Νεραντζούλα, του Παναΐτ Ιστράτι
Ημερομηνία Monday, June 23 @ 21:28:30 UTC
Θέμα Νησιά


5 (τελευταίο κεφάλαιο)

Και τώρα, Μάρκο, να που 'σαι μονάχος στην πάνω γη.
Έλεγα στον εαυτό μου γυρίζοντας απ' το κοιμητήρι των ορθοδόξων, όπου 'χα θάψει έναν άνθρωπο κι έναν καλλιτέχνη.
Έναν άνθρωπο κι έναν καλλιτέχνη. Συναντά κανείς στη ζωή απ' αυτά τα ζώα;

Πρώτα είναι δύσκολο να μείνει κανείς καλός και τίμιος μέσα σ' ένα κόσμο όπου τα πάντα είναι διαφθορά. Το λέω χωρίς μίσος... Ξέρω πώς κανείς δε μπορεί να πηδήσει ψηλότερα από το γύρο τού καπέλου του.

Έπειτα τι θα πει καλλιτέχνης; Είναι ο ευνοούμενος τής τύχης που τον έκανε προικισμένο απ' τη δύναμη να εξωτερικεύει τα αισθήματά του, καθώς τ' αηδόνι πού βγαίνει απ' τη φωλιά του για να κελαηδήσει στο. κλαρί. Δε βλέπω εδώ καμιά αξία. Ή αξία θα 'τανε αν έκαμνες με τα χέρια σου ποτές να δεις πώς γίνονται ένα ζευγάρι ποδήματα, τόσο φίνα όσο εκείνα πού βγαίνουν απ' τα χέρια τού καλού παπουτσή, από τριάντα χρόνων πείρα.
Όχι, είμαστε φτωχοί διάολοι, λίγο-πολύ μάταιοι.

Μα αρχίζουμε να 'μαστε άνθρωποι και καλλιτέχνες, όταν πονούμε μ' όλο τον ανθρώπινο πόνο, όταν τον εκφράζουμε με τα μέσα μας και πολεμούμε το κακό πού έφερε στον κόσμο ο εγωισμός: η τέχνη είναι ένας πόλεμος ενάντια στην ατέλειά μας.
Και υπάρχει μέσα σ' αυτόν ένα μπάρσαμο για την καρδιά μας, ένα μπάρσαμο που ξεπερνάει όλες τις γήινες χαρές, γιατί τίποτες δεν κάνει πιο λαφριά τη ζωή, όσο ή απλοχεριά.
Αλίμονο. Και τούτο το χάρισμα πρέπει να το 'χεις-.από γεννησιμιού σου, γιατί, ενώ οι ικανότητές μας μάς επιτρέπουν να μονοπωλούμε τη γης, μονάχα η καλοσύνη μπορεί να περιορίσει τη οία 
μας, ως τη στιγμή που η «δικαιοσύνη» θα την περιορίσει καλύτερα κι οριστικά.

Μονάχος τώρα, ήμουνα πιο δυστυχισμένος, παρά τον καιρό που πουλούσα, στο πλάι τού Νώντα, λεμόνια και πορτοκάλια.
Πλάσματα τού Θεού γύρω μου υπήρχανε, ναι, ολάκερο πλήθος, μα τι να κάμεις με τούτους τους όμοιούς σου, πού σε κοιτούν σα βόδια, που σ' ακολουθούν κάποτες κι ύστερα σ' αφήνουνε να πέσεις μόλις ή ψυχή σου αρχίσει να δροσίζεται;

Είχα να κάμω μ' όλες τις τάξεις τής κοινωνίας. Ήμουν ειδικευμένος στην εκτίμηση των πολύτιμων πετραδιών και παντού με φωνάζανε για κάθε λογής υπόθεση: πραγματογνωμοσύνες, αγορές, πουλήματα, ανταλλαγές. Στο καφενείο τής πλατείας Μεχμέτ-Αλή, όπου σύχναζα συνήθως, ερχόμουνα σε στενή επαφή με τον πιο πλούσιο καθώς και με τον πιο φτωχό, με τον πιο έξυπνο καθώς 
και με τον πιο απλό. Κι ανοίγανε τα μάτια μου. Κι άκουα έναν άνθρωπο ώρες ολόκληρες. Και τού μιλούσα και γώ.  Αν είχα βαλθεί να ζεστάνω μιά πέτρα με τη φλόγα πού ασώτεψα, θέλοντας να 
θερμάνω ανθρώπινους βράχους, θα 'χα καταφέρει σπουδαιότερα πράγματα.

Τίποτες. Πού ο Αυρήλης; Πού ο Νώντας; «Απόπειρες ανθρώπων». Απόπειρες, κοντολογίς, όπως συνήθιζα να τούς λέω αργότερα.
Και αηδιασμένος να καίω έτσι μάταια το άγιο λάδι μου, γύριζα το βράδυ σπίτι μου κι άρχιζα να ξεφυλλίζω το έργο τού Αυρήλη, απ' την αρχή του στο νοσοκομείο τής Βράιλας ίσαμε τις τελευταίες 
σκηνές πού σχεδίαζε μελαγχολικά απ' το παράθυρό του, κοιτώντας την κίνηση τής οδού Αμανίθ.
Έτσι, πέρασα στην 'Αλεξάντρεια έξι χρόνια ακόμα, ύστερ' απ' το θάνατό του.

Μα μια μέρα -μια μέρα πού δε βαστούσαν πια τα πόδια μου, ετοίμασα σιγά τη βαλίτσα μου και το βαλα στα πόδια.
Για τη Ρουμανία.
- Εμπρός, Μάρκο... είπα στον εαυτό μου. Πάμε να ζήσουμε στ' αχνάρια του περασμένου. Πάμε να δροσίσουμε τα όνειρά μας.
Ύστερ' απ' την είδηση που πληροφόρησε τον Αυρήλη για τη φυγή τους απ' τη Βράιλα, δεν ήξερα πια τίποτες για τη Νεραντζούλα και το Νώντα. Δεν είχα άλλωστε ποτές ζητήσει να μάθω. Τι θα 
ωφελούσε; Νεκροί, δυο φορές νεκροί, είναι κείνοι που χάνονται.
Πήρα το βαπόρι απ' την Αλεξάντρεια και πήγα γραμμή στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποφάσισα να σταματήσω μία βδομάδα για δουλειές.
Και νάμε. Καθώς παιδί. Σεργιάνισα λίγο, πότε δω, πότε κει, γιατί αγαπώ αυτή την πόλη. Είναι πια απ' τις σπάνιες πολιτείες τού κόσμου πού δε στεναχωρά τον ευαίσθητο άνθρωπο. Είναι ένα 
τραγούδι χαρούμενο και θλιβερό, ειλικρινό και στις δυο περιπτώσεις. Μονάχα ο Βόσπορος μπορεί να γρούζει με τέτοια ηρωική ορμή ένα μέτριο τραγούδι' και στην πόλη ακούς σε κάθε σου βήμα, 
τον πιο ωραίο, τον πιο τέλειο, τον πιο απερίγραφτο στεναγμό πού μια λαβωμένη ψυχή μπορεί να βγάλει το περίφημο «αμάν μπρέ» τού Τούρκου και κάθε Ανατολίτη πού μιλάει τη γλώσσα του. 
Ναι, αυτό τον αναστεναγμό τον ακούς σε κάθε βήμα και σε κάνει πάντα να σκιρτήσεις γιατί 'ναι ειλικρινής, καθώς το μέτριο τραγούδι που 
ένας ευτυχισμένος βαρκάρης ξεχύνει με πάθος απάνω στο Βόσπορο. Έτσι 'ναι, αυτή 'ναι η Τουρκία. Αμάν μπρέ. Η Σταμπούλ κι η ψυχή της...
Βλέπεις, λόγου χάρη, δυο άντρες με φέσι κι ευρωπαϊκά ρούχα να περπατάν αμίλητοι σε μια προκυμαία, κυριευμένη απ' το σούρουπο.
- Αμάν μπρε, ξεστομίζει ο ένας, ξέροντας ίσως το γιατί.
Κι ό άλλος δείχνοντάς του αμέσως με το χέρι, αποσώνει.
- ... πόσο καλά τραγουδάει ο ερίφης, τζάνουμ.
Αγαπώ πολύ τη Σταμπούλ.
Και καθώς ήμουνα κείνο το βράδυ καθισμένος και ρουφούσα τον καφέ και το ναργιλέ μου, ακούω ξαφνικά πίσω μου.
- Αμάν μπρε!
Θαρρείτε πώς τινάχτηκα. Όχι. Μα ή τριχιά μου σηκώθηκε, καθώς σκαντζόχοιρος, γιατί 'ταν ο Παμεινώντας που αναστέναξε. .
Στεκόταν ορθός, με τον ένα ώμο στηριγμένο στον παραστάτη μιας πόρτας ανοιχτής. Ένας Νώντας ξουρισμένος, ρυτιδωμένος, κουρελιασμένος καθώς οι αλήτες πού κοιμούνται κάτω απ' τις  
γέφυρες. Ασκούφωτος, με το 'να χέρι στην τσέπη, με τ' άλλο παίζoντας ένα κομπολόι, κοιτούσε ίσια μπρος του στο άπειρο.
- Αμάν μπρε.
- Νώντα, έσκουξα παρατώντας το μαρκούτσι.
Γύρισε αργά το κεφάλι του, μ' αναγνώρισε και μ' είδε μ' ένα ύφος σα να 'χαμε χωρίσει ήσυχα, χτες μόλις.
- Α, εσύ 'σαι, Μάρκο.
'Έπεσα πάνω του.
- Η Νεραντζούλα, πού είναι ή Νεραντζούλα;
- Να, έκανε με ηλίθιο γέλιο' τη λες ακόμα Νεραντζούλα. Είναι κει μέσα μα δεν τη λένε πια παρά Ανικούστα «τώρα».
Αυτό το «τώρα», ζύγιαζε πιο βαριά παρά χίλιες κρεμάλες.
- Με ποιον μιλάς, Παμεινώντα, αντήχησε πίσω μου μιά φωνή τόσο γνωστή που τα πόδια μου ζορίστηκαν για να με βαστάξουν και τόσο σκοτεινή απ' το «τώρα» τού Νώντα, που δε μπορούσα να 
φύγω, να φύγω, να μην ξαναδώ τη Σταμπούλ που τόσο αγαπούσα.
Η Ανικούστα φάνηκε και εγώ ξανάπεσα στο κάθισμά μου.
Είχε ζήσει. Αυτό μονάχα μπόρεσα να δω με μια ματιά, γιατί, βλέποντάς με τής ξέφυγε μια κραυγή και χύθηκε μέσα.
Πήγα καθώς αυτόματο να τη βρω εκεί που έκλαιγε με το πρόσωπο χωμένο μες στις παλάμες, ξαπλωμένη πάνω στο «κρεβάτι τής δουλειάς της».
- Είναι αλήθεια πως αυτός πέθανε; έσκουζε με το κεφάλι βυθισμένο στο προσκέφαλο.
- Πέθανε, Ανήκουστα. Μια μονάχα φορά αυτός.

Στο ξενοδοχείο, στο θλιβερό μου δωμάτιο, δε μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη νύχτα. Τα λόγια της Νεραντζούλας που μου μίλησε για το Νώντα, μου 'ρχονταν στο νου ακατάπαυτα.
«Δεν πλάγιασε ποτές μαζί μου και σκέφτεται πάντα πώς να με υπερασπίσει να μην πηγαίνω με τούς πελάτες. Μα, καθώς δεν είχε πια λεφτά να πλερώσει την τσατσά, όπως στη Βράιλα, του 
δίνω εγώ. Τον αφήνουμε, βέβαια, να πιστεύει πως μ' εμποδίζει να κάνω το κακό, όπως λέει, μα δε μπορώ να κάμω ό,τι θέλω γιατί δε βλέπει πια τίποτες, τόσο έγινε ηλίθιος, με το αιώνιό του 
«αμάν μπρε».

Ο Νώντας είχε γίνει ηλίθιος έλεγε ή όμορφή μας Νεραντζούλα.
- 'Αμάν μπρέ, είπα κι εγώ. Σταμπούλ... Σταμπούλ... της είχα υποσχεθεί, αφού μού το ζήτησε, να πάω την άλλη μέρα το πρωί, μόλο πού είχα πάρει την απόφαση να φύγω και να μην τούς 
ξαναδώ. Μα το πρωί, δεν ξέρω τι τρομερή και δαιμονική 
θέληση μ' έκαμε να κοιμηθώ και να ξαναξυπνήσω, παρά απ' τούς απανωτούς χτύπους, πού βαρούσαν την πόρτα μου. ?νοιξα ή Ανικούστα κι ό Νώντας.
Πώς με ξετρύπωσαν δεν ξέρω. Μα δεν ήταν και τόσο δύσκολο γιατί έμενα κοντά τους, εκεί στο Γαλατά.
- Έτσι το κάνουν, έ; ξεφώνησε αυτή ν' ακούσει όλο το . σπίτι. Όλη τη νύχτα, λοιπόν, γύριζες.
Ντύθηκα και βγήκαμε απ' το ξενοδοχείο. Όξω ή Ανικούστα θέλησε με κάθε τρόπο να με σεργιανήσει στην Πόλη.
?φησα να με σέρνουν καθώς πρόβατο πού πάνε στο σφαγείο, χωρίς ν' ακούω και να βλέπω τίποτες, παρά το Νώντα με τα κυριακάτικά του, πoυ κινούσε ολονών την προσοχή, με το ύφος 
συνταξιούχου, με τη βουβαμάρα και το ηλίθιο γέλιο του.
Μία φορά μονάχα άνοιξε το στόμα του, πάνω στο τραπέζι, για να σκούξει όπως ό γάιδαρος.
- Μάρκο, δεν είναι γκιουζέλ ή Ανικούστα;
- Ναι, φίλε μου' μα σιωπά.
- Γιατί τού κάνεις αυτή την παρατήρηση; μού θύμωσε ή Νεραντζούλα. Μ' αγαπά τόσο ό άμοιρος.
- Το βλέπω, γι' αυτό τού λέω να μην το φωνάζει τόσο δυνατά. Αυτό θα μπορούσε να ξαφνιάσει τούς ανθρώπους.

Και τέλος, να 'μαστε στα χείλια τού κακού, εκεί πού μέλλονταν να πάρει τέλος ή θέληση της μοίρας. .
- Έλα, Μάρκο, μού 'πε κείνη. Θα κάνουμε μια βαρκάδα στο Βόσπορο είναι τόσο ωραία τη νύχτα.
Δέχτηκα αμέσως τόσο φοβόμουνα μη θελήσει να πάμε σε κανένα θέαμα. Μπήκαμε μέσα χωρίς βαρκάρη. Εγώ τραβούσα κουπί.
Ο Βόσπορος ήταν γαλήνιος σα νεκροταφείο. Στο Χρυσούν Κέρας μικρά φωσάκια φεγγίζανε καθώς ρυτιδωμένες ψυχές. Λίγες φωνές. Καθόλου τραγούδια. Κανείς στεναγμός.
Πήγαμε μακριά, σιωπηλοί. 'Ήταν καθισμένοι οι δυο τους στην πλώρη, αγκαλιασμένοι. Ό Νώντας την έσφιγγε δυνατά απ' τη μέση, την έσφιγγε...
Μόλις και ξεχώριζα τα πρόσωπά τους.
- Μάρκο, έκανε κείνη, θυμάσαι τούτο το τραγούδι;

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι Νεραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή.
Πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες Νεραντζούλα φουντωτή...

- Αμάν μπρέ, έσκουξα. Βοήθεια...
Μα γύρω μας δεν ήταν ψυχή ζωντανή πίσσα ατέλειωτη και μακριά φωσάκια.
- Γιατί, βοήθεια, Μάρκο, ξαφνιάστηκε και σηκώθηκε, είμαι σίγουρος να 'ρθει να με φιλήσει.
Δεν έκανε παρά ένα βήμα μες στη βάρκα.
Μ' ένα κίνημα τού χεριού, σαν το θεριστή, ο Παμεινώντας της έζωσε τη μέση και χάθηκε μαζί της στη μαύρη πήχτρα.
Φρόντισε να μην ξανανεβεί και να χαρεί μονάχος την εκλεκτή της καρδιάς του.

---------------------------------
«Νεραντζούλα», Παναΐτ Ιστράτι
μτφ. Π. Σιλβάνου,
εκδ. οίκος “Ο ΟΜΗΡΟΣ”, Αθήνα 1931

 



20ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2034