Η άλλη πλευρά του Αιγαίου – τα κιουτσέκια
Ημερομηνία Monday, June 23 @ 17:18:58 UTC
Θέμα Νησιά


Του Ηλία Πετρόπουλου

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε στην γλώσσα μας ή λέξη κιουτσέκι, που, χάρη στην άγρυπνη φροντίδα των πανεπιστημιακών καθαρμάτων, εξηφανίσθη διά παντός από το πεδίον της έρευνας και από τα λεξικά μας. 'Έτσι, αν σήμερα ένας φοιτητής θελήσει να μελετήσει το θέμα, δεν θα ανακαλύψει πουθενά την λέξη κιουτσέκι. Αλλά, εμείς οι παλιόγεροι, ξέρουμε πώς ο Βελή-πασάς, γιος του Αλή-πασά, γούσταρε περισσότερο τα κιουτσέκια από τις πανέμορφες οδαλίσκες του χαρεμιού του.
Συνήθως, χρησιμοποιούσαν την λέξη κιουτσέκι στον πληθυντικό, γιατί τα κιουτσέκια, έκαναν τις εμφανίσεις τους ομαδικώς. Η λέξη κιουτσέκι προήλθε από το τούρκικο kosek, που, σύμφωνα με τα σύγχρονα σεμνόπρεπα τουρκικά λεξικά σημαίνει: χορευτής, νεαρός χορευτής, μικρός, μικρό ζωάκι, καμηλόπουλο. Το μικρό καμηλάκι το λέγανε και kosek. Κάποια παλιότερα τούρκικα λεξικά προσδιορίζουν πώς, λέγανε kosek τον χορευτή που ήτανε ντυμένος με γυναικεία ρούχα. Ωστόσο, ορισμένα τουρκο-ελληνικά λεξικά εμφανίζονται κάπως πιο τολμηρά. Λόγου-χάρη, ο Αβρ. Μαλιάκας στο δικό του λεξικό (Κωνσταντινούπολις, 1876) γράφει: κιοτσέκι, χορευτής ωραίος διά των χαριεντισμών αυτού [με δασεία] εις διασκέδασιν συντελών, νεογνόν καμήλου. Ο ίδιος προσθέτει και την (προφανώς, οσμανλίδικη) λέξη κιουδέκι: παιδίον, δούλος  ή υπηρέτης νεαρός.

Λέγανε κιουτσέκια τα μειράκια, ή τους ακόμη αγένειους έφηβους, που χορεύανε φορώντας κατακόκκινα γυναικεία φουστάνια και φανταχτερά διαδήματα. Τα κιουτσέκια χόρευαν σε σαράγια και σε καφενέδες, συνήθως ενώπιον μόνον ανδρών. Τα κιουτσέκια χόρευαν διάφορους θηλυπρεπείς χορούς, όπως το τσιφτετέλι και, κυρίως, τον κατ' εξοχήν δικό τους χορό, το kocekce. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήξερε το κοτσέκικο κούρντισμα, όμως οι φλύαροι νεομαρξιστές ρεμπετολόγοι μας δεν έψαξαν να βρουν περί τίνος πρόκειται. Κατά την διάρκεια αυτών των χορών, τα κιουτσέκια έριχναν πυριφλεγείς ματιές προς την μεριά των θεατών, που αποθαύμαζαν τα καυλιάρικα κουνήματά τους. Και, φυσικά, μετά τις χορευτικές επιδείξεις, οι θαυμαστές που διέθεταν το σχετικό παραδάκι καταγαμούσαν τα κιουτσέκια. Γιαυτό, η λέξη kocek (εκτός από μικρός χορευτής και καμηλόπουλο) εσήμαινε και πουστράκι. Ο συσχετισμός ανάμεσα στο πουλαράκι και στον θηλυπρεπή νεαρό είναι γνωστός και άλλοθεν: η γαλλική λέξη giton δηλώνει, αφ' ενός, το μουλαράκι, και, αφ' ετέρου, τον πουσταράκο. Ο θεσμός των θηλυπρεπών χορευτών, ξεκινώντας από την Ινδία και Περσία, και ξεπερνώντας τα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Ισλάμ και της Οσμανλίδικης Αυτοκρατορίας, απλώθηκε από το Μαγρέμπ ως τα Βαλκάνια κι από την Αίγυπτο ως την τουρκόφωνη Κεντρώα Ασία. Η τούρκικη λέξη kocek προήλθε από το ταυτόσημο περσικό kucek, που αντανακλά το ινδικό κατσάκ. Στην Ινδία τα κατσάκ φοράγανε (και φοράνε) κατακόκκινη ενδυμασία και χορεύανε θηλυπρεπείς χορούς. Σημειωτέον ότι, τα κιουτσέκια χόρευαν υπό τους ήχους μιας μικρής ορχήστρας, αποτελούμενης επίσης από αγένεια κιουτσέκια, ενώ κάποια άλλα κιουτσέκια είχανε ειδικευτεί στο τραγούδημα. Η παράδοση συνεχίζει στην σημερινή Τουρκία, όπου αρκετοί διάσημοι τραγουδιστές είναι συνάμα και διάσημοι πούστηδες. Τούς είδα και τους άκουσα στο Βερολίνο...

Στα τούρκικα ο χορευτής λέγεται rαkkαs και η χορεύτρια rαkkαsse.
Η λέξη rαkkαs δηλώνει και το εκκρεμές των ρολογιών του τοίχου. Ο χορός (και η αιώρηση) ονομάζεται rakιs. Η τούρκικη λέξη horα (από το ελληνικό χορός) σημαίνει: ομαδικός χορός.

Αποδώ προήλθε η νεοελληνική λέξη χόρα, που επέζησε ως την εποχή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι τούρκοι της Μαύρης Θάλασσας χρησιμοποιούσαν και τον τύπο horon που, μάλλον, προήλθε από τον ποντιακό χορόν. Κάτω από τις λέξεις horα και horon κρύβονται πολλοί λαϊκοί χοροί ποντιακής και λαζικής καταγωγής.
Κοντά στις λέξεις kocek / κιουτσέκι στέκουν κάποιες σχεδόν ομόηχες λέξεις, που μπερδεύουν αρκούντως τα πράματα. Η πολυσήμαντη τουρκική λέξη kostek (αλυσίδα ρολογιού, εμπόδιο, πέδη για τα ζώα που βόσκουν, σχοινί στα πόδια αλόγων για να μάθουν ένα ειδικό βάδην) μας έδοσε την νεοελληνική λέξη κιουστέκι (ή κουστέκι), που ο Βλαστός κατέγραψε δίχως να ξέρει το περιεχόμενό της. Κιουστέκια λέγανε εκείνες τις πολλαπλές αλυσίδες που κρεμάγανε, χιαστί, στο στήθος, τα παλικάρια του 1821 (μαζί με άλλα κοσμήματα, φλουριά και τιτριμίδια). Η τούρκικη λέξη kucuk σημαίνει: μικρός το μέγεθος, μικρός στην ηλικία. Η λέξη kucuk διαθέτει πλείστα απλά ή σύνθετα παράγωγα. Από το kucuk προέρχονται τα νεοελληνικά κούτσικος και κιουτσούκι (μικρός, πιτσιρίκι, ασήμαντος), καθώς και το επίθετο Κουτσούκος. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης δέχεται την καταγωγή του επωνύμου Κουτσούκος από το kucuk [sic, αντί kucuk]. Την ίδια καταγωγή από το kucuk [πάλι sic] δέχεται και ο Βάσος Η. Βογιατζόγλου για μία σειρά επώνυμα της Μικράς  Ασίας: Κουτσούκος Κουτσούκης, Κουτσουκέλλης κ.ά. Εξάλλου, ο Δημήτρης Τομπαΐδης, στα Ελληνικά επώνυμα τουρκικής προέλευσης (1990), αποδίδει το οικογενειακό όνομα Κιοτσέκογλου στην λέξη kocek, που ερμηνεύει με τον αδόκιμο γελοίο χαρακτηρισμό: μικροχορευτής. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τομπαΐδης αποδεικνύει πως δεν ξέρει ελληνικά...

Ο Νικόλαος Πολίτης, στον πρώτο τόμο των Παροιμιών (1899), εδημοσίευσε την δυσεξήγητη παροιμία: Η αάς κκιοστέκια θέλει (τουτέστιν, ο αγάς θέλει κιουστέκια). Ο Πολίτης, αγνοώντας το πολυσήμαντο των λέξεων kostek / κιουστέκι, δίνει στην παροιμία (ίσως, παροιμιόμυθο) μιαν ερμηνεία τραβηγμένη από τα μαλλιά:
τούρκος τις εζήτησε πέδας ίππων (τουρκ. κιοστέκια), αλλά τους λόγους του προεστώτος του χωρίου, ανακοινούντος τούτο, παρενόησαν οι χωρικοί, υπολαβόντες ότι είναι τρελλός και θέλει δέσιμον. Η παροιμία αυτή, προερχόμενη εκ Λειβησίου (της Λυκίας), δεν αναφέρεται σε έναν οποιοδήποτε τουρκο, αλλά στον αγά κάποιου χωριού. Το 1961, η Καλλιόπη Μουσαίου-Μπουγιούκου ξαναπαρουσίασε την ίδια παροιμία, στο βιβλίο της Παροιμίες του Λιβισιού και της Μάκρης, ενισχυμένη με μιαν υποσημείωση, σύμφωνα με την οποία ο Μουσαίος (πρώτος συλλέκτης αυτής της λαϊκής έκφρασης) αφηγήθηκε ένα σχετικό ανέκδοτο, που, προφανώς, παρέσυρε τον Νικόλαο Πολίτη. Ωστόσο, ο προσεκτικός Στίλπων Κυριακίδης ανατρέπει τον Πολίτη, υποστηρίζοντας την εκδοχή ότι, ο αγάς απαιτούσε κοσμήματα. Η Καλλιόπη Μουσαίου-Μπουγιούκου, σαν βραβευμένη πανεπιστημιακή, δεν αποτόλμησε μία τομή στο αιωρούμενο πρόβλημα. Αυτό το λέω επειδή, ενδεχομένως, υφίσταται και μία τρίτη εκδοχή της παροιμίας: ο αγάς κιουτσέκια θέλει - ήτοι, ο μερακλής αγάς απαιτεί αγοράκια. Εδώ θα πρέπει να προσθέσω και τις τούρκικες λέξεις kucak (στήθος, κόρφος, βυζί, στεφάνι) και kic (πισινός, κωλομέρια, πίσω μέρος, πρύμνη), που δεν φαίνεται να περάσανε στα νεοελληνικά της κυρίως Ελλάδας.
Στα κυπριακά η λέξη κκιοστέκκιν σημαίνει: αλυσίδα, πέδη - ενώ το ρήμα κκιοστεκκιάζω σημαίνει: βάζω δεσμά, χειροπέδες (Κώστας Γιαγκουλλής, 1988).

Πίσω από τα κιουτσέκια είναι μισοκρυμένο το Ιδεώδες της Ομορφιάς, όπως αποκρυσταλλώνεται στην μορφή του αγένειoυ Εφήβου - ένα πανάρχαιο ιδεώδες που κυριαρχούσε στην Ανατολή επί αιώνες. Ο νεαρός παρέμενε ωραίος ωσότου εμφανιστεί στα μάγουλα ο ίουλος και στις γάμπες οι αγριότριχες. Στην αρχαία Αθήνα ο χιτωνίσκος των εφήβων έφτανε ως τα γόνατα. Οι σκληροί σατιρικοί της Ρώμης σαρκάζανε τους νεαρούς που ξυρίζανε τα πόδια τους. Οι μογγόλικες μινιατούρες της Ινδίας, καθώς και οι περσικές, προτείναν σαν πρότυπο τον όμορφο έφηβο με την λιγερή σιλουέτα. Η λύσσα των σοδομιστών του Βυζαντίου πέρασε στο Ισλάμ. Η γενειάδα ήτο προνόμιο των τούρκων, αλλά τα ιτς-όγλάνια του σουλτανικού σαραγιού ήσανε αγένεια. Οι γραικύλοι της Οσμανλίδικης Αυτοκρατορίας εμφανίζονται υποχρεωτικώς ξυρισμένοι. Ελάχιστοι καπετάνιοι του 1821 είχανε γενειάδα, κι αυτό ήτο, αυτόχρημα, σημάδι ανταρσίας. Όλοι οι ξένοι περιηγητές μιλάνε με φρίκη για τους τούρκους κολομπαράδες. Γιαυτό οι νεοέλληνες έλεγαν: τούρκον φίλευε και κώλον φύλαγε. Η μεγάλη παράδοση των σοδομιστών ποιητών της περσικής και της αραβικής σχολής συνεχίστηκε στην αυλική ποίηση της Σουλτανικής Τουρκίας. Και συνεχίζεται ακόμη σήμερα. Αντίστοιχα φαινόμενα διολισθαίνουν στην σύγχρονη Ελλάδα, αλλά κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε. Στις φυλακές μας, μόλις σκάσει μύτη κάνας ωραίος νεαρός, οι βετεράνοι κατάδικοι σχολιάζουν: ανώτερος κι από γκόμινα! ?λλωστε, από την ανθούσα πιάτσα των εκδιδομένων πούστηδων και λοιπών τραβεστί, αποδεικνύεται ότι, πλείστοι συμπατριώτες μας τους προτιμούν από τις γυναίκες.

Τα όσα αφηγήθηκα ενισχύονται από την εικονογράφηση βιβλίων διαφόρων ταξιδιωτών, από το περιεχόμενο πινάκων ζωγραφικής των λεγομένων orientalistes, και, από τις άφθονες μινιατούρες της Ινδίας, της Περσίας και των άλλων μουσουλμανικών χωρών.

Για μας τους νεοέλληνες, έχουν μιαν ειδικότερη αξία οι μινιατούρες των καλλιτεχνών της Σουλτανικής Αυλής -κυρίως, του μεγάλου ζωγράφου και ποιητή Levni (πέθανε το 1732)- που βρίσκονται στην μυθική βιβλιοθήκη του Αχμέντ ΠΙ, στο Τόπ-Καπού. Ήδη, το 1960, δημοσιεύτηκε στο Τόκιο ένα λεύκωμα με άγνωστες τούρκικες μινιατούρες. Οι περισσότεροι ξένοι ταξιδιώτες (άλλοι ήσανε έμποροι και άλλοι κατάσκοποι των βασιλιάδων της Ευρώπης) έγραψαν για την Ανατολή με ακρίβεια και σεμνότητα, αλλά ο καλύτερός τους παραμένει ο Μάρκο Πόλο. Οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες και ζωγράφοι είδαν, και εξακολουθούν να βλέπουν, την Ανατολή υπό το πρίσμα του εξωτισμού. Για τους φτωχομπινέδες ευρωπαίους οι άνθρωποι της Ανατολής είναι απολίτιστοι, είναι βάρβαροι. Όμως, όταν ό πρεσβευτής της Περσίας έφτασε στο Λονδίνο, οι άγγλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα μπρος στις πολυτελείς ενδυμασίες των επισκεπτών τους (εξαιτίας των οποίων καθιερώθηκε η μόδα της λευκής ρεδιγκότας). Και όταν έφτασε στο Παρίσι ο πρεσβευτής του σουλτάνου, με βαρύτιμα δώρα, οι καραγκιόζηδες του εισέτι ανήλικου Βασιλέως Ηλίου (σκατά!) έκαναν δουλοπρεπέστατες κωλοτούμπες. Σημειωτέον  ότι, οι περήφανοι πέρσες και τούρκοι αξιωματούχοι αρνήθηκαν να βγάλουν τα σαρίκια τους μπρος στους ευρωπαίους βασιλιάδες. Δεν παρέλειψαν, ωστόσο, να γαμήσουν όλα τα πουσταρέλια, που κυκλοφορούσαν στα πάρκα των εκεί ανακτόρων. Σώθηκαν, σχετικώς, αρκετά ντοκουμέντα...

Οι orientalistes ζωγράφοι αποτύπωσαν αυτό που έβλεπαν και, ενίοτε, αυτό που νόμιζαν πως έβλεπαν. Οι ψυχασθενείς σύγχρονοι νεοέλληνες μελετητές αναδημοσιεύουν (με εθνικόν ρίγος!) διάφορα έργα κάποιων orientalistes με θέμα τους αγωνιστές του 1821. Αλλά, σχεδόν όλ' αυτά τα έργα ζωγραφικής έγιναν πολύ αργότερα, βάσει σκαριφημάτων αγνώστων σκιτσογράφων, είτε βάσει αγορασμένων εθνικών ενδυμασιών που τις φοράγανε αλλοδαποί φίλοι (ή πληρωμένα μοντέλα) των καλλιτεχνών.

Τα μεγάλα ταμπού της Ανατολής ήσανε το χαρέμι και το χαμάμι. Πλείστοι όσοι orientalistes ζωγράφισαν χαρέμια και χαμάμια.
Πρόκειται για την μεγίστη καλλιτεχνική απάτη των orientalistes.
Ουδείς ευρωπαίος ζωγράφος είδε ποτέ του οδαλίσκες σε χαρέμι.

Ουδείς ευρωπαίος ζωγράφος κατάφερε να μπει σε γυναικείο χαμάμι. Η αραβική λέξη χαρέμ σημαίνει: απαγορευμένο (αρχικώς, το απαγορευμένο μέρος της σκηνής, όπου ζούσαν κρυμένες οι γυναίκες). Μπρος στο κάθε παλάτι-χαρέμι των πλουσίων μουσουλμάνων φύλαγε ένας καβάσης (αρβανίτης, ή μαυριτανός), που έκοβε, επί τόπου, με την χαντσάρα του, το κεφάλι του κάθε ανόητου που κοντοστεκότανε, κοιτάζοντας τα σαχνισιά με τα πυκνά καφάσια του γυναικωνίτη. Η αξιοθαύμαστη Lady Mary Montagu κατάφερε να μπει σε χαρέμι χάρη στην υποστήριξη της βαλιντέ-σουλτάνας. Οι orientalistes ζωγράφοι αντιμετώπισαν την απόλυτη απαγόρευση (του διπλού ταμπού χαρέμι / χαμάμι) με μία μαλαγανιά. Πρώτα-πρώτα, αποτύπωναν διάφορους οντάδες και σαλόνια άδειων χαρεμιών, και, μετά, εμπλούτιζαν αυτές τις εικόνες με γυμνές, ημίγυμνες ή ντυμένες οδαλίσκες και δούλες. Φυσικά, από την πλαστή θεματολογία δεν έλειψαν κάποια αναπόφευκτα λάθη: π.χ. σε ένα ταμπλό παρουσιάζεται, μεταξύ άλλων, ένας ευνούχος με μαύρη γενειάδα [!]. Το θέμα του γυναικείου χαμάμ αποδόθηκε με παρόμοια τακτική: ζωγράφιζαν άδεια χαμάμια, και, ύστερα, προσθέταν γυμνές οδαλίσκες με ψηλές γαλέντζες, καθώς και χαμαμτζούδες να τρίβουν ξαπλωμένες γυναίκες.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι orientalistes ζωγράφοι επανήλθαν στο προσκήνιο. Βρήκαν αρκετά λευκώματα με άθλιες εισαγωγές και λανθασμένες λεζάντες, γραμμένες από διάφορους αυτοτιτλοφορούμενους ανατολιστές. Αυτά τα ξόανα γράφουν ό,τι τούς κατέβη. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που ένας πίνακας ζωγραφικής παρουσιάζει ένα κιουτσέκι (ντυμένο στα κατακόκκινα) ο ευρωπαίος δήθεν-ανατολιστής προσθέτει την λεζάντα: ανατολίτισα χορεύτρια [sic]. Κι έτσι συμβαίνει πάντοτε, αφού οι δήθεν-σπεσιαλίστες δεν υποψιάζονται πως πρόκειται για ένα αγοράκι. Αυτή την τερατώδη γκάφα δεν την απόφυγε ούτε η Wiebke Walther, στην (πλούσια εικονογραφημένη) μελέτη της Die Frau im Islαm, που εκδόθηκε το 1980 στην Λιψία (της Ανατολικής Γερμανίας, παρακαλώ). Η Walther είναι μία εξαιρετικής σοβαρότητας ισλαμολόγος, που -υπό κομουνιστικό καθεστώς- αποτόλμησε να γράψει για την εσωτερική ζωή των χαρεμιών που τα μάστιζε ο σαπφικός έρωτας, για τους άραβες ποιητές που υμνούσαν τα αγοράκια, για τους χαλίφηδες που προτιμούσαν τους νεαρούς ευνούχους, και άλλα πολλά. Όμως, η Wiebke Walther αρνήθηκε να δει και να σχολιάσει τα πολλά κιουτσέκια που παρελαύνουν στις μινιατούρες που η ίδια επικαλέστηκε.

Αφήνοντας κατά μέρος τους αδαείς ευρωπαίους στρέφομαι προς την σύγχρονη τουρκική βιβλιογραφία. Ο καθηγητής Metin And μιλάει, επαρκέστατα, για τα κιουτσέκια στην μελέτη του Α Ρίctoriαl History  of Turkish Dαncing (Ankara, 1976). O Metin And είναι λιγάκι γνωστός στην Ελλάδα από την εργασία του για το Θέατρο Σκιών της Τουρκίας. Εδημοσίευσα αρκετά γιαυτόν στο βιβλίο μου Υπόκοσμος και καραγκιόζης. O Metin And, στην προαναφερθείσα μελέτη του, αφιερώνει ουκ ολίγες σελίδες στα σινάφια των επαγγελματιών χορευτών του παλιού καιρού, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόντουσαν και τα κιουτσέκια. Αρχικώς, o θηλυπρεπής χορευτής, ή η ορχηστρίς, λεγότανε cengi. Αργότερα, η λέξη cengi εδήλωνε την χορεύτρια. Οι χορεύτριες δούλευαν σαν γκρούπ (cengikolu). Παρομοίως και τα κιουτσέκια. Οι χορευτές παρουσιαζότανε σε επίσημες σουλτανικές γιορτές (π.χ. στο Ατ-Μεϊντάν), στα σαράγια, σε γάμους, σε καφενέδες, σε ταβέρνες. Για τις κομπανίες (kol) των θηλυπρεπών χορευτών έγραψε και ο Evliya, που, άλλωστε, ήτο ένθερμος κολομπαράς. Το 1803-1804 τουλάχιστον εξακόσια κιουτσέκια επιδείκνυαν το ταλέντο τους στις ταβέρνες της Πόλης.

Ο Metin And περιγράφει λεπτομερώς τα κουστούμια των κιουτσεκιών, τα όργανα που έπαιζαν (ζίλια), και τους αισχρούς χορούς που χόρευαν. Εννοείται πως, οι χοροί των κιουτσεκιών συνοδευόντουσαν από χυδαία επιφωνήματα των θεατών. Επικεφαλής σε κάθε kol ήτανε ό kolbasi που έκλεινε τις συμφωνίες και φρόντιζε για τις ανάγκες του γκρουπ. Φυσικά, το kol ήταν πλαισιωμένο από τροφοδότες, μακιγιέρ και νταβατζήδες. Και φαίνεται πως, στο παιχνίδι έπαιρναν μέρος και οι καπανταήδες γενίτσαροι - αυτό εικάζεται από κάποιες σχετικές απαγορεύσεις. Ο Metin And παραθέτει διάφορες άλλες λεπτομέρειες για τα κιουτσέκια και τις χορεύτριες.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ στο θέμα της οριζόντιας εργασίας των μεν και των δε. Οσο για τις χορεύτριες ήσανε, επίσης, δεινές τζιβιτζιλούδες (λεσβίες). Οι μουσουλμάνοι δεν καταντούσαν ποτέ κιουτσέκια. Τα κιουτσέκια ήσανε ελληνόπουλα, ή εβραιάκια, ή αρμενάκια. Πολλά κιουτσέκια κατάγονταν από τη Μυτιλήνη.

Όταν ο Metin And εδημοσίευσε, προ εικοσιπενταετίας, το εικονογραφημένο βιβλίο του για τούς χορούς, δεν υφίστατο η τουρκική έκδοση του μεγάλου Lαrousse (1995), που είναι εκτενώς συμπληρωμένη από ένα επιτελείο τούρκων συγγραφέων. Σ’ αυτό το επιτελείο χρωστάμε το ολοσέλιδο λήμμα kocek, όπου ανακαλύπτεις πολύτιμες πληροφορίες για τους θηλυπρεπείς χορευτές της Οθομανικής Αυτοκρατορίας, από την αρχική παρουσία τους ως το 1857, οπότε απαγορευτήκαν οι δημοφιλείς εμφανίσεις τους.

Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να τονίσω ότι, ο Metin And ενώ μίλησε αρκούντως για τα kocekΙer (πληθυντικός του kocek), έδειξε μιαν απαράδεκτη εθνικιστική στάση κάθε φορά που παρουσίασε ένα μη-τουρκικό θέμα. Έτσι π.χ. απέφευγε συστηματικώς να κατονομάσει τούς λαζούς χορευτές της περιοχής Τραπεζούντας, καθώς και τα γκρουπ των γεωργιανών και καυκάσιων χορευτών, απέκρυψε αναιδώς την εθνικότητα των ελλήνων που χορεύουν κυκλικούς ομαδικούς χορούς (γκραβούρες 78, 79, 80), και χαρακτήρισε τούς ζεϊμπέκηδες με την ηλίθια λεζάντα: τούρκοι στρατιώτες [sic]. Επιπλέον, ο Metin And προσέθεσε, αναιτίως και αυθαιρέτως, την φωτογραφία ενός χιτίτικου αναγλύφου. Ο Metin And θα πρέπει να μάθει, άπαξ δια παντός, ότι οι λαζοί, οι γεωργιανοί, οι αρμένηδες, οι πέρσες, οι κούρδοι, οι καυκάσιοι, οι τσερκέζοι, οι έλληνες, οι χαλδαίοι, οι ζεϊμπέκηδες κτλ. ούτε ήσανε, ούτε είναι τούρκοι. Όσο για τους χιτίτες (όπως όλοι οι γηγενείς λαοί της Μικράς Ασίας) προϋπήρξαν των τούρκων τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια. Αυτή την απώτερη εποχή οι τούρκικες φυλές βρισκόντουσαν ακόμη στα βάθη της Κεντρώας Ασίας. Ο Metin And επικαλέσθηκε σχετικώς κάποιους ευρωπαίους ταξιδιώτες, καθώς και τον Evliya, αλλά απέφευγε τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα...
Έγραψα βιαστικά αυτό το άρθρο μόνον για τους φοιτητές μας, με την ελπίδα πως κάποιος από δαύτους θα μελετήσει, στα σοβαρά, το κοινωνικό (επαγγελματικό και, συνάμα, ομοσεξουαλικό) πρόβλημα που θέτουν τα κιουτσέκια. Οι φοιτητές μας δεν πρέπει να χάφτουν τις εθνικιστικές μπούρδες των καθαρμάτων, που εν Ελλάδι αποκαλούνται καθηγητές πανεπιστημίων. Στην χώρα μας τα πανεπιστήμια υφίστανται για να αποτυφλώνουν τους νέους. Κάνω αυτή την θλιβερή διαπίστωση ξέροντας πως, από τους παλιότερους πανεπιστημιακούς ελάχιστοι απέδειξαν την αξιοπρέπειά τους (πρώτος και καλύτερος ο Κώστας Βεργόπουλος), ενώ, ανάμεσα στην τελευταία γενιά των ακαδημαϊκών μας επιστημόνων, μόλις και διαφαίνονται λίγοι έντιμοι και θαρραλέοι Εργάτες του Πνεύματος.

Παρίσι, 12-14 Δεκεμβρίου 2000. Πρώτη δημοσίευση.
Ηλία Πετρόπουλου, ο κουραδοκόφτης, εκδ. Νεφέλη, 2002

 



20ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2031