Π Ρ Ι Α Π Ε Ι Α, του Μιχαήλ Σ. Λελέκου
Ημερομηνία Monday, June 23 @ 15:39:37 UTC
Θέμα Νησιά


1*

Επέμψαμε το Γιώργο μας να πάει ν’ αλέσει νάρθει.
Βρίσκει το μύλο σφαλιστό και τα κλειδιά παρμένα
και τα παρεθυράκια του σφιχτά μαγγανωμένα.
Δίνει της πόρτας μια κλωτσιά κι ανοίγει μπαίνει μέσα.
Κουκί κουκί το μάζωνε ως τη μεγάλη Πέφτη
και τρεις κοκόρους φόρτωσε στο ρέμα κατεβαίνει.
Τρεις τούρκοι τον επιάσανε του πήρανε τ’ αλέβρι.
Τούρκοι τ’ αλέβρι πάρτε το μα τα σακιά μου δόστε.
Παίρνουν ξυλοφορτώνουν τον στη μάνα του παγαίνει.
Καλόστονε το Γιώργο μας που ήφερε την πίτα.
Μάνα μ τ’ αλέβρι πήραν το την πίτα τί γυρέβεις;
Και παίρνει το σκορδόγουδο του φέρνει πέντε δέκα
την κεφαλή τού έσπασε και γύρεβε γυναίκα,
γυναίκα για να γιατρευτεί γυναίκα για να γιάνει.
Απέθανεν ο Γιώργος μας τ’ όμορφο παληκάρι
η μάνα παίρνει τα κεριά και η αδερφή λιβάνι
και παν να τόνε θάψουνε τον άμοιρο το Γιώργο.

* Το γύρισμα: «Και ωχ, ωχ, ωχώ»

2

Ο Γιάνος μας αλώνιζε μπρουτά τον Αλωνάρη?
αλώνιζε ξαλώνιζε και κάνει τρία κουβέλια.
Τόνα το χρώσταε δανεικό τ’ άλο το πήρε ο τούρκος
το ένα που τ’ απόμεινε το παίρνει πάει στο μύλο.
Βρίσκει το μύλο χάρβαλο και το νερό κομένο.
Ο' σο να βάλει το νερό να ξεκινήσει ο μύλος,
ποντίκια τοιμαστήκανε του τρώνε τα σακούλια.
Ο' σο να βρει τα ράματα να ράψει τα σακούλια,
οι λύκοι τοιμαστήκανε του τρώνε τη γαϊδούρα.
Βάνει τα χέρια σταβρωτά στο σπίτι του πηγαίνει•
η γυναίκα του τον καρτερεί από μακριά στο δρόμο
Καλό στο Γιάνο πόρχεται, φέρνει μυλοκουλούρα.
Σκατά κουλούρα φέρνω γω, μούφαγαν τη γαϊδούρα
Παίρνει το σκορδοκόπανο του κόβει πέντε δέκα.

Μωρ αν πεθάνω θάψτε με στα δίστρατα στη μέση
κι αφήστε την κουκουναριά απέξω από το μνήμα
για να περνάει συμπεθεριό να κάτσει η νύφη απάνω
μα πέρασαν τρεις καλογριές κ έκατσε η μία απάνω.
Ο θεός σχωρέσαι Γιάνο μου με την κουκουναριά σου
που θαραπέβεις καλογριές δροσίζεις και νυφάδες
θαράπαψες και μένανε, νάεισαι συχωρεμένος.
 


3

Στο βουνό θε ν’ ανεβώ να φτιάξω κήπο
κήπο και παράκηπο κι αριόν αμπέλι,
νάρχονται οι μελαχρινές κ οι μαβρομάτες
που μύρια ανάθεμά τες.
Τσικουδιέ κι αμπελουργέ δόσμου σταφύλι
και φίλιε με στ αχείλι.

Βγάλ τα πασουμάκια σου κ έμπα κι ατή σου
που να κοπεί η ζωή σου.
Θέλεις μήλο κόψε φάε θέλεις κυδώνι
κανείς δε σε μαλώνει.
Θέλεις μήλο κόψε φάε θέλεις σταφύλι
θα σε φιλώ στ’ αχείλι.

Ω' στε να μπει κι ώστε να βγει η κόρη από τ’ αμπέλι
εβρέθη γκαστρωμένη.
Κ η μάνα τήνε ρωτάει κ η μάνα της τής λέει:

Τι έχει ν η κοιλίτσα σου οπού είναι φουσκωμένη
κόρη καταραμένη;

Πλατοκούκια φέρανε μάνα στο σκολειό μου
για το ριζικό μου
κι όλοι τα παστρέβανε κ εγώ τα έτρωγα τα
που μύρια ανάθεμα τα.

Τι έχει ν η ποδίτσα σου οπού είναι ματωμένη
κόρη καταραμένη;

Περιστεράκια φέρανε μάνα στο σκολειό μου
για το ριζικό μου
Κι όλοι τα εσφάζανε κ εγώ τα μάδαγά τα
που μύρια ανάθεματα.

Τί έχουν τα βυζάκια σου οπού τρέχουν γάλα
τ άσπρα και τα μεγάλα;

Ορφανούλι φέρανε μάνα στο σκολειό μου
για το ριζικό μου,
κι όλοι το χαϊδέβανε κ εγώ το βύζενα το
το μύρια ανάθεμα το,
 


4

Τσιουπανάκης είμουνα
είχα μια καλή κυρά
και μ’ αγάπαε πολλά.
Μούηφερε ψωμί στη στάνη
Αποκάτ’ απ’ το σφεντάμι.
Της σηκώνω το φουστάνι
σα μαβρόλαγος μου φάνη.
Πίσω μπρος της γονατίζω
την κομπούρα μου γιομίζω
και της δίνω μια στ’ ασκέλια
και λιγώθ’ από τα γέλια.

 

5*

Μία έμορφη κοπέλα
εις το σπίτι ενός παπά
για να την εξαγορέφσει
είχε πάει μια βραδιά.
Βλέποντας την τέτοια ωραία
λύπην έλαβ’ ο παπάς.

Τι γυρέβεις τέτοιαν ώρα
κορασίδα στον οντά ;

Δέσποτα μου να σ’ ορίσω
ήρθα να ξαγορεφτώ
να σου ειπώ τα κρίματα μου
τα’ ανομίες που βαστώ.

Ναι παιδί μου, πέτα όλα
κ έφσπλαχνος είναι ο θεός
συχωράει σε κ εμένα
που είμαι και πνεβματικός.

Μίαν ημέρα δέσποτά μου
εκαθόμουν μοναχή
κ ήρθε ο νιος που μ αγαπούσε
και μου πήρε ’να φιλί.


Το φιλί δεν είναι κρίμα
είναι πράμα φυσικό
ως κ εγώ θα σου το πάρω
που είμαι και πνεβματικός.

Δέσποτα μου να σ’ ορίσω
έκαμα κι άλλα πολλά
μα θωρώ το πρόσωπο σου
π’ άναψε σαν τη φωτιά.

Μη θωρείς το πρόσωπό μου
μόνο θώρει το κακό
που κυρίεψε το σώμα
και ζητεί ιατρικό.

Σώπα, σώπα δέσποτά μου
μη σ’ ακούσει η γειτονιά
και το πούνε του δεσπότη
και σου κόψει τα μαλλιά.

Τα μαλλιά μου κι αν μου κόψει
δε μου κόφτει τη ζωή
απ’ τα χέρια μου δε φέβγεις
κορασιά μου τρυφερή.

*Το γύρισμα: «ε ε ε τάλα τούμπλε τούμπλε»


6*

Κίνησ’ ένας καλόγερος
να πάει να ζεβγαρίσει.
Βάνει τον πούτσο του ζυγό
τ’ αρχίδια του δαμάλια.
κ’ η καλογριά ν’ αγνάντεβε
ψηλά στο παρεθύρι
και το στρατί στρατί έπιασε
τ’ άριον το μονοπάτι
κι απ’ αλάργα την χαιρετάει
κι από μακριά της λέει:

Ν απέξω πέρνα καλογριά
προγκάνε τα δαμάλια.

Κ εκείνη το παράκουσε
και από κοντά περνάει
και τα δαμάλια πρόγκηξαν
τσακίζουν το ζυγό του.
Μα πήγε και την άδραξε
μια σπρωχταριά της δίνει
και χάμω την ετέντωσε
και χάμω την τεντώνει
τα δυο της πόδια σήκωσε
κι από κοντά τής πέφτει
και το βρακί του έλυσε
τον πούτσο του πετάει
βαθιά της τον πατήκωσε
βαθιά τον πατηκώνει
κ’ εκείνη η μάβρη τούλεε
κ’ εκείνη η μάβρη λέει:

Σ’ εφχαριστώ καλόγερε
να είσαι βλογημένος.

*Το γύρισμα: «ωχ τον τρισκατάρατο ωχ τον εβλογημένο»

 


7

Καλόγερε μαλόγερε
στον οντά μου τ’ ήθελες;
Ξυλάκια σούηφερα κυρά μ
να προσανάψεις τη φωτιά μ.
Καλά ξυλάκια μούηφερες
στο κεφαλάκι μ τ’ ήθελες;
Φεσάκι σούηφερα κυρά
μα δε σου τόβαλα καλά.
Καλά φεσάκι μούηφερες
στα βυζάκια μ τ’ ήθελες;
Λεϊμόνια σούηφερα κυρά
μα δε σου τάτριψα καλα.
Καλά λεϊμόνια μούηφερες
στη μεσούλα μ τι ήθελες;
Ζουνάρι σούηφερα κυρά
μα δε σου τόζωσα καλά.
Καλά ζουνάρι μούηφερες
στα ποδαράκια μ τ’ ήθελες;
Παπούτσια σούηφερα κυρά
μα δε σου τάβαλα καλά.
Καλά παπούτσια μούηφερες
στη βρακοζώνα μ τ’ ήθελες;
Βρακοζωνίτσα σούηφερα
μα δε στην έβαλα καλά.
Βρακοζωνίτσα μούηφερες
στα σκελαράκια μ τ’ ήθελες;
Λαγός μού κρύφτηκε κυρά
και ήφερα τα λαγωνικά


8

Πέντε δέκα παπαδιές
κι άλλες τόσες καλογριές
στα βαμπάκια πήγαιναν
για να τα σκαλίσουνε
να τα βοτανίσουνε.
Δίψασε μια καλογριά
πάησε να πιει νερό
κ ήβρε το νερό ζεστό
το ποτάμι σιγανό.
Μια της άλλης έλεγε:
Παμ να κολυμπήσουμε
να δροσολογήσουμε
που είναι το νερό ζεστό
το ποτάμι σιγανό;
Όλες συμφωνήσανε
για να κολυμπήσουνε.
Βγάλαν τα ρασάκια τους
τα ποκαμισάκια τους
και τα καμπηλάφκια τους
κι όλες μέσα μπήκανε
για να κολυμπήσουνε.
Κολυμπώντας με χαρά
στα καθάρια τα νερά
κ ένας νιος καλόγερος
τες επαραμόνεβε
πίσω από τον πλάτανο.
Πήρε τα ρασάκια τους
τα ποκαμισάκια τους
και τα καμπηλάφκια τους.
Κει που κολυμπούσανε
τον παρακαλούσανε
λέγοντάς του καθεμιά
από μες απ’ τα νερά:
Δόμας τα Γεράσιμε
τα ποκαμισάκια μας
και τα καμπηλάφκια μας.
Κι ο Γεράσιμος γελά
με τ’ δικέντρα του μπροστά:
Γω δε θέλω καν καμιά
μον εβγάτε απ’ το νερό
κι όλες πιάστε το χορό
το χορό το θαμβαστό
χαβδοταντρασκελωτό,
κ εγώ σέρνω το χορό
και βαστώ και το λουστό
και σας σέρνω από κοντά
σας με τα ξανθά μαλλιά,
σας κοιτάζω μια τη μια
κι η καρδίτσα μου σκιρτά.
κι άμα αφήσω το χορό
όλες σας ξεμολογώ.
κι άμα σας ξεμολογήσω
όλες σας θα σας φιλήσω.
Τι καλόγερος εγώ;
Τον κακό μου τον καιρό
Τι μετάνοια θέλω εγώ
για τον άσπρο σας λαιμό.
για τον άσπρο σας λαιμό
έχασα το θυμιατό.
για τα κόκκινά σας χείλη
έχασα το πετραχείλι.
για τα μάβρα σας τα μάτια
μόγινε η καρδιά κομμάτια.
για τα γαϊτανά σας φρύδια
μ έφαγαν κ εμέ τα φίδια
και για τ άσπρα σας βυζιά
έχασα τη λειτουργία.
για τες μέσες τες λιχνές
με χτυπούν οι σαϊτιές.
Πέφτω μπρούμητα φωνάζω
κάθε ώρα αναστενάζω.

 


9

Καλογέροι φράζουν κήπο
καλογριές τρυπούν και μπαίνουν
κ εγώ στέκω σκυθρωπός
πάντοτε σαν παλαβός.
Ο' ταν επηδούσανε
όλες με ρωτούσανε:

Δε μας λες Γεράσιμε
τι είναι αφτή που κρέμεται;

Και τες έλεγα κ εγώ
δίχως να τες εντραπώ:
Ένοια σας θα σας το πω
κι από μπρος σας θα χωθώ.
Είναι η δικέντρα μου
και η φορτωτήρα μου 
που βλογώ τες παπαδιές
κι όλες τες καλογριές.
Και να ειπώ καλύτερα
χήρες και γειτόνισσες,
όλες εγελούσανε
κι όλο με ρωτούσανε:

Δε μας λες Γεράσιμε
τι είναι τόσο σουβλερή;

Γιατί ήτον μαλακή
την τσιλίκωσα κι αφτή.

Δε μας λες Γεράσιμε
τι είναι τόσο μαλλιαρή;

Πέρασ’ απόνα μαντρί
την εφόρτωσα μαλλί.
Κι άλλη μια μού έλεγε:

Πού είναι η σκούφια της αφτή;

Ντρέπεται δεν τη φορεί.
Αρεντέβει για λαγό
στο μαντρί το μαλλιαρό
μπαίνει μέσα δυνατή
βγαίνει έξω σκυθρωπή.

Δε μας λες Γεράσιμε,
τι είναι αφτά που κρέμονται;

Είναι τα τισάκια μου
και τα καμπανέλια μου
που ξυπνώ τες παπαδιές
κι όλες τες καλογριές.
Και να ειπώ καλύτερα
χήρες και γειτόνισσες.


Δε μας λες Γεράσιμε
τι είσαι τόσο σκυθρωπός;

Διάβασα γονάτισα
σε μια μάβρη παπαδιά
και απόκαμα πολύ
εις το έρημο μαντρί.

Γεια σας άγιοι πατέρες
και το μέγα έλεος.
 


10

Ποιος είδε διάκο θηλυκό
δέφτε προσκυνήσωμεν
και πάπα γκαστρωμένο
πατέρες εβλογείτε.
Γκαμήλα με τα τσόκαρα
δέφτε προσκυνήσωμεν
το σκύλο με μπουτούρι
πατέρες εβλογείτε.
Το λύκο με τα πρόβατα
δέφτε προσκυνήσωμεν
το γάιδαρο μπαρμπέρη
πατέρες εβλογείτε.
Είπαμε πολλά ψέματα
δέφτε προσκυνήσωμεν
ας πούμε μιαν αλήθεια
πατέρες εβλογείτε.
Φορτώσανε τον ποντικό
δέφτε προσκυνήσωμεν
δέκα κιλά ρεβύθια
πατέρες εβλογείτε.
Και πάνω απανωγόμαρα
δέφτε προσκυνήσωμεν
δεκάξη κολοκύθια
πατέρες εβλογείτε.

 

11

Ποιος είδε ψύλλο στο βουνό
σανίδια φορτωμένο
ποιος είδε πάπα θηλυκό
και διάκο γκαστρωμένο.
Ν’ αφήσουμε τα ψέματα
να ειπούμε μιαν αλήθεια
εγένησεν η λεϊμονιά
κ’ έκαμε κολοκύθια.


12

Τρεις καλές γειτόνισσες
στο προσήλιο κάθονται
ψαροκόκαλο βαστούνε
στην ταβέρνα παν να πιούνε.
Βρίσκουνε τον ταβερνιάρη
και κοπάνιζε λινάρι.
Βρε καλέ μας ταβερνιάρη
άναψε μας το λυχνάρι
βάλε μας 'να κατοστάρι.
Κι από κείνη την ταβέρνα
’νας πραματεφτής επέρνα.
Βρε καλέ πραματεφτή
ίντα πραματιές πουλείς;
Ι' ντα πραματιές πουλώ
 ντρέπουμαι να σας το ειπώ.
Τώρα τες αποκριές
φέραν δυο σακιά ψωλες.
Τόμαθαν οι αρχόντισσες
τρέξανε ξυπόλυτες.
Τόμαθαν οι αρχοντοπούλες
τρέξαν και τσ’ αρπάξαν ούλες.
Τόμαθε και μια γριά
και τινάζει τα σακιά
βρίσκει μια με δυο κεφάλια
και τη βάνει στα τσουκάλια.
Τούτη είναι καλή για μένα
που είν’ τα σκότια μου καημένα,
να τη βάλω στο λαγήνι
να χοντρύνει να παχύνει.
 


13

Τες μεγάλες αποκριές
στέκονται οι ψωλές ορθές
γιεμ και το μεγάλο πάσκα
στέκουν τα μουνιά και χάσκα.

14

Ε'μαθα κυρά πως έχεις
βαρκοπούλα και ψαρέβεις
να σου τη γιομίσω ψάρια
αστακούς και καλαμάρια
να της βάλω το τιμόνι
κάτεργο να μην τη σώνει.


15

Το μουνί το λεν αλή
και τον πούτσο καραλή.
Το μουνί όντας αφρίζει.
σαν καράβι αρμενίζει
τα πανιά τάχει τρακάδα
και τα τσαμαντάλια μάβρα.

16

Τώρα στ’ αγκούρια και στες πιπεριές
θέλα στον κόψω πόλκα και μπροστοποδιές.
Θα στόνε κόψω θέλω κομποχείλα μου
με δυο ζυγιές ταούλια και τ’ αρχίδια μου.
Να στόνε κόψω θέλω πίσω απ’ τον κωλιά
νάρχεσαι τριγύρω να προγκάς τ’ αρνιά.


17

Δόξα νάχεις Τρυγητή μου
που είδα τρίχα στο μουνί μου.
Δέκα χρόνια που είμουν χήρα
τέτοιον πούτσο δεν τον είδα.


18

Ε'να μουνί στον έγκρεμνο
κι ο ψώλος αποκάτω
στρωτές μετάνοιες έκανε
μουνί κατέβα κάτω.
Δεν κατεβαίνω ψώλαρε
γιατί είσαι σκανταλιάρης
που σκανταλίζεις τα μουνιά
και τα ξεμπουστουριάζεις.
Κι όπου βρεις τρύπα τρυπώνεις
κι όθε βρεις μαλλί μαλώνεις.


19

Τούτη η τσιούνα η μαλλιαρή
πάει στο γάμο να χαρεί
για να φάει και να πιει.
Τούτη η τσιούνα η μανδραβέλα
βάνει βίγλα για κοπέλα.

20

Το μουνί μου αρρώστησε το Μάη μήνα
λαχανάκια τούβρασα να φάει να γιάνει.
Μωρ και κείνο δεν τα θέλει
μόνο να πεθάνει θέλει.
Μια πουτσούλα τούταξα να φάει να γιάνει.
Από τούτη να είταν κι άλλη
πέντε σπιθαμές μεγάλη.

21

Πάει ο πούτσος στο παζάρι
δεν ηξέρει τι να πάρει
βρίσκει του μουνιού τον πάτο
και τον κάνει άνω κάτω.


22

Στου Μαρτιού τες πέντε δέκα
μαραγκός ψωλές πελέκα
και μεγάλες και μικρές
από τες μαρμαρινές.
Τομαθάνε τα κοράσια
και τον διπλοχαιρετούσαν.
τ’ άκουσε η κυρά γουμένη
στη χαρά της τόνε παίρνει.

Μαραγκέ μου γεια σου γεια σου
τι καλή που είναι η δουλειά σου.
Να μου κάμεις μια ψωλή
και μεγάλη και χοντρή
να τη βάλω στα μεριά μου
να θαραπαεί η καρδιά μου.
Να χαρείς και τον Κωστή
κάμε μια χοντρή σωστή.
Να χαρείς και το Μιχάλη
κάμε μια χοντρή μεγάλη.
Να χαρείς και το Γιανάκη
το κεφάλι σαν πινάκι.
Ο'ταν μπαίνει στα μεριά μου
να δροσίζεται η καρδιά μου.


23

Τούτη η κούπα κι άλλη κούπα
τούτη η τρούπα κι άλλη τρούπα
μ’ έκαμε με τέτοια ρούχα
πόχω κι άλλα στη σεντούκα
κ’ είν’ καλύτερα από τούτα.
Κρέμουντ’ τα μπαλώματα
σαν τα πλατανόφυλλα.

24

Α'ντρα ζευγίτη μούδωσαν να ζήσει, εκείνον θέλω.
Ο'λη μέρα τρίβει σβώλια
και το βράδυ τρίβει κώλια.
Α'ντρα χαλκιά μου δώσανε? να σκάσει δεν τον θέλω.
Ο'λη μέρα μπρομ και τράκα
σαν το διάολο στην πλάκα.
Α'ντρα ταμπάκη μούδωσαν να σκάσει, δεν τον θέλω.
Η Δεφτέρα ξημερώνει
τα σκυλόσκατα μαζώνει.


25

'Νας πασιάς από του Τάρα
κυνηγάει μια γαϊδάρα.
Δω την έχει κει την έχει
Μέσ’ στο ρέμα την παντέχει,
Στάσου, στάσου γαϊδουρίτσα
να σου βάλω κουμπουρίτσα.

26

Το γαϊδούρι του Μηνά
γέννησε το Λαηνά.
Το γαϊδούρι του Κακούρη
έπιασε κακό τσιμπούρι
κι ο Κακούρης το γιατρέβει
κ’ η Κακούρενα χορέβει.


27

Του Μηνά το γαϊδουράκι
στο βουνό είναι ταμπακάκι.
Πάει ο Μηνάς γυρέβοντας
και η Μηνανού και κλαίοντας.
Σώπα Μηνανού μην κλαις
τόπαθαν κι άλλες πολλές.
Κι αν εψόφσε το γαϊδούρι
για δικό σου το χουζούρι
κάνεις την προβιά του γούνα
και τ’ αρχίδια του κουδούνια
και την πούτσα του σουράβλι
να την παίζεις κάθε βράδυ.


28

Κοτσιδάκι με τη γούνα
η γυναίκα σου γουρούνα
τα παιδιά σου γκούτσι γκούτσι
που δεν έχουνε παπούτσι.

 

29

Νικολή πιτσόκωλα
πιτσογυριστόκωλα
παμ να βρούμε το Σταμάτη
να μιλήσουμε κομμάτι;

30

Δυο νομάτοι
μ’ ένα μάτι
κυνηγούσαν το Σταμάτη.

31

Θαβμάζομαι και απορώ
πώς ο τ’ ανθρώπου κώλος:
Τριγύρω γύρω τριχωτός
και ένδον κούφος όλος.


32

Γάιδαρος επέρασε
και δεν εκαλημέρισε.
έπεσε η μαχαίρα του
γαμώ τη θυγατέρα του.


33

Ο Μανώλης με τα λόγια
χτίζει ανώγια και κατώγια.


34

Ο' ταν είμαι νηστικός
κρένω σαν πνεματικός
κι όταν πίνω πέντε δέκα
θέλω όμορφη γυναίκα.


35

Μια γριά μονοδοντού
άντρα γύρεβε η πορδού
κι άλλη μία ξεκωλιάρα
άντρα γύρεβε η γαϊδάρα.

36

Είπε ο διάκος του παπά
να ξημερωθεί κακά.
Είπε ο διάκος του παπούλη
να ξημερωθεί νταούλι.


37

Γέρος εκαμάτεβε
με τον πούτσο αβλάκωνε.
Είχε την πούτσα του ζυγό
 τ αρχίδια του δαμάλια.
Καλογριές περνούσανε
και τον χαιρετούσανε.
Κάνε πέρα καλογριά
μην προγκήξουν τα δαμάλια
και χαλάσουν το ζυγό
καβαλάω σε γαμώ.

38

Κάτω στην αγριαγκινάρα
κάνει ο γέρος τη ζεβγάρα
και του πάει η γριά ψωμί
σαν ωμό και σαν πολύ.
Τρώει ο γέρος και καβλώνει
τη γριά καβαλαρώνει.


39

Πω πω πω μανούλα μου
με πονεί η καρδούλα μου.
Πήγα πάνω στον οντά
κ είδα την ξερή τ’ αγά
μ ένα σφόνδυλο μπροστά.


40

Να είχα μοίρα να είχα τύχη
να είχα μια ψωλή σαν πήχυ.
Τι να γένω η ορφανή
το μουν’ι μου με πονεί.
Αχ κα ι τι να γένω η δόλια
που είναι το μουνί μου βόλια.


41*

Βαία βαία και χαβαία
και του Κλάπα η ψωλέα
λαδωμένη πασωμένη
και σκουλήκια γιομισμένη?
όποιος μιλήσει να τη φάει.

* Όταν θέλωσιν υπνώσαι οι παίδες λέγουσι το Βαία κτλ


42

Ο' ταν θέλω εγώ δε θέλεις
τώρα που δε θέλω θέλεις
τώρα και εγώ δε θέλω
για να θέλεις όταν θέλω.


43

Για σταθείτε για να ιδούμε
τι τραγούδι θέλα ειπούμε
για το δόλιο το μουνάκι
πόχει μπρος και πίσω αβλάκι.
Η'θελα να ρίξω στάνη
αποκάτω στο φουστάνι
να κρεμάω τες καρδάρες
στου μουνιού τες αμασχάλες
κει που χύνει το νερό του
θα κρεμά τον πίτυρο του
κι από κει που κατουρεί
θέλα πήξε ι το τυρί.
Αν η τύχη δωσ’ και ζήσω
θέλω να τυροκομήσω.


44

Εγώ το βήχα νάχω
κι ο άντρας μου το συνάχι.


45

Τάρι ρι
πού πας μωρή;
Πάω στη στάνη για τυρί,
για τυρί για τρίματα
για γλυκοφιλήματα.

 

46

Ε'να τραγούδι θένα ειπώ μα είναι ντροπή δική μου
απόψε κατουρήθηκε η αγαπητική μου.

Η'θελα να σ’ αγαπήσω μάχω τα πηλώματα
και φοβούμαι μη σε χέσω κ’ έχουμε μαλώματα.

Μωρή σαρδέλα βρωμερή σουπιά τηγανισμένη
και καρακάξα του γιαλού ποιος διάολος σε παίρνει.

Α΄ειντε να βόσκεις πρόβατα και χοίρους πέντε δέκα
και το δικό σου το κορμί δεν είναι για γυναίκα.

Και πρόβατα εβόσκησα και χοίρους πέντε δέκα
εννιά κοπέλες φίλησα και μετά σένα δέκα.

Θένα σε κάμω μαγικά μ’ ένα κουκί πιπέρι
να τρέχεις να με κυνηγάς με το βρακί στο χέρι.

.........................................................................

Βραχέα άττα

Κατάρραχα του εν τω δήμω Κλεωναίων βουνού της Νιφίσης  εισί τινα γούπατα τερπνά και ωραία, άπερ καρπούνται καλλιεργούντες οι γέροντες της εν τω αυτώ δήμω μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Φανερωμένης, κατάνακρα δε και καθ’ έω της εξοχωτέρας κορυφής αυτού καλύβη και άλως, η αλωνίζονται κατ’ έτος οι εκεί σπειρόμενοι σπόροι.
Μεταβάντες ώδε την α΄ του Θεριστού του αωξ εύρομεν παρά την άλω τυροκομούντας τους Κλεωναίους Ιωάννην Δ. Σκούπαν, Ιωάννην Δ. Καλαράν ή Νάνον, Παναγιώτην Αθ. Κίκαν, Δημήτριον Μίχου Λελέκον, Αναστάσιον Μαρίνον, Ιωάννην Ζουλουχάν, και άλλους, ους χαιρετήσαντες κατά το σύνηθες εκαθίσαμεν.
Ούτοι δε οι καλόγνωμοι και πεντάκαλοι ποιμένες άσμενοι δεξάμενοι έσφαξαν ευθύς αμέσως εν αρνίον τετράπαχον, ώπτησαν πόρρω πυράς πριΐνης, έπεμψάν τινα λαγουδευτήρα ποδάρκην εις τας εν ταις αρκτώαις υπορείαις του όρους πολίχνας άνω και κάτω Κλένιαν, και πολλήν και μυροβόλον αμβροσίαν αμπελίνην ήγαγον.
Είτα δε εις την σκιάν πυκνοφύλλου και καλής αναδενδράδος καθίσαντες ηψάμεθα του οπτού και του ποτού και πολλά και αξιόλογα φύλλα ορεινά ερρυθμούμεν όντες έτι νηφάλιοι. Μετ’ ολίγον όμως τινές βραχέντες ηγέρθησαν και ίππευσαν, ίπποις ως, τα εν τη άλω δικριάνια και καρπολόγια των εν αυτή δουλευόντων μεν, αλλ’ απουσιαζόντων την στιγμήν εκείνην εργατών του μοναστηρίου, και περιστρεφόμενοι έλεξαν όλα σχεδόν τα προκείμενα Π ρ ι ά π ε ι α.
Μετά ταύτα, ότε το ρέον ρεύμα του νέκταρος εκάλαρρε πλέον και ουδόλως εφλοίσβει, το δε σθένος αυτού υπεσκέλιζε λακτίζον τους πάντας, ούτοι οι των ξυλίνων κνωδάλων κέντορες ωριμάσαντες έκλινον και υπό τα χαμόκλαδα λαρνούχου χθονός σφας αυτούς εκοίμησαν. Ημείς δε πάντα τα έπη της ευθυμίας επί τινα γλυκέα και ιλαρά χαράγματα λειμώνος αφέντες έβημεν ησύχως εις το κάτωθεν της άλωνος φρέαρ και περιεπατούμεν έως ου εξύπνησαν.
Είτα επανελθόντες και λαβόντες είπομέν τινα έτι, και οι μεν έμεινον, οι δ’ εφύγομεν.

ΜΙΧΑΗΛ Σ. ΛΕΛΕΚΟΣ

.....................................................................................

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ

Η πρώτη έκδοση της Ανθολογίας του Λελέκου έγινε το 1852. Ξανατυπώθηκε το 1868 και ένα χρόνο αργότερα βγήκαν τα Πριάπεια με τίτλο: «Δημοτικής Ανθολογίας μέρος δεύτερον, υπό Μιχαήλ Σ. Λελέκου. Εν Αθήναις, εκ των πιεστηρίων Νικολάου Ρουσοπούλου, 1869».

---------------------------

Έκδοση της ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ, το Δεκέμβρη του 1974, από τον μοναδικό ποιητή - εκδότη Φίλιππο Βλάχο που άγγιζε τρυφερά με τα μαθημένα στην μονοτυπία χέρια του τα παλαιά βιβλία και τα χειρόγραφα και τους ξαναέδινε πνοή.
Ο Φίλιππος Βλάχος είναι κομμάτι των αναμνήσεών μας...


.....................................................................................

(*) Πρίαπος. Στην Ελληνική μυθολογία ο Πρίαπος ήταν θεός της γονιμότητας, προστάτης των αγροτικών ζώων, των φρουτοπαραγωγών φυτών, των κήπων και των αντρικών γεννητικών οργάνων. (Ο Ρωμαϊκός του αντίστοιχος ήταν ο Mutinus Mutunus). Ηταν γιός του Διονύσου και της Αφροδίτης. Γλυπτά του Πριάπου με μεγάλα, ιθυφαλλικά γεννητικά όργανα ήταν τοποθετημένα σε κήπους και χωράφια για να εγγυηθούν μια άφθονη σοδειά. Ήταν πολύ πιο δημοφιλής στην Ρωμαϊκή μυθολογία απ' ό,τι στην Ελληνική. Συλλογή με περίπου 95 ποιήματα και επιγράμματα από τη Ρωμαϊκή εποχή για τον Πρίαπο έχει σωθεί στο βιβλίο Πριάπεια.

PRIAPEIA, sive diversorum poetarum in Priapum lusus
or SPORTIVE EPIGRAMS ON PRIAPUS
by divers poets in English verse and prose
translation by Leonard C. Smithers and Sir Richard Burton
[1890]

http://www.sacred-texts.com/cla/priap/
...............................................................................................................


(*) Πριαπισμός, ιατρικός όρος που προέρχεται από το όνομα του Πριάπου. Είναι πάθηση που εκδηλώνεται ως μη υποχωρούσα, παρατεταμένη επώδυνη στύση, η οποία δε σχετίζεται απαραίτητα με σεξουαλική διέγερση. Ο όρος προέρχεται από τον μυθικό Πρίαπο, ο οποίος ήταν θεός της γονιμότητας και των ανδρικών γεννητικών οργάνων.
Ο όρος πριαπισμός αναφέρεται στην επώδυνη στύση τόσο του ανδρικού γεννητικού οργάνου (πέους), όσο και του ανατομικού αντίστοιχού του στο γυναικείο σύστημα (κλειτορίδα). Για το θηλυκό πριαπισμό, στα αγγλικά υπάρχει και ο όρος clitorism (Αγγλικά).
Η νόσος μπορεί να παρατηρηθεί σε άτομα τα οποία πάσχουν από δρεπανοκυτταρική αναιμία, λευχαιμία, βλάβες του νωτιαίου μυελού μετά από τραύμα ή αρτηριοφλεβώδη επικοινωνία. Ενίοτε μπορεί να είναι και φαρμακευτικής αιτιολογίας, όπως από συραγγώδη έγχυση φαρμάκων τα οποία προκαλούν στύση. Ορισμένες φορές η αιτιολογία είναι άγνωστη και η νόσος αναφέρεται ως ιδιοπαθής.
Στην περίπτωση της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, ο πριαπισμός προκαλείται αφού λόγω ανοξίας και δρεπάνωσης συνήθως αποφράσσονται μικρά αγγεία. Στην αρτηριοφλεβώδη επικοινωνία, υπάρχει αυξημένη παροχή αίματος και ο πριαπισμός υποχωρεί μετά από ενδοαρτηριακό εμβολισμό.

---------------------------------------------------------------
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



20ο Τεύχος



Το άρθρο αυτό προέρχεται από eyploia.aigaio-net.gr
old.eyploia.gr

Το URL της ιστορίας αυτής είναι ο εξής
old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2013