. ήδη το άρθρο 183 του ΚΒΠΝ), προβλέπει ότι με Π.Δ. ορίζονται οι πόλεις και οι οικισμοί γύρω από τα όρια των οποίων καθορίζεται Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου, ότι με τα Διατάγματα αυτά καθορίζονται οι όροι και περιορισμοί χρήσεως γης ή άλλοι όροι και περιορισμοί που επιβάλλονται μέσα στις ΖΟΕ και ιδιαίτερα το όριο εμβαδού, κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται η κατάτμηση της γης (παρ. 1), και ότι τα ανωτέρω εφαρμόζονται ανάλογα και για τον καθορισμό ΖΟΕ κατά μήκος ακτών ή της όχθης δημοσίων λιμνών ή ποταμών ή σε άλλες περιοχές ειδικής προστασίας. Όπως παγίως γίνεται δεκτό, η ΖΟΕ αποσκοπεί στον άμεσο έλεγχο των χρήσεων γης σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, προκειμένου να αποφεύγεται η άναρχη ανάπτυξη των περιοχών αυτών, που προκαλεί υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος και υπονομεύει την ορθολογική χωροταξία (βλ. ΠΕ 636/02, 633/02, 212/02 κ.ά.). Περαιτέρω, βάσει των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 9, 10 παρ. 2, 14 και 17 του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923, είναι δυνατή η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων για τον καθορισμό ειδικών χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δομήσεως τόσο σε περιοχές εντός σχεδίου πόλεως, όσο και σε περιοχές εκτός σχεδίου (βλ. ΣΕ 414-6/02, 4741/95, 1426/90, 1424/90, 696/86, 3280/82, 674/82, 3846/81, 797/81, 1518/80, 1910/80, 3009/79). Οι διατάξεις αυτές, αλλά και η μεταγενέστερη νομοθεσία [βλ. ιδίως Ν. 1337/1983 (Α΄ 33), N. 2242/1994 (Α΄ 162), N. 2508/1997 (Α΄ 124)], καθιερώνουν σαφή διάκριση μεταξύ αφενός μεν των περιοχών οι οποίες περιλαμβάνονται σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως και, επομένως, προορίζονται για οικιστική ανάπτυξη, αφετέρου δε των λοιπών περιοχών, για τις οποίες δεν έχει εγκριθεί σχέδιο πόλεως [πολεοδομική μελέτη] και οι οποίες δεν προορίζονται για δόμηση, αλλά, κατ' αρχήν, για γεωργική εκμετάλλευση, κτηνοτροφία, δασοπονία και αναψυχή (βλ. ΣΕ 3135/02 Ολομ., 3067/01 επτ., ΠΕ 30/01 Ολομ., 633/02, 210/02). Παρέπεται, λοιπόν, ότι κατά τον καθορισμό χρήσεων και όρων και περιορισμών δομήσεως σε περιοχές που βρίσκονται εκτός των ορίων εγκεκριμένου σχεδίου ή εκτός των ορίων οικισμού, είτε δυνάμει του άρθρου 29 του Ν. 1337/1983 [βλ. άρθρο 183 ΚΒΠΝ] είτε δυνάμει του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923 [βλ. ήδη άρθρα 160, 161, 162 του ΚΒΠΝ], πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι περιοχές αυτές δεν προορίζονται για οικιστική ανάπτυξη. Δεν επιτρέπεται δηλαδή να θεσπίζονται για αυτές τέτοιες χρήσεις, όροι και περιορισμοί ώστε να παρέχεται η δυνατότητα δομήσεως με αυξημένη πυκνότητα και η de facto δημιουργία οικισμών (πρβλ. ΣΕ 2690/94). ΄Αλλωστε, οι οικιστικές πιέσεις για απόκτηση πρώτης και δεύτερης κατοικίας πρέπει, κατ' αρχήν, να απορροφώνται εντός του υπάρχοντος δικτύου οικισμών, χωρίς υπέρβαση, όμως, των ορίων της φέρουσας ικανότητάς του (βλ. ΣΕ 1588/99, ΠΕ 633/02, 536/02, 535/02, 210/02, 359/99, 355/99, 216/99, 273/98). Τέλος, διοικητικές πράξεις, με τις οποίες εισάγονται ρυθμίσεις χωροταξικού ή πολεοδομικού χαρακτήρα, όπως είναι τα Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 29 του Ν. 1337/1983, πρέπει να διέπονται και από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2742/1999 (βλ. ΠΕ 636/02, 633/02).

(πηγή: ηλεκτρονική (on-line) έκδοση του περιοδικού «Το Σύνταγμα»)
[ΤΕΥΧΟΣ 5/2003]


ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Σ.τ.Ε. ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, 2003/ΙΙ. (Σεπτέμβριος 2003)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δρ. Ν. - Δικηγόρος
 
Προστασία νήσων. Βιώσιμη ανάπτυξη.
Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου.

Ο κανόνας της βιώσιμης ανάπτυξης ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τα νησιά, των οποίων η ανάπτυξη, οικιστική, τουριστική και γενικώς οικονομική, πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του νησιωτικού ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους, ως παραδοσιακών ανθρωπογενών συστημάτων και ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Οι εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός των ορίων οικισμού περιοχές δεν προορίζονται για οικιστική ανάπτυξη. Δεν επιτρέπεται, έτσι, να θεσπίζονται για αυτές τέτοιες χρήσεις, όροι και περιορισμοί ώστε να παρέχεται η δυνατότητα δομήσεως με αυξημένη πυκνότητα και η de facto δημιουργία οικισμών. Η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται, κατά την άσκηση χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, η διαφύλαξη της γης υψηλής παραγωγικότητας, η προστασία της οποίας εξυπηρετεί και αναπτυξιακούς στόχους. Η χρήση «κατοικία» είναι ανταγωνιστική προς τη γεωργική χρήση και οδηγεί σε απώλεια πολύτιμου φυσικού πόρου. Για την προστασία του ευαίσθητου οικοσυστήματος των ακτών, ιδίως στα νησιά,  επιβάλλεται η απαγόρευση της δομήσεως σε απόσταση τουλάχιστον 100 μέτρων από τη γραμμή αιγιαλού. Δεν είναι επιτρεπτή η ίδρυση νέων οικισμών από ιδιώτες και οικοδομικούς συνεταιρισμούς για την απορρόφηση οικιστικών πιέσεων σε ιδιαιτέρως ευαίσθητα οικοσυστήματα, όπως τα νησιά των Κυκλάδων. Ο σχεδιασμός του οδικού δικτύου των νησιών πρέπει να γίνεται με ορθολογικό τρόπο και βάσει συνολικής μελέτης. Η ελάχιστη απόσταση για την ανέγερση κτισμάτων σε περιοχές όπου υπάρχουν ρέματα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 15-50 μέτρων από την οριογραμμή του ρέματος, ανάλογα με τη σημασία αυτού. Απαγορεύεται η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο καταστροφή ή αλλοίωση της φυσικής μορφής των ρεμάτων ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους.

Σχόλιο
Τα Πρακτικά Επεξεργασίας του Σ.τ.Ε. που αναφέρονται στην προστασία του περιβάλλοντος εμπεριέχουν συχνά ιδιαίτερα λεπτομερείς κρίσεις. Η αναλυτική αυτή εξειδίκευση της περιβαλλοντικής προστασίας που θεσπίζουν το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία πραγματοποιείται, εξάλλου, στο πλαίσιο της επεξεργασίας των κανονιστικών διαταγμάτων. Τα διατάγματα αυτά, όταν σχετίζονται με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, περιλαμβάνουν συνήθως σειρά ειδικότερων ζητημάτων, που συνδέονται με την εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Διαμορφώνεται, έτσι, σταδιακά μια εξαιρετικά εκτεταμένη, λεπτομερής και αναλυτική νομολογιακή παρακαταθήκη, η οποία τείνει να καλύψει το σύνολο των συναφών ζητημάτων. Το νομολογιακό αυτό απόθεμα είναι πολύτιμο τόσο για τον νομοθέτη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κινείται στα όρια που διαγράφει το Σύνταγμα (ή, ακριβέστερα, στα όρια που κρίνουν τα δικαστήρια ως συνταγματικά), όσο και για τη Διοίκηση, η οποία εξοπλίζεται, κατά τον τρόπο αυτό, με αναλυτικούς «οδηγούς» ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου. Επιπλέον, η νομολογία αυτή του Δικαστηρίου κατευθύνει και τους πολίτες, παρέχοντας, συγχρόνως, τη δυνατότητα σε αυτούς να γνωρίζουν πληρέστερα το ακριβές περιεχόμενο της συνταγματικής προστασίας του περιβάλλοντος και, κατ΄ επέκταση, το περιεχόμενο του «ατομικού» τους δικαιώματος στην προστασία αυτή, όπως το ενλόγω δικαίωμα κατοχυρώθηκε με την αναθεώρηση του 2001 (άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α΄).

Στη νομολογιακή αυτή παρακαταθήκη προστίθεται, εξάλλου, ολόκληρο το συναφές νομολογιακό απόθεμα που έχει διαμορφώσει το Δικαστήριο την τελευταία, ιδίως, εικοσαετία, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεων ακυρώσεως και αναιρέσεως, που άπτονται της περιβαλλοντικής προστασίας. Η περίπτωση, έτσι, της προστασίας του περιβάλλοντος είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική για την πρόσληψη της νομολογίας των δικαστηρίων ως οιονεί «πηγής δικαίου».

Με το σχολιαζόμενο Πρακτικό Επεξεργασίας του Ε΄ Τμήματος, ειδικότερα, το Δικαστήριο γνωμοδοτεί επί σειράς ζητημάτων που άπτονται της προστασίας του περιβάλλοντος των νησιών και, γενικότερα, της βιώσιμης ανάπτυξής τους. Σημειώνεται ότι το υπό επεξεργασία π.δ. αφορούσε στην προκειμένη περίπτωση τον καθορισμό ΖΟΕ σε περιοχές που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός ορίων οικισμών στη νήσο Ανδρο και στις νησίδες Γαυριονήσια. Οι σημαντικότερες κρίσεις του Δικαστηρίου μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

i. Τα όργανα του κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος, «παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα». Κατά τη λήψη των σχετικών μέτρων, πάντως, τα κρατικά όργανα «οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον». Με την κρίση του αυτή, η οποία αποτυπώνει, άλλωστε, πάγια συναφή νομολογία του, το Δικαστήριο φαίνεται να εξαιρεί των σχετικών σταθμίσεων ατομικά αγαθά και συμφέροντα, τα οποία, μάλιστα, προστατεύονται συνταγματικά υπό τη μορφή ατομικών δικαιωμάτων (λ.χ. ιδιοκτησία, οικονομική ελευθερία κ.ά.). Τα ατομικά αυτά αγαθά φαίνεται, έτσι, κατά την ενλόγω κρίση του Δικαστηρίου, να υποχωρούν πάντοτε χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος. Υιοθετείται, έτσι, ουσιαστικά η άποψη ότι οι διατάξεις που κατοχυρώνουν την προστασία του περιβάλλοντος είναι ειδικότερες σε σχέση με τις διατάξεις που κατοχυρώνουν ατομικά δικαιώματα (λ.χ. 5 παρ. 1 και 17 παρ. 1 Συντ.). Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στη θεωρία δεν απουσιάζει η κριτική της αντίληψης αυτής[12]. 

ii. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης συνιστά θεμελιώδη κανόνα με βάση τον οποίο κρίνεται η συνταγματικότητα των συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων. Η βιώσιμη ανάπτυξη, εξάλλου, περιλαμβάνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την «οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας». Ωστόσο, θα μπορούσε, ίσως, να υποστηριχθεί ότι, ακριβέστερα, η οικονομική και, συνακόλουθα, η κοινωνική ανάπτυξη πρέπει να νοείται στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της (περιβαλλοντικής) αειφορίας που κατοχυρώνει στο άρθρο 24 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ. Καθίσταται, έτσι, ευχερέστερα αντιληπτό το περιεχόμενο της βιώσιμης ανάπτυξης, στο νοηματικό περιεχόμενο της οποίας συντίθενται οι ανωτέρω τρεις διαστάσεις της ανάπτυξης: η κοινωνική, η οικονομική και η περιβαλλοντική (αρχή αειφορίας). Οι τρεις αυτές διαστάσεις συνιστούν αδιάσπαστη ενότητα και συνοψίζονται στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης[13]. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης χαρακτηρίζεται από το Δικαστήριο ως «θεμελιώδης κανόνας». Ο χαρακτηρισμός αυτός αντανακλά, αναμφίβολα, την ιδιαίτερη νομική, ηθική και πολιτική βαρύτητα που αποδίδει το Σ.τ.Ε. στην ενλόγω συνταγματική αρχή[14].

iii. Ο «θεμελιώδης κανόνας» της βιώσιμης ανάπτυξης ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τα νησιά, τα οποία, κατά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, αποτελούν «ευαίσθητα οικοσυστήματα». Τούτο μεταφράζεται πρακτικά σε ακόμη πιο αυξημένη προστασία του ανθρωπογενούς και του φυσικού περιβάλλοντος των νησιών[15]. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι τα τελευταία ιδίως χρόνια το Σ.τ.Ε. έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερα αυστηρή νομολογία για την περιβαλλοντική προστασία των νησιών[16].

iv. Δεν είναι επιτρεπτή η ίδρυση νέων οικισμών από ιδιώτες και οικοδομικούς συνεταιρισμούς για την απορρόφηση οικιστικών πιέσεων σε ιδιαιτέρως ευαίσθητα οικοσυστήματα, όπως είναι τα νησιά. Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι ανάλογη αυστηρή κρίση για το ζήτημα αυτό είχε υιοθετήσει πριν από λίγα χρόνια το Δικαστήριο. Αποφάνθηκε, συγκεκριμένα, με την υπ΄ αριθμ. 1588/1999 απόφασή του ότι «είναι ανεπίτρεπτος η ίδρυσις νέων οικισμών οιουδήποτε τύπου» στα νησιά. Οι οικιστικές πιέσεις πρέπει, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, να απορροφώνται εντός των υπαρχόντων οικισμών, χωρίς υπέρβαση, όμως, των ορίων της φέρουσας ικανότητάς τους. Με το σχολιαζόμενο Π.Ε., μάλιστα, κρίνεται ότι για τις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές δεν επιτρέπεται να θεσπίζονται χρήσεις που να οδηγούν σε de facto δημιουργία οικισμών.

v. Η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας (γγυπ) προστατεύεται συνταγματικά, δεδομένου ότι «η διατήρηση και η ορθή διαχείρισή της συνιστούν ουσιώδη όρο της βιώσιμης αναπτύξεως». Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί συνταγματικής προστασίας της γγυπ θεωρείται, ασφαλώς, ιδιαίτερα σημαντική. Με βάση την παραδοχή αυτή, μάλιστα, το Ε΄ Τμήμα γνωμοδοτεί με το εξεταζόμενο Π.Ε. ότι η χρήση «κατοικία» δεν συμβιβάζεται με την προστασία της γγυπ, εφόσον είναι «ανταγωνιστική» προς αυτήν και «οδηγεί σε απώλεια πολύτιμου φυσικού πόρου». Επισημαίνεται, πάντως, εν προκειμένω ο κίνδυνος να καταστεί η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης κανόνας άκαμπτος και ανελαστικός. Το γεγονός αυτό θα οδηγούσε σε σημαντική σχετικοποίηση του ρυθμιστικού ρόλου του νομοθέτη. Για τον λόγο αυτό, η συνταγματική προστασία της γγυπ πρέπει, όπως, άλλωστε, και τα λοιπά αγαθά που εμπίπτουν στο προστατευτικό περιεχόμενο της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, να νοείται εντός συγκεκριμένου πλαισίου. Ο συναφής δικαστικός έλεγχος των επιλογών του νομοθέτη σε θέματα αναπτυξιακής πολιτικής, εξάλλου, είναι έλεγχος ορίων και όχι, κατ΄ αρχήν, των σκοπών που επιδιώκονται. Σε διαφορετική περίπτωση, άλλωστε, η εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης από τα δικαστήρια θα κατέληγε σε μηχανισμό αντιστροφής του κανονιστικού περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αφού ο δικαστής θα μετατρεπόταν, στο όνομα του «θεμελιώδους κανόνα» της βιώσιμης ανάπτυξης, σε νομοθετικό όργανο. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης καθιστά θεμιτές, ίσως, μάλιστα, και επιβεβλημένες παρεκκλίσεις ή αποκλίσεις από την προστασία της γγυπ, εφόσον συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος τις δικαιολογούν.

vi. Απαγορεύεται η δόμηση σε απόσταση τουλάχιστον 100 μέτρων από τη γραμμή του αιγιαλού[17]. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο γνωμοδότησε εν προκειμένω ότι η πρόβλεψη από το υπό επεξεργασία π.δ. της κατασκευής αναψυκτηρίου εντός της ζώνης των 100 μέτρων από τη γραμμή του αιγιαλού δεν είναι επιτρεπτή.

vii. Προϋπόθεση για τη διάνοιξη ή κατάργηση οδού είναι ο προηγούμενος συνολικός σχεδιασμός του οδικού δικτύου της νήσου, καθώς και η έγκριση περιβαλλοντικών όρων[18].

ix. Επισημαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το Δικαστήριο κατά την επεξεργασία π.δ/των προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διοίκηση. Είναι, έτσι, χαρακτηριστική η σύσταση προς τη Διοίκηση, σύμφωνα με την οποία «ενόψει των σοβαρών συνεπειών τις οποίες έχει το φαινόμενο της δομήσεως σε τυφλά γήπεδα στις εκτός σχεδίου περιοχές, εις βάρος του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, επιβάλλεται και ρητή γενική ρύθμιση του θέματος για το σύνολο των εκτός σχεδίου περιοχών».

x. Η ελάχιστη απόσταση για την ανέγερση κτισμάτων σε περιοχές όπου υπάρχουν ρέματα πρέπει να προσδιορίζεται μεταξύ 15-50 μέτρων, ανάλογα με τη σημασία του ρέματος. Αφετηρία, εξάλλου, για τη μέτρηση της αποστάσεως αποτελεί η οριογραμμή του ρέματος και όχι ο άξονάς του. Επιπλέον, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση αυτή, απαγορεύεται η καταστροφή ή αλλοίωση, με οποιοδήποτε τρόπο, της φυσικής μορφής των ρεμάτων, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους[19]. Επισημαίνεται εν προκειμένω η τάση του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου να μην περιορίζεται απλά σε έλεγχο νομιμότητας των υπό επεξεργασία π.δ. που του υποβάλλονται, αλλά, επιπρόσθετα, να προβαίνει σε συστάσεις, με τεχνικό, μάλιστα, χαρακτήρα. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι το Δικαστήριο δεν έχει, συνήθως, τη δυνατότητα να υπεισέρχεται σε παρόμοια τεχνικής φύσεως ζητήματα, τα οποία μόνον η Διοίκηση μπορεί να κρίνει και, μάλιστα, ανέλεγκτα. 

πηγή: ηλεκτρ. περιοδικό ΝΟΜΟΣ & ΦΥΣΗ
 



13ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=866