Welcome to eyploia.aigaio-net.gr!

     On Line Πλοία
Για να δείτε τα πλοία
On line στο Αιγαίο
πατήστε εδώ.

     Ανακοίνωση
 ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ
Για να σωθεί η Σαντορίνη
και το Αιγαίο από
την τοξική βόμβα βυθού
Sea Diamond

 SIGN the PETITION
and help protect Santorini
and the Aegean Sea
from toxic dangers
 


     Κατηγορίες
?γρια Ζωή
Αεροδρόμια Λιμάνια
Αιολικά Πάρκα
Αλιεία
Ανανεώσιμες Π. Ε.
Απόβλητα
Απορ/τα-Ανακύκλωση
Απόψεις-Ιδέες
Βιοτοποι/βιοπ/λότητα
?γρια Ανάπτυξη
Βιώσιμη Ανάπτυξη
Δάση
Διάνοιξεις Δρόμων
Διατροφή
Διάφορα
Δίκτυο
Εκδηλώσεις-Ενημέρωση
Ενέργεια
Έρωτας και Αιγαίο
Θάλασσα-Ακτές
Κεραίες
Κλίμα
Κοινωνία Πολιτών
Κτηνοτροφία
Κυνήγι
Μ.Μ.Ε.
Νερό
Οικολογική Γεωργία
Παραδοσιακοί Οικισμοί
Περιβάλλον
Πολιτισμός
Ρύπανση
Συγκοινωνία
Τουρισμός
Φίλοι των ζώων
Φυσικοί Πόροι
Χωροταξία

     Νησιά


     Επιλογές
·Θέματα
·Αρχείο ?ρθρων

·1ο Τεύχος
·2ο Τεύχος
·3ο Τεύχος
·4ο Τεύχος
·5ο Τεύχος
·6ο Τεύχος
·7ο Τεύχος
·8ο Τεύχος
·9ο Τεύχος
·10ο Τεύχος
·11ο Τεύχος
·12ο Τεύχος
·13ο Τεύχος
·14ο Τεύχος
·15ο Τεύχος
·16ο Τεύχος
·17ο Τεύχος
·18ο Τεύχος
·19ο Τεύχος
·20ο Τεύχος
·21ο Τεύχος
·22ο Τεύχος

     Who's Online
Υπάρχουν επί του παρόντος 10 Επισκέπτης(ες) και 0 Μέλος(η) που είναι συνδεδεμένος(οι)

Είσαστε ανώνυμος χρήστης. Μπορείτε να εγγραφείτε πατώντας εδώ

     Search



     Έπαθλο

Το περιοδικό της Πελοποννήσου


 Βιώσιμη Ανάπτυξη: Ο Δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος: Αρχές της Βιωσίμου Αναπτύξεως

Νησιά

του Μιχαήλ Δεκλερή

Βιώσιμη ανάπτυξη, Σεπτέμβριος 1995

Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας



Πρόλογος
         Η Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον (1992) θα παραμείνει στην ιστορία της ανθρωπότητος ως εκείνη που έθεσε τέρμα στην ιδεοληψία της οικονομικής αναπτύξεως. Η «ανάπτυξη» εκείνη δεν υπήρξε τίποτε άλλο από ψευδεπίγραφη μεγέθυνση πλούτου με αντίστοιχη φρενήρη διασπάθιση του φυσικού αποταμιεύματος της ανθρωπότητος. Το παράλογο όραμα μίας «κοινωνίας της αφθονίας», ενός επιγείου υλικού παραδείσου, είχεν επί μίαν εικοσαετία κατακυριεύσει τον νού των λαών μέχρι τυφλώσεως. Όλες οι χώ­ρες είχαν ριφθή σε ανταγωνισμό αγρίας αναπτύξεως και κατεγίνοντο με την μέτρηση του ακαθαρίστου εθνικού εισοδήματός των, επί τη βάσει του οποίου και αλληλοσυγκρίνοντο, αδιαφορώντας για το φυσικό κόστος της οικονομικής αυτής «προόδου». Κατά το ίδιο διάστημα οι άνθρωποι έχαναν βασικά αγαθά που είχαν απολαύσει οι πρόγονοί των, όπως τον αέρα, το νερό, το χώμα και την φύση.

      Είναι αλήθεια ότι το όραμα αυτό είχε κάπως ξεθωριάσει, αφ΄ ότου συστημικοί επιστήμονες έθεσαν ανοιχτά το πρόβλημα των ορίων της αναπτύξεως και η ανησυχία των δικαιώθηκε με την Διακήρυξη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον (1972). Αλλά για να ενταφιασθή μία ιδεολογία χρειάζεται να γεννηθή η διάδοχός της. Και η Διάσκεψη του Ρίο είναι αξιομνημόνευτη, γιατί κατόρθωσε να προσφέρη στην ανθρωπότητα το νέο όραμα της βιωσίμου αναπτύξεως: όχι πλέον ποσοτική αλλά ποιοτική ανάπτυξη, δηλ. ισόρροπη επιδίωξη όλων των ανθρωπίνων αξιών, υλικών και αύλων, σε αρμονία με την φύση. Ίσως μόνον έτσι μπορούσε να καταστήση το όραμα αυτό αποδεκτό, αφού εν πάση περιπτώσει δεν εθυσίαζεν εντελώς την ιδέα της αναπτύξεως.

         Στην πραγματικότητα εξέλιπεν η παρανόηση και η ανάπτυξη ξαναπήρε την αληθινή της έννοια και το ηθικό της περιεχόμενο που δεν ταυτίζεται με την ανάλωση υλικών αγαθών, αλλά με την βελτίωση της παιδείας και υγείας, το καλό φυσικό περιβάλλον, την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων σε ένα δίκαιο και ειρηνικό κόσμο και την σταθερή συνεξέλιξη πολιτισμού και φύσεως, δηλ. με όλη εκείνη την «ποιότητα ζωής» που έπαυσε πλέον να είναι προσιτή στον μέσο άνθρωπο. Στην «ποιότητα ζωής» ανήκει, ιδίως, η εργασιακή απασχόληση, η οποία, όμως, στις ανεπτυγμένες χώρες είναι εφικτή μόνο με την προσήκουσα αναδόμηση της βιωσίμου οικονομίας των και όχι με την επέκτασή της. Και για να μην υπάρξουν παρερμηνείες ως προς την έννοια αυτής της αναπτύξεως, η Διακήρυξη του Ρίο συμπληρώθηκε με την Agenda ΄21, το μέγα έργο της Διασκέψεως. Η Agenda ΄21, ήτοι «Τα πρακτέα κατά τον 21° αιώνα», είναι το συστημικό πρόγραμμα βιωσίμου αναπτύξεως για την ανθρωπότητα, η στρατηγική για την νέα ποιοτική ανάπτυξη. Έτσι, μετά το Ρίο, η εμμονή στην μονομερή οικονομική μεγέθυνση δεν είναι απλώς παρωχημένη πολιτική, αλλά παράνομη και ανήθικη.

         Το δόγμα της βιωσίμου αναπτύξεως εγκαινιάζει περίοδο μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής. Όπως συμβαίνει σε παρόμοιες ιστορικές περιστάσεις, δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που δεν αντελήφθησαν το βάθος της αλλαγής. Αρκετοί εξακολουθούν να την υποτιμούν ακόμη και σήμερα που έχει αρχίσει να θεσμοθετείται. Κανείς όμως δεν τόλμησε να την αμφισβητήσει ανοιχτά γιατί είχε θωρακιστεί με την παγκόσμια συναίνεση. Αλλά είχε και εδραία βάση ως έργο της συστημικής επιστήμης. Η Αgenda ΄21 υπερέβη την αναλυτική λογική του παρελθόντος και συνένωσε το Δίκαιο της Αναπτύξεως με το Δίκαιο του Περιβάλλοντος. Εξέλιπεν, έτσι, ο διχασμός και η αντίφαση στη δράση του ανθρώπου που ήταν στο βάθος σύγκρουση Ανθρώπου - Γαίας.

         Κατά τα συστημικά πρότυπα, η σχεδίαση της βιωσίμου αναπτύξεως συνοδεύεται από προγραμματισμό εκτελέσεως, που έχει έκτοτε τεθεί σε κίνηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που μετείχε της Διασκέψεως, προσήρμοσε ήδη την καταστατική της Συνθήκη με τις διατάξεις του Maastricht και το 5ο Πρόγραμμα Δράσης και μετέχει στους μηχανισμούς εκτελέσεως. Η Επιτροπή Βιωσίμου Αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών εργάζεται στα θέματα της Agenda ΄21 που προχείρως υπολογίζονται σε 2.500! Τόσον η Επιτροπή αυτή όσον και η νέα επιστήμη της Βιωσίμου Αναπτύξεως επεξεργάζονται πλέον τους δείκτες της βιωσιμότητος. Και έχει αρχίσει η λήψη μέτρων στα θέματα υψίστης προτεραιότητος, δηλ. για την ανακούφιση της πενίας, τον περιορισμό της υπερκαταναλώσεως και τον έλεγχο της πληθυσμιακής εκρήξεως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μάλιστα, δίνει προτεραιότητα στα μέτρα αποδοτικώτερης χρήσεως της ενεργείας, περιορισμού των αποβλήτων και υποβοηθήσεως του κοινού στην περιβαλλοντικώς υγιά κατανάλωση.

         Είμεθα λοιπόν καθ΄ οδόν προς την βιώσιμη ανάπτυξη. Αλλά η αξιόλογη αυτή πρόοδος παρακολουθείται και από κάποια σύγχυση: υπάρχουν ακόμα εκείνοι που επιμένουν στην παρωχημένη πολιτική της οικονομικής μεγεθύνσεως, άλλοι που νοσταλγούν την άγρια ανάπτυξη και άλλοι που αρνούνται κάθε ανάπτυξη. Μερικοί από άγνοια ή κακοβουλία, συγχέουν το Δίκαιο του Περιβάλλοντος με την τελευταία αυτή νεο-ρομαντική ροπή ακραίων οικολόγων για επιστροφή στη φύση! ?λλοι επιχειρούν να διαστρέψουν την έννοια της βιωσίμου αναπτύξεως ταυτίζοντάς την με την διατήρηση του παρόντος υψηλού επιπέδου καταναλώσεως, κ.ο.κ.

         Στην Χώρα μας η σύγχυση αυτή είναι μεγάλη. Καθώς δεν έχει ανακοινωθή μέχρι τώρα καμμία επίσημη εθνική στρατηγική για την ελληνική βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά κράτος και πολιτική εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο της οικονομικής αναπτύξεως, έκρινα χρήσιμο να συνοψίσω στο βιβλίο αυτό το ισχύον Δίκαιο του Περιβάλλοντος που ταυτίζεται με τους κανόνες της βιωσίμου αναπτύξεως. Έτσι, θα γίνουν φανερές οι νομικές δεσμεύσεις για την χάραξη της μέχρι τώρα ελλειπούσης εθνικής στρατηγικής αλλά και της τρεχούσης πολιτικής. Το πόνημα είναι σαφώς συνθετικό, αποβλέπει δηλ. να δώση την συνολική εικόνα, το σύστημα της βιωσίμου αναπτύξεως και γι΄ αυτό περιορίζεται στις βασικές αρχές του, αφού, άλλωστε, είναι και μέρος άλλου μείζονος έργου.

         Το βιβλίο είναι διατυπωμένο σε απλή συστημική γλώσσα ώστε να είναι προσιτό στον μέσο αναγνώστη. Γιατί, χωρίς την συστημική σκέψη είναι αδύνατη η κατανόηση του συγχρόνου δικαίου του περιβάλλοντος και η σχεδίαση πολιτικής βιωσίμου αναπτύξεως. Σχεδόν όλες οι νέες επιστήμες, όπως η «επιστήμη της γής» (earth science), η «επιστήμη του περιβάλλοντος» (environmental science), η «οικολογία» κ.ά. είναι διακλαδικές εφαρμογές της ευρύτερης συστημικής επιστήμης. Αλλά και γενικώτερα, για την επιβίωσή του σε ένα κόσμο που γίνεται διαρκώς πιο πολύπλοκος ο κοινός άνθρωπος χρειάζεται την συστημική λογική που είναι και η λογική της βιωσίμου αναπτύξεως.

         Σε απλή, λοιπόν, συστημική γλώσσα, η ουσία του βιβλίου αυτού έχει ως εξής: Κατ΄ αντίθεση προς την άγρια ανάπτυξη, η βιώσιμη ανάπτυξη θα είναι ποιοτική και ελεγχόμενη. Ο έλεγχος θα είναι ένα σύστημα λογικών κανόνων (αλγορίθμων) με αλληλουχία και συνοχή που σκοπόν έχει να διασφαλίση την φυσική βάση της ποιοτικής αναπτύξεως, δηλ. την επιβίωση των οικοσυστημάτων. Απώτερος στόχος είναι η σταθερή συνεξέλιξη ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων.

         - Έτσι, η πρώτη αρχή της δημοσίας οικολογικής τάξεως θεσπίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αυτού του συστήματος ελέγχου που αποβλέπει σε πρόδηλο γενικό συμφέρον όχι μόνο της παρούσης γενεάς αλλά και των επομένων: η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αφήνεται στην λειτουργία της αγοράς, αλλά είναι ευθύνη του κράτους.

         - Η δεύτερη αρχή της βιωσιμότητος απαγορεύει πάσα περαιτέρω μείωση ή υποβάθμιση του φυσικού κεφαλαίου, γιατί και αυτό που απέμεινε από την άγρια ανάπτυξη είναι ζήτημα αν επαρκή για την επιβίωση.

         - Η τρίτη αρχή επιβάλλει θετικά τον σεβασμό της φερούσης ικανότητος τόσον των ανθρωπογενών συστημάτων όσον και των οικοσυστημάτων, για να προληφθή η κατασκευή των θνησιγενών υπερτροφικών ανθρωπογενών συστημάτων που συμπαρασύρουν στην αποσύνθεσή τους τα οικοσυστήματα.

         - Η τέταρτη αρχή επιβάλλει την διόρθωση αυτού του σφάλματος, όπου είναι ακόμη εφικτή, δηλ. την αποκατάσταση διαταραχθέντος οικοσυστήματος, ούτως ώστε να αποτρέπεται η μείωση του φυσικού κεφαλαίου.

         - Η πέμπτη αρχή αξιώνει την προστασία της βιοποικιλότητος για να διατηρήση την ευστάθεια (ισορροπία) των οικοσυστημάτων.

         - Η έκτη αρχή της κοινής φυσικής κληρονομίας επιδιώκει να διασφαλίση χάριν όλων τον ζωτικό πυρήνα του φυσικού κεφαλαίου, δηλ. την άγρια φύση όπου υπάρχει και το έσχατον αποθεματικό της ζωής.

         - Η έβδομη αρχή επιβάλλει την ηπία ανάπτυξη των ευπαθών οικοσυστημάτων.

         - Η ογδόη αρχή της χωρονομίας επιτάσσει τον συνολικό σχεδιασμό της ισορροπίας ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων ώστε να ελέγχεται και επιτηρείται η ευστάθειά των και η ποιοτική βελτίωση των πρώτων.

         - Η ενάτη αρχή της πολιτιστικής κληρονομίας ενδιαφέρεται για την σταθερή συνέχεια των ανθρωπογενών συστημάτων και τον ποιοτικό χαρακτήρα της αναπτύξεως.

         - Η δεκάτη αρχή του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος επιδιώκει να αναστρέψη την προϊούσα παρακμή των συγχρόνων οικισμών και ιδίως των μεγαπόλεων και να επαναφέρη την ποιότητα ζωής στην πόλη.

         - Η ενδεκάτη αρχή του φυσικού κάλλους εξυπηρετεί, επίσης, την ποιοτική ανάπτυξη, ενώ

         - Η δωδεκάτη (και τελευταία) καθιερώνει την οικολογική συνείδηση των ανθρώπων ως την πραγματική εγγύηση του όλου συστήματος ελέγχου.

         Το σύστημα των γενικών αυτών αρχών είναι πλήρες γιατί καλύπτει όλα τα θεμελιώδη προβλήματα της σχέσεως ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Επί τη βάσει των αρχών αυτών είναι δυνατόν να συναχθούν άλλες, πιο ειδικές, όπου χρειάζονται για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Σεβόμενοι τις αρχές αυτές οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να προσδώσουν εφεξής ποιότητα στην ανάπτυξή των, αφ΄ ενός μεν με τον έλεγχο του φυσικού της κόστους, αφ΄ ετέρου δε με την σύμμετρη ικανοποίηση υλικών και αύλων αξιών. Πάντως, η επιτυχία του συστήματος ελέγχου προϋποθέτει βιώσιμο κράτος και ιδίως βιώσιμη συμπεριφορά των πολιτών του. Διότι, εν τελευταία αναλύσει, πρόκειται για σύστημα αξιών, για την νέα παιδεία (κουλτούρα) της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.

         Και δύο λόγια για τον τίτλο του βιβλίου: Ο Δωδεκάδελτος Νόμος υπήρξε ο αρχέγονος Κώδιξ του Ρωμαϊκού Δικαίου την εποχή που ο άνθρωπος είχε αρχίσει να εξουσιάζη την γη. Οι δώδεκα δέλτοι του περιείχαν τους βασικούς κανόνες που χρειαζόταν τότε η κοινωνική συμβίωση και η παραγωγική δράση των ανθρώπων. Σήμερα η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι πια εξουσίαση της γης, αλλά συνεργασία ανθρώπου και φύσεως κι αυτή χρειάζεται τον δικό της Δωδεκάδελτο: είναι οι ισάριθμοι βασικοί κανόνες για την συνεργασία αυτή, στους οποίους μπορεί να συνοψισθή το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος. Ο Νέος Δωδεκάδελτος δεν είναι απλώς νομικός κώδιξ, είναι και εγκόλπιο ηθικής που αν και εξαγγέλλεται ως νέα δικαιώνει τις κλασικές ελληνικές αξίες του «μέτρου» και της «φύσεως». Και θα ήταν τραγική ειρωνεία τυχόν εμμονή των Ελλήνων στην όψιμη μίμηση του δυτικού προτύπου «προόδου» μετά την επίσημη διαπίστωση της αποτυχίας του.

         Είναι αλήθεια ότι η Ελλάς θα έχει μεγαλύτερη δυσκολία από τους Ευρωπαίους εταίρους της για να καταστή βιώσιμο κράτος. Γιατί η θεσμική της καχεξία οφείλεται σε υπερτροφικό πελατειακό σύστημα που έχει μεγάλη ικανότητα επιβιώσεως και είναι η κυρία πηγή των δεινών του ελληνικού περιβάλλοντος. Από τη φύση του το σύστημα αυτό είναι εχθρικό προς την τάξη και τον προγραμματισμό και αντιλαμβάνεται το περιβάλλον ως ορυχείον αδαπάνων πλήν προσοδοφόρων πελατειακών παροχών ή συναλλαγών. Η ολεθρία αποτελεσματικότης του συστήματος τείνει να ευτελίση τους θεσμούς προστασίας του περιβάλλοντος και εκτρέφει εκτεταμένη ανομία (η καταπάτηση και εσκεμμένη καταστροφή των δασών και οικοτόπων, η αυθαίρετη δόμηση κ.λπ. είναι μερικά δείγματά της), στην οποίαν έχει ήδη εθισθή μέρος του πληθυσμού.

         Αλλά και εκεί που δεν υπάρχουν πελατειακές σχέσεις είναι πτωχή η ικανότης σχεδιασμένης παρεμβάσεως και ανίσχυρη η βούληση εκτελέσεως του νόμου. Οι περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις παραμένουν σταθερά πρακτική, συμβατή με εκτιμήσεις πολιτικού κόστους που καθορίζουν την πολιτική συμπεριφορά. Στην μελανή αυτή εικόνα υπάρχουν και αισιόδοξα σημεία, όπως είναι ιδίως η αφύπνιση της οικολογικής συνειδήσεως των νέων, το οικολογικό κίνημα, η αντίσταση δημοσίων ανδρών, επιστημόνων και υπαλλήλων και η άκαμπτη επιμονή των δικαστηρίων στην επιβολή τάξεως. Τίποτε άλλο δεν εξηγεί καλύτερα την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας στα θέματα του περιβάλλοντος από την σταθερή αντίθεσή του προς την απροκάλυπτη ή υπόγεια δράση του πελατειακού συστήματος στα θέματα αυτά[1].

         Υπάρχει, λοιπόν, ελπίς και για την Ελλάδα. Το αντίθετο δεν θα τιμούσε την ευφυΐα και την παράδοση του λαού αυτού, του οποίου η αρχέγονη θρησκεία υπήρξε μεταφυσική οικολογία με έξοχο ποιητικό συμβολισμό. ?λλωστε, με τα δεδομένα των λεγομένων «πρασίνων λογαριασμών» («green accounts») η Ελλάς είναι εκ των πλουσιωτέρων χωρών και τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήση τυχόν άφρονα απεμπόληση του εθνικού φυσικού πλούτου.

            Ι. Τι είναι το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος 
          1. Νέον είναι το Δίκαιο του Περιβάλλοντος όπως διαμορφώθηκε μετά την Διάσκεψη Κορυφής της Γης (Earth Summit) στο Ρίο της Βραζιλίας τον Ιούνιο του 1992. Η Παγκόσμια αυτή Διάσκεψη και τα πορίσματά της, ιδίως δε η Διακήρυξη και η Agenda ΄21, αποτελούν ορόσημο στην εξέλιξη της δημοσίας πολιτικής και του δικαίου του περιβάλλοντος εξ αιτίας της ριζικής αλλαγής που επέφεραν σε αμφότερα. Και ναι μεν το αμέσως παραχθέν δίκαιο και ιδίως η Agenda ΄21 ήταν κυρίως «μαλακό» (soft), δηλαδή διεκήρυξε νέες αξίες που ιδρύουν ηθικές δεσμεύσεις, πλήν όμως εξέφραζε παγκόσμια συναίνεση και δια τούτο μετετράπη ταχύτατα σε «σκληρό» (hard) μέσω διεθνών συνθηκών (λ.χ. Maastricht) ή των κατ΄ ιδίαν εθνικών νομοθεσιών.

         2. Η ουσία της ριζικής αλλαγής συνίσταται σε τούτο: πριν από το Ρίο, το Δίκαιο του Περιβάλλοντος ήταν «ειδικό», δηλ. σύνολο διατάξεων που αφορούσαν ειδικά θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Ένα τυπικό (ειδικό) δίκαιο περιβάλλοντος περιελάμβανε συνήθως διατάξεις για την προστασία της αγρίας φύσεως (συμπεριλαμβανομένων των δασών), για την πρόληψη της ρυπάνσεως και για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Τοιουτοτρόπως υπήρχεν ο εξής δυϊσμός στο Δίκαιο: από το ένα μέρος υπήρχε το Οικονομικό Δίκαιο της Αναπτύξεως και από το άλλο το Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος. Κι ο δυϊσμός αυτός εσήμαινεν ότι η Πολιτεία ήταν ελεύθερη να σχεδιάζη την αναπτυξιακή πολιτική της με καθαρώς οικονομικά κριτήρια, αλλά παραλλήλως υπεχρεούτο να αίρη ή μετριάζη τις βλαπτικές συνέπειές της για το περιβάλλον. Μετά το Ρίο ο δυϊσμός αυτός εξέλιπε και το δίκαιο του περιβάλλοντος συγχωνεύθηκε με το δίκαιο της αναπτύξεως και τα δύο έγιναν ένα. Η συγχώνευση κατέστη δυνατή με την διάπλαση γενικών περιβαλλοντικών αρχών που διεισδύουν σε όλες τις επί μέρους δημόσιες πολιτικές και ως θεμελιώδη κριτήρια κατευθύνουν την σχεδίαση και εκτέλεσή των. Επομένως, ο πυρήν κάθε δημοσίας πολιτικής είναι περιβαλλοντικός και δια τούτο το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος αποτελεί το σύνολο των γενικών αυτών αρχών. Είναι δε γενικές οι αρχές, γιατί το εύρος των επιτρέπει την εφαρμογή των σε όλες ή στις περισσότερες δημόσιες πολιτικές. Έτσι λ.χ. κατ΄ εφαρμογήν της αρχής της βιωσιμότητος αξιούμε βιώσιμη ενεργειακή πολιτική, βιώσιμη γεωργία, βιώσιμη βιομηχανία, βιώσιμο τουρισμό, βιώσιμους οικισμούς κ.λπ., κατ΄ εφαρμογήν της αρχής της βιοποικιλότητος, αναπτυξιακή ή χωροταξική ή πολιτική δημοσίων έργων που να μην απειλεί την ποικιλία των ειδών, κατ΄ εφαρμογήν της αρχής της φερούσης ικανότητος πολεοδομία που να μην θίγη την φέρουσα ικανότητα οικισμού, δασική πολιτική που να μην θίγη την φέρουσα ικανότητα των δασικών οικοσυστημάτων, διαχείριση αυτών που να μην θίγη την φέρουσα ικανότητα αυτών, κ.ο.κ.

         3. Η νομική θεμελίωση του νέου περιβαλλοντικού δικαίου αναχωρεί από την κατοχύρωση του θεμελιώδους κανόνος της λεγομένης «βιωσίμου» ή «διηνεκούς» ή αειφόρου «αναπτύξεως» από τον οποίο πηγάζουν οι προαναφερθείσες γενικές αρχές. Ο θεμελιώδης κανών αναγνωρίζει και εμπεριέχει τον άρρηκτο δεσμό περιβάλλοντος και οικονομίας, αφού ορίζει εκ προοιμίου ότι κάθε οικονομική δραστηριότης πρέπει να είναι φιλική προς το περιβάλλον. Έτσι, η Αρχή (1) της Διακηρύξεως του Ρίο (1992) ορίζει ότι οι άνθρωποι δικαιούνται να αναπτύξουν την παραγωγική τους ζωή σε αρμονία με την φύση, η Αρχή (3) ότι το δικαίωμα αναπτύξεως πρέπει να ασκείται με δίκαιο τρόπο που θα ικανοποιεί τις περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές ανάγκες της παρούσης αλλά και των επόμενων γενεών, και η Αρχή (4) ότι για να επιτευχθή η βιώσιμη ανάπτυξη, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αναπτυξιακής διαδικασίας που δεν μπορεί να ληφθή υπ΄ όψιν απομονωμένη από αυτή: Ο θεμελιώδης κανών παραμένει ανθρωποκεντρικός, διότι η Αρχή (1) ορίζει επίσης ότι ο άνθρωπος παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για την βιώσιμη ανάπτυξη. Όπως θα δούμε, όμως, παρακάτω, η φιλοσοφική βάση του κανόνος είναι συστημική και προϋποθέτει ότι τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα ανθρώπου και φύσεως δεν συγκρούονται ούτε είναι ανταγωνιστικά, αλλά μπορούν να εναρμονισθούν. Και η μεν Διακήρυξη του Ρίο είναι «μαλακό» δίκαιο, επειδή περιορίζεται στην εξαγγελία των αξιών που πρέπει να καταστούν έννομα αγαθά. Εις ό,τι, όμως, αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, η μετατροπή αυτή έχει συντελεσθεί: α) με το ?ρθρο (β) των Κοινών Διατάξεων της Συνθήκης του Maastricht για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο ρητώς ορίζει ότι η Ένωση έχει ως σκοπόν, «να προωθήση ισορροπία και βιώσιμη οικονομική και κοινωνική πρόοδο», β) με το άρθρο 2 των Αρχών της ιδίας Συνθήκης που επαναλαμβάνει ότι η Κοινότης θα προωθήση στον χώρο της ισόρροπη και αρμονική ανάπτυξη σεβομένη το περιβάλλον, γ) με το άρθρο 130Ρ της ιδίας Συνθήκης, που ορίζει ότι οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενσωματώνονται στον καθορισμό και στην εκτέλεση των πολιτικών της Κοινότητος, και δ) με το άρθρο 130u που ορίζει ότι η κοινοτική πολιτική οικονομικής συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες θα ευνοή την βιώσιμη οικονομική και κοινωνική πολιτική των χωρών αυτών. Η Συνθήκη του Maastricht έχει κυρωθεί με τον ν. 2077/7-8-1992 (ΦΕΚ 136) και επομένως οι ανωτέρω διατάξεις αποτελούν και εσωτερικό ελληνικό δίκαιο με υπερνομοθετική ισχύ. Στην νομολογία των δικαστηρίων ο θεμελιώδης κανών της βιωσίμου αναπτύξεως έγινε δεκτός για πρώτη φορά με την υπ΄ αριθ. 53/1993 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ερμηνεύοντος το άρθρο 24 του Συντάγματος, υπό το φώς της Agenda ΄21.

         4. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενόν του ο θεμελιώδης κανών της «βιωσίμου αναπτύξεως» απομακρύνεται και από την κλασική οικονομική θεωρία της αναπτύξεως που υπελάμβανε την οικονομία ως αυτόνομο ανθρωπογενές σύστημα, διεπόμενο δηλ. από ιδίους νόμους, και ανεξάρτητο από την φύση. Η ανάπτυξη δεν ταυτίζεται πλέον με την μονοδιάστατη οικονομική μεγέθυνση του παρελθόντος, αλλά είναι πολύπλοκη, «ολοκληρωμένη» και «ισορροπημένη» διαδικασία, με την οποία δεν αυξάνεται μόνον ο πλούτος, αλλά όλες οι αξίες του ανθρώπου και μόνο στο μέτρο που επιτρέπει η «αποδοτική» αξιοποίηση των φυσικών πόρων και ο σεβασμός του περιβάλλοντος. Εγκαταλείπεται, έτσι, η αφύσικη απομόνωση της οικονομίας και η δεσπόζουσα θέση της στα ανθρωπογενή συστήματα. Η οικονομία παραμένει σημαντική για τον άνθρωπο, αφού του παρέχει τα υλικά αγαθά, αλλά εντάσσεται με ισοτιμία στα ανθρωπογενή συστήματα και τιθασσεύεται με την προσγείωσή της, δηλ. με την αναγνώριση της φυσικής (περιβαλλοντικής) εξαρτήσεώς της.

         5. Ο κανών της βιωσίμου αναπτύξεως είναι θεμελιώδης γιατί απαντά στο κεφαλαιώδες ερώτημα της σχέσεως των ανθρωπογενών συστημάτων με τα φυσικά οικοσυστήματα, που είναι το πρόβλημα της σχέσεως πολιτισμού και φύσεως, Ανθρώπου-Γαίας. Μέχρι τώρα ο πολιτισμός αναπτύχθηκε «αναλώμασι» της φύσεως. Έγινε, όμως, φανερό ότι η εξουσιαστική σχέση ανθρώπου-φύσεως δεν μπορεί πλέον να συνεχισθή χωρίς κίνδυνο του πολιτισμού. Η αποκήρυξη της αδηφάγου οικονομίας σημαίνει και νέα το­ποθέτηση του θεμελιώδους ζητήματος. Εφεξής τα ανθρωπογενή συστήματα θα εναρμονίζονται με τα φυσικά οικοσυστήματα έτσι ώστε να μπορούν να συνεξελίσσονται αμφότερα. Διότι και τα δύο είναι δυναμικά: αναπτύσσεται ο πολιτισμός αλλά εξελίσσεται και η φύση, υπάρχει δε αμοιβαία εξάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ των εξελίξεων αυτών. Ο θεμελιώδης κανών, λοιπόν, εμπεριέχει την αναθεώρηση του πολιτιστικού προτύπου και την καθιέρωση νέων αξιών, που προωθούνται μέσω του Διεθνούς Δικαίου.

         6. Ο θεμελιώδης κανών της βιωσίμου αναπτύξεως υποδηλοί ότι το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος είναι πράγματι οι κανόνες που θα εγγυηθούν και θα πραγματώσουν την συνεξέλιξη όλων των ανθρωπογενών συστημάτων και των (φυσικών) οικοσυστημάτων. Κατ΄ ανάγκην, λοιπόν, οι κανόνες αυτοί είναι α) νέοι, αφού αποβλέπουν σε νέαν ισορροπία ανθρώπου-φύσεως, β) κατευθυντήριοι, αφού θα χρησιμεύουν ως οδηγοί/κριτήρια για την επίλυση των προβλημάτων της συνθέσεως των ανθρωπογενών και φυσικών οικοσυ­στημάτων στις επί μέρους πολιτικές και τους κλάδους δικαίου, γ) συστημικοί, αφού στηρίζονται στη μεθοδολογία της συστημικής επιστήμης, με την οποία και μόνον είναι δυνατή η σύλληψη και εκλογίκευση των πολυπλόκων σχέσεων ανθρώπου-φύσεως, δ) διεπιστημονικοί, αφού στηρίζονται στα δε­δομένα πλείστων επιστημών που θα συντεθούν με τα συστημικά πρότυπα, και ε) έχουν παγκόσμια ομοιομορφία, αφού αναπτύσσονται υπό την καθο­δήγηση του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου. Με τα ανωτέρω χαρακτηρι­στικά του το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος θα συνεχίση να τίθεται με κα­νονιστικά κείμενα (νόμων, δ/των, κ.λπ.) αλλά θα είναι κατ΄ εξοχήν δικα­στικό-πραιτωρικό δίκαιο, αφού κανείς θετός κανών δεν μπορεί να προ­βλέψη εκ των προτέρων τα πολυάριθμα προβλήματα από τη συνάντηση, τριβή ή και σύγκρουση ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Τα δυνα­μικά αυτά προβλήματα θα επιλύονται εν τέλει από δικαστές, καθο­δηγουμένους από τους γενικούς κανόνες ή και τους ειδικούς όπου υπάρ­χουν. Έτσι, οι δικαστές θα είναι οι εγγυητές του θεμελιώδους κανόνος. Ως εκ τούτου: α) Σπουδαιότερος κλάδος του δικαίου του περιβάλλοντος θα είναι ο διοικητικός που θα παρέχη τη μεγαλύτερη προστασία εν συγκρίσει προς το αστικό και ποινικό δίκαιο του περιβάλλοντος. β) Σπουδαίο ρόλο θα διαδραματίζη η προληπτική λειτουργία του δικαίου, ιδίως δε η αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων, αφού ο θεμελιώδης κανών επιτάσσει την πρόληψη της βλάβης του περιβάλλοντος. γ) Η επέμβαση του δικαστού θα είναι αποτελεσματική. δ) Η εκπαίδευση των δικαστών θα περιλαμβάνη εδραία γνώση της περιβαλλοντικής επιστήμης.

         7. Μπορούμε, λοιπόν, να συνοψίσωμε τις διαφορές παλαιού και νέου δικαίου του περιβάλλοντος. Κατ΄ αρχήν το παλαιό δίκαιο δεν γεννή­θηκε την δεκαετία του ΄70, όπως εσφαλμένα γράφεται συνήθως. Διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος υπάρχουν από καταβολής δικαίου και το αντικείμενό τους εποίκιλε αναλόγως των αγαθών που εκρίνοντο κάθε φορά προστατευτέα. Υπήρξε από παλιά δασική νομοθεσία, υγειονομική νομοθε­σία, προστασία αρχαιοτήτων κ.λπ. Απλώς, πριν από μία περίπου γενιά, όλες αυτές οι διατάξεις συγκεντρώθηκαν και ονομάσθηκαν «περιβαλλοντικό» δίκαιο. Το νέο, όμως, δίκαιο περιβάλλοντος διαφέρει από εκείνο.

         - Ο σκοπός του παλαιού δικαίου ήταν αποτρεπτικός: να εμποδίση δηλ. ή να περιορίση την βλάβη του περιβάλλοντος από τις ενέργειες του ανθρώ­που. Η έννοια του περιβάλλοντος ήταν στενή, αφού περιέκλειε κυρίως την άγρια φύση, και οι κανόνες προστασίας είχαν στατικό και αστυνομικό χα­ρακτήρα.

         - Ο σκοπός του νέου δικαίου είναι, αντιθέτως, θετικός: Το νέο δίκαιο επιχειρεί να κατευθύνη και διαπλάση τις ενέργειες του ανθρώπου. Ασφα­λώς ενσωματώνει και το παλαιό δίκαιο, αλλά βαίνει πολύ πέραν αυτού. Το νέο δίκαιο ταυτίζεται με το δίκαιο της βιωσίμου αναπτύξεως.

         - Το περιβάλλον εννοιολογείται με ευρύτατο και πολύπλοκο τρόπο, αφού περιλαμβάνει όχι μόνον τα οικοσυστήματα αλλά και τις αμοιβαίες διασυνδέσεις των με τα ανθρωπογενή συστήματα.

         - Το δίκαιο περιβάλλοντος γίνεται δυναμικό, αφού οφείλει: α) να απο­καταστήση την διαταραχθείσα ισορροπία οικοσυστημάτων και ανθρωπογε­νών συστημάτων, β) να διασφαλίση την συνεξέλιξη αμφοτέρων στο μέλλον.

         - Αποδέκτης του νέου δικαίου δεν είναι μόνον το κράτος ή η Διοίκησή του. Οι κανόνες της βιωσίμου αναπτύξεως δεν καθοδηγούν μόνον τις δη­μόσιες υπηρεσίες που σχεδιάζουν και υλοποιούν τις επί μέρους δημόσιες πολιτικές. Είναι μάλλον κώδιξ αξιών και αντιστοίχων κανόνων που απευ­θύνεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, επιστήμονες, ερευνητές, επιχειρη­ματίες, οργανώσεις και πολίτες και όλων αυτών την συμπεριφορά επιδιώκει να επηρεάση και να τροποποιήση. Γιατί όλων αυτών η εγρήγορση, υπο­στήριξη και συνεργασία χρειάζεται για να πραγματωθή το ιδεώδες της βιωσίμου αναπτύξεως. Κατά βάθος, το νέο δίκαιο του περιβάλλοντος δεν αρκείται, όπως το παλαιό, να προστατεύση την φύση από τις συνέπειες της αγρίας αναπτύξεως. Επιδιώκει να διορθώση αδικίες και να αναστρέψη την παρακμή του δυτικού προτύπου της προόδου, γιατί έχει κατανοήσει τις διασυνδέσεις του ηθικού προβλήματος της δικαιοσύνης με την σωτηρία της φύσεως και την αποκατάσταση της ισορροπίας της. Έτσι λ.χ. κατ΄ εφαρμο­γήν των «αρχών του δικαίου κόσμου» το νέο δίκαιο περιβάλλοντος επιβάλ­λει μεν τον περιορισμό της υπερκαταναλώσεως των πλουσίων χωρών, αλλά ανέχεται την ενδογενή ανάπτυξη των φτωχών προς εξίσωση του βιοτικού επιπέδου. Το νέο δίκαιο μεριμνά, επίσης, για την «κοινή» φυσική κληρο­νομία και δεν αποκρύπτει την προτίμησή του προς ένα νέο τρόπο ζωής, στον οποίο θα δεσπόζουν η λιτότης και η ισορροπία των αξιών. Σε επίπεδο διατάξεων, η Αρχή (5) της Διακηρύξεως του Ρίο ορίζει ότι η εξάλειψη της φτώχειας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την βιώσιμη ανάπτυξη και η Αρχή (8) ότι για τον ίδιο σκοπό και για υψηλότερη ποιότητα ζωής πρέπει να εγκαταλειφθούν τα μη βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και καταναλώσεως.

            ΙΙ. Το περιβάλλον και η κρίση του σήμερα: Οι παγκόσμιες οικολογικές αλλαγές  

         1. Το «περιβάλλον» δεν είναι απλώς μια καινούργια λέξη για την φύση. Είναι η βαθύτερη και πληρέστερη μέχρι τώρα εννοιολογική σύλληψη του πεδίου στο οποίο εκτυλίσσεται η ανθρώπινη περιπέτεια. Η φύση εννοιολο­γήθηκε ως «περιβάλλον», όταν είχε πια υποστεί σημαντικές αλλαγές από τον άνθρωπο και είχε αποκτήσει πολύπλοκες σχέσεις με τα δημιουργήματά του, τα ανθρωπογενή συστήματα. Χρειαζόταν πλέον μια επιστημονική με­ταγλώσσα για να περιγραφούν οι σχέσεις αυτές που ανήκαν στους χώρους πολλών επιστημών. Την μεταγλώσσα αυτήν προσέφερε η συστημική επι­στήμη που είναι η επιστήμη της πολυπλοκότητος και άρα η καταλληλότερη για το περιβάλλον.

         2. Επιστήμη, Πολιτική και Δίκαιο αντλούν σήμερα τον ορισμόν του πε­ριβάλλοντος, ενσυνειδήτως ή ανεπιγνώτως, από την συστημική επιστήμη. Μόνον όταν συλληφθή ως «σύστημα» το περιβάλλον μπορεί να αποδοθεί εννοιολογικώς. Διεθνές Δίκαιο, Σύνταγμα και Νόμος, όταν ομιλούν για το περιβάλλον, παραπέμπουν στην συστημική έννοιά του, έστω και αν ενίοτε την αποδίδουν αδοκίμως, γιατί αυτή είναι η ευρύτερη δυνατή, αλλά ταυτο­χρόνως πλήρης και ακριβής.

         3. Κατά την συστημικήν επιστήμη, «περιβάλλον» είναι μεγασύστημα αποτελούμενο από οικοσυστήματα και ανθρωπογενή συστήματα τελούντα σε πολύπλοκες σχέσεις δυναμικής αλληλεπιδράσεως. Και τα μέν οικοσυ­στήματα είναι οργανωμένα σύνολα εμβίων συστημάτων και φυσικών συ­στημάτων (βιοτόπων), τα δε ανθρωπογενή συστήματα είναι συστήματα με­τατροπής ύλης/ενεργείας και πληροφορίας που σχεδιάζει, εκτελεί και δια­χειρίζεται ο άνθρωπος κατά την δυναμική αλληλεπίδρασή του με τα οικο­συστήματα. Στο παρατιθέμενο Διάγραμμα (1) απεικονίζεται ο συστημικός ορισμός του περιβάλλοντος. Κατά τον ορισμόν αυτό, το περιβάλλον είναι ιεραρχικό σύστημα: το ανώτατο, δηλ. το περιεκτικώτερο, (πλανητικό) υπερ­σύστημα είναι εκείνο της Γαίας, που προϋποτίθεται ως αυτορρυθμιζόμενο και τελούν υπό το ηλιακό σύστημα ελέγχου διά του οποίου και ενεργο­ποιείται. Τα ανθρωπογενή συστήματα, μολονότι έλαβαν ύπαρξη ως τοπικά συστήματα, εξελίσσονται ήδη σε πλανητικά και τουλάχιστον ορισμένα εξ αυτών (οι επικοινωνίες και αγορά κεφαλαίων) έχουν ήδη γίνει παγκόσμια. Τα οικοσυστήματα εννοιολογούνται συνήθως ως τοπικά και κατά την δυ­ναμική αλληλεπίδρασή τους με τα ανθρωπογενή υφίστανται συνεχή συρρί­κνωση, αλλοίωση, αντικατάσταση ή και καταστροφή. Ιεραρχικώς, υπέρκει­νται των εμβίων και των φυσικών συστημάτων  δια της  συνθέσεως των  οποίων προκύπτουν. Τα έμβια συστήματα είναι συστήματα δυνάμενα να επεξεργαστούν πληροφορία, τούθ όπερ αποτελεί το κύριο γνώρισμα της ζωής και υπό την έννοια αυτήν υπέρκεινται των φυσικών. Αλλά και εντός των εμβίων συστημάτων υφίσταται ιεραρχία κατά λόγον πολυπλοκότητος με την πανίδα υπεράνω της χλωρίδος και τα πρωτεύοντα εις την κορυφήν της πανίδος. Τα φυσικά συστήματα ανήκουν στις κατώτερες τάξεις της ιεραρ­χίας του περιβάλλοντος και αποτελούνται από φυσικά/χημικά στοιχεία οργανωμένα στα μείζονα υποσυστήματα ατμοσφαίρας, κλίματος, υδροσφαί­ρας και λιθοσφαίρας.

         4. Κατά την συστημική αυτή περιγραφή του περιβάλλοντος ο άνθρωπος ως βιολογικός μεν οργανισμός είναι έμβιο σύστημα. Λόγω όμως της ηθι­κής προσωπικότητός του αναδύεται εκ των εμβίων συστημάτων και αποτε­λεί εντελώς ιδιαίτερο σύστημα, το οποίον, από της πλευράς του δικαίου του περιβάλλοντος, ενδιαφέρει ως κατασκευαστής και διαχειριστής πολυπλόκων συστημάτων, των ανθρωπογενών, εντός των οποίων ζεί και δραστηριοποιεί­ται. Από τα ανθρωπογενή συστήματα ο ίδιος ο άνθρωπος, ως βιολογικός οργανισμός, επηρεάζεται διττώς: αφ΄ ενός μεν από την ποιότητα της δομής των (λ.χ. του περιβάλλοντος εργασίας, πόλεως κ.λπ.), αφ΄ ετέρου δε από την επίδραση που έχουν στον ίδιο και στο φυσικό περιβάλλον οι εισροές και εκροές τους (λ.χ. η εξόρυξη πρώτων υλών, τα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα, τα απόβλητα, η ρύπανση κ.λπ.).

         5. Έχοντα, κατ΄ ανάγκην, τα οικοσυστήματα ως βάση της υλικής των δο­μής, τα ανθρωπογενή συστήματα κατασκευάζονται και εξελίσσονται αναλώμασι των πρώτων. ?ρα, εξαρτώνται εξ αυτών κατά διττό τρόπο: α) καθ΄ ό μέτρον μετατρέπουν τα στοιχεία των σε φυσικούς πόρους για τον άνθρωπο, β) καθ΄ ό μέτρον επιρρίπτουν σε αυτά τις συνέπειες της λειτουργίας των λ.χ. παραγωγή θερμικής ενεργείας, ρύπανση κ.λπ.. Υφίσταται, λοιπόν, εντεύθεν διπλός βρόχος αναδράσεως, αφού α) οι φυσικοί πόροι είναι πεπε­ρασμένοι και υπόκεινται σε εξάντληση, β) πεπερασμένη είναι και η φέ­ρουσα ικανότης των οικοσυστημάτων. Η σύγχρονη κρίση του περιβάλλο­ντος εγεννήθη, αφ΄ ής τα ανθρωπογενή συστήματα κατέστησαν ικανά να παραγάγουν παγκόσμιες αλλαγές (global changes), δηλ. αισθητή διατάραξη του πλανητικού οικοσυστήματος της Γαίας. Η διατάραξη αυτή έχει ιδίως εκδηλωθή με την αραίωση του στρώματος του όζοντος, την αύξηση της θερμοκρασίας (φαινόμενο θερμοκηπίου) και την αλλαγή του κλίματος. Μεί­ζονες διαταράξεις και καταστροφές του οικοσυστήματος της Γαίας έχουν, κατά την εξελικτική θεωρία, λάβει χώρα επανειλημμένως στο μακρινό πα­ρελθόν και εξ άλλων αιτίων, οπότε σημειώθηκαν και εξαφανίσεις ειδών. Το ιδιάζον της συγχρόνου οικολογικής κρίσεως είναι ότι παράγεται από ενέρ­γειες του ανθρώπου. Μολονότι από ωρισμένη πλευρά (βλ. κατ. ΙΙΙ), κατα­βάλλεται προσπάθεια να υποβαθμισθή η βαρύτης και οξύτης της κρίσεως, πρέπει να τονισθή ότι τούτο δεν είναι θέμα υποκειμενικής αξιολογήσεως. Διότι η σύγχρονη οικολογική κρίση έχει επισήμως αξιολογηθή από το Διεθνές Δίκαιο ως σοβαρή και επικίνδυνη. Έτσι, ήδη από την Διακήρυξη της Στοκχόλμης (1972) είχε διαπιστωθή ότι «Βλέπουμε γύρω μας αυξανόμε­νες αποδείξεις ζημιών που προκαλούν οι άνθρωποι σε πολλές περιοχές της γης. Επικίνδυνος βαθμός ρύπανσης των υδάτων, της ατμόσφαιρας, του εδάφους και ζώντων οργανισμών, μεγάλες και ανεπιθύμητες αναταραχές στην οικολογική ισορροπία της βιόσφαιρας, καταστροφή και αφαίμαξη αναντικατάστατων πηγών πλούτου, μεγάλες ελλείψεις επιζήμιες για την φυσική, πνευματική και κοινωνική υγεία του ανθρώπου, στο δημιουργού­μενο από τον άνθρωπο περιβάλλον, ειδικότερα στο περιβάλλον όπου ζούμε και εργαζόμαστε». Οι προειδοποιήσεις έγιναν εντονώτερες με την Διακή­ρυξη του Ρίο, στην οποία επισημαίνεται ότι η ανθρωπότης ευρίσκεται σε κρίσιμη ιστορική στιγμή: «Είμαστε αντιμέτωποι με την διαιώνιση ανισοτήτων μεταξύ και εντός των εθνών, κακή υγεία και αγραμματοσύνη και την συνε­χιζόμενη χειροτέρευση των οικοσυστημάτων από τα οποία εξαρτώμεθα για την ευζωϊα μας....». (U.N., General Assembly, Resolution 44/228/22.12.1989). Αλλά και η Σύμβαση για την Βιολογική Ποικιλότητα (1992) «εκφράζει ανη­συχία για το γεγονός, ότι η βιολογική ποικιλότητα μειώνεται σημαντικά λόγω ωρισμένων δραστηριοτήτων».

         Η παγκοσμία, λοιπόν, κρίση του περιβάλλοντος πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη και απλώς η άρνησή της χρησιμοποιείται ως πρόφαση μή συμ­μορφώσεως προς τις αρχές του νέου δικαίου του περιβάλλοντος. Εξ άλλου, η έκταση της κρίσεως αυτής προσδίδει ιδίως προτεραιότητα εφαρμογής στην αρχή της υποχρεωτικής αποκαταστάσεως της ισορροπίας οικοσυστη­μάτων και ανθρωπογενών συστημάτων, όπου αυτή έχει ήδη διαταραχθή.

         6. Κατά την λογική των συστημάτων, οι «παγκόσμιες αλλαγές» μοιραίως θα επεκταθούν πέραν των αλλαγών του πλανητικού οικοσυστήματος και στην ζωή των ανθρώπων, των οποίων θα επηρεάσουν την υγεία, απασχό­ληση, διαμονή και διαβίωση εν γένει. Ήδη έχουν αρχίσει να επισυμβαίνουν και οι πρώτες μεταναστεύσεις λαών. Λόγω των «παγκοσμίων αλλαγών» το διεθνές δίκαιο περιβάλλοντος, έχον την εποπτεία του προβλήματος, θα έχει και την πρωτοπορία έναντι των εθνικών δικαίων κατά την διάπλαση των αναγκαίων κανόνων συμπεριφοράς. Γι΄ αυτό, οι Διακηρύξεις του, με τις οποίες αποσαφηνίζονται και διατυπώνονται οι αξιολογικοί σκοποί του νέου δικαίου του περιβάλλοντος πρέπει αφ΄ ενός να ενεργοποιούν τον εθνικό νομοθέτη, αφ΄ ετέρου δε και ιδίως να καθοδηγούν κυβερνήσεις, δικαστές και πολίτες στην ερμηνεία και εφαρμογή των αρχών του νέου δικαίου. Από της απόψεως αυτής σπουδαίο και αναντικατάστατο βοήθημα είναι η Agenda ΄21 που πρέπει να θεωρηθή ως η κοσμική Βίβλος του 21ου αιώνος και το εγκόλπιο κάθε δημοσίου λειτουργού και πολίτου. Έργο συστημικών επιστημόνων, η Agenda ΄21 αποτελεί το παγκόσμιο σχέδιο διαχειρίσεως της οικολογικής κρίσεως με λεπτομερή προγράμματα για όλα τα ανθρωπογενή συστήματα. Κάθε χώρα έχει τα δικά της προβλήματα περιβάλλοντος. Ο διαχειριζόμενος, όμως, αυτά οφείλει να γνωρίζη καλώς την φύση των και την παγκόσμια πολιτική προτού ανακαλύψη περαιτέρω τις ιδιομορφίες του ιδικού του προβλήματος και του τρόπου με τον οποίο θα ευθυγραμμισθή με την κατεύθυνση της Agenda ΄21. Στο παρατιθέμενο Διάγραμμα (2 και 2α) γίνεται σαφές ότι οι αρχές του νέου δικαίου περιβάλλοντος συναποτελούν υπό τεχνικήν έννοια κυβερνητικό σύστημα ελέγχου με σκοπούς: α) την αποκατάσταση της ισορροπίας του μεγασυστήματος της Γαίας, β) την χει­ραγώγηση της αλληλεπιδράσεως οικοσυστημάτων και ανθρωπογενών συ­στημάτων χάριν της συνεξελίξεώς των.

         7. Ο συστημικός ορισμός του «περιβάλλοντος» επισύρει ορθώς την προ­σοχή στην αλληλεπίδραση των στοιχείων του που υφίσταται σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα. Έτσι, μεταξύ οικοσυστημάτων υπάρχει αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση: Η ρύπανση χερσαίου οικοσυστήματος επηρεάζει την ισορροπία παρακειμένου λιμναίου ή θαλασσίου οικοσυστήματος, η επίχωση ρέματος τον γειτνιάζοντα οικισμό, η διάβρωση όρους και η αποξήρανση υγροτόπου επηρεάζουν την κατανομή των υδάτων επιφανείας κ.ο.κ. Αλλά και μεταξύ των εμβίων και φυσικών στοιχείων του οικοσυστήματος η αλλη­λεξάρτηση είναι στενή: μείωση των ειδών κλονίζει την ισορροπία του οικοσυστήματος κ.ο.κ. Η καίρια σημασία της αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπι­δράσεως των στοιχείων του περιβάλλοντος ηγνοήθη ή υπετιμήθη μέχρι σήμερα τόσον από την συμβατικήν (αναλυτική) επιστήμη όσον και από την πολιτική. Αποτέλεσμα τούτου είναι η ανεπαρκής γνώση της λειτουργίας των οικοσυστημάτων και η τυφλή παρέμβαση του ανθρώπου σ΄ αυτήν. Είναι αυτόχρημα τραγικό να εξαφανίζονται είδη πριν καν γίνει γνωστή η λειτουργία των στα υπάρχοντα οικοσυστήματα. Η συστημική επιστήμη έφερε στο φως την σημασία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των στοιχείων του περιβάλλοντος και, έστω in ex-tremis, κατέστησε προσεκτικώτερη και πλέον υπεύθυνη την σχεδίαση της ανθρωπίνης παρεμβάσεως στα οικοσυ­στήματα.

           8. Με την νομική του προστασία το περιβάλλον έγινε «έννομο αγαθό» όπως είχε γίνει ήδη η «ζωή» και η «αξία» του ανθρώπου (βλ. άρθρ. 2 του Συντάγματος), η ελευθερία του (άρθρ. 5) και η υγεία του (άρθρ. 21). Είναι λάθος να πιστεύεται ότι το περιβάλλον έγινε έννομο αγαθό προς χάριν του αν­θρώπου και για να προστατευθούν αποτελεσματικώτερα τα ανωτέρω αγαθά του. Παρόμοια αντίληψη αναχωρεί από την ίδια αναλυτική λογική που αντιπαραθέτει τον άνθρωπο στην φύση και απλώς εξευγενίζει τα κίνητρά του. Εξίσου, όμως, λάθος είναι να θεωρείται η φύση ως ίδιον υποκείμενο δικαίου που μπορεί να αντιταχθή στα δικαιώματα του ανθρώπου. Διότι το δίκαιο έχει ως αποδέκτες μόνον λογικά όντα, δηλ. τον άνθρωπο. Η ορθή θέση είναι ότι το περιβάλλον προστατεύεται ως έννομο αγαθόν υπό την προεκτεθείσα συστημικήν ενότητά του, που περικλείει και τα ανθρωπογενή συστήματα. Το περιβάλλον προστατεύεται επειδή ο άνθρωπος δεν νοείται και δεν μπορεί να υπάρξει εκτός αυτού, δηλ. επειδή υπάρχει ταυτότης συμ­φερόντων ανθρώπου και περιβάλλοντος.

         9. Αφ΄ ής το περιβάλλον κατέστη έννομο αγαθόν, η συνταγματική προ­στασία του δέον να είναι πλήρης. Τούτο σημαίνει ότι σκοπός της προστασίας αυτής είναι η διασφάλιση της «ομοιοστάσεως», δηλ. της ισορροπίας του, χάριν της συνεξελίξεως οικοσυστημάτων και ανθρωπογενών συστημάτων. Η προστασία αυτή πρέπει να παρέχεται σε όλα τα στοιχεία του περιβάλλο­ντος και σε όλη την έκταση που υποδεικνύει η επιστήμη. Τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής υποχρεούται να θέτη κατά μέρος κανόνες που δεν πληρούν την απαίτηση αυτή του συνταγματικού νομοθέτου. Με άλλους λόγους, όχι μόνον όταν έχει παραλειφθή εντελώς η ψήφιση νόμου προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και όταν οι ψηφισθέντες είναι ατελείς, ο δικαστής υποχρεούται να προχωρήση στην πλήρη προστασία του περιβάλλοντος. Και τούτο κατ΄ ευθείαν εφαρμογήν αφ΄ ενός μεν του άρθρου 24 του Συντάγματος, αφ΄ ετέρου δε του υπερνομοθετικού κανόνος της βιωσίμου αναπτύξεως που επιτάσσει την πρόληψη της βλάβης του περιβάλλοντος. Κατά τα λοιπά, η ορθή εναρμό­νιση ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων είναι, επίσης, ευθύνη του δι-καστού. Εννοείται ότι συμπαραστάτη του ο δικαστής έχει την επι­στήμη, τα πορίσματα της οποίας δέον να χρησιμοποιή μέσω της πραγματο­γνωμοσύνης. Πιεζόμενος από πολλά και ετερόκλητα συμφέροντα ενεργού­ντα υπό την κεκτημένη ταχύτητα της παλαιάς ανευθύνου «αναπτύξεως» ο νομοθέτης είναι δυνατόν είτε να αδρανήση είτε να παράσχη ατελή προ­στασία. Είναι επίσης δυνατό ο νόμος να αχθή στο ίδιο αποτέλεσμα υιοθε­τώντας εμπειρικές ή συμβιβαστικές λύσεις ή ακόμη και πελατειακά αιτή­ματα. Είναι ευθύνη του ανεξαρτήτου δικαστού η ολοκλήρωση της συνταγ­ματικής προστασίας. Διότι η προστασία αυτή δεν θεσπίζεται ατελώς αλλά πλήρως και δεν είναι καν νοητή υπό άλλην έννοιαν. Στην χώρα μας το Σ.τ.Ε σταθερώς προέτρεξε του νομοθέτου και εβελτίωσε την προστασία του περιβάλλοντος μετά την θέσπιση του Σ. 1975.

            ΙΙΙ. Περιβάλλον και πρόοδος: Σύγχρονη φιλοσοφία 
          1. Στο προεκτεθέν θεμελιώδες ζήτημα της σχέσεως ανθρωπογενών συ­στημάτων και οικοσυστημάτων η φιλοσοφία των νεωτέρων χρόνων, ιδίως μετά τον Διαφωτισμό, είχε απαντήσει με την ιδέα της προόδου. Η διηνεκής πρόοδος του ανθρώπου αποτελεί, έτσι, κύριο χαρακτηριστικό της «νεωτερικότητος» (modernism). Στην αρχή η «πρόοδος» εταυτίζετο ορθώς με την εξέλιξη του «πολιτισμού», δηλ. όλων των υλικών και αΰλων αγαθών του ανθρώπου. Οι «διαφωτιστές» είχαν μεν εξέλθει από το πνευματικό βασίλειο της εκκλησίας, αλλά προσπαθούσαν να κρατήσουν μιά ισορροπία μεταξύ πνευματικών και υλικών αξιών. Βαθμηδόν, όμως, η «πρόοδος» έχανε τον ολοκληρωμένο αυτό χαρακτήρα της και, υπό την επίδραση υποκειμενικών υλιστικών θεωριών, εσυρρικνούτο διαρκώς για να καταλήξη στις μέρες μας να ταυτισθή με την μονοδιάστατη οικονομική μεγέθυνση.

         2. Ενώπιον των καταστροφών που προκάλεσε στο πλανητικό περιβάλλον η ληστρική λεηλασία των πόρων του χάριν της αγρίας αναπτύξεως υπήρξε σχεδόν καθολική η αντίδραση της κοινής γνώμης μετά την δεκαετία του ΄70. Η ευαισθησία της κοινής γνώμης είχε οξυνθή κατά τις προηγούμενες δεκαετίες κατά τις οποίες ο κόσμος έζησε υπό την απειλή της πυρηνικής καταστροφής. Ο βιομηχανικός πολιτισμός της Δύσεως είχε αποδειχθή αναίσθητος και ανάλγητος εμπρός στην τεράστια φθορά του φυσικού περι­βάλλοντός του: πολυάριθμα είδη εξοντώθηκαν, δάση εξαφανίσθηκαν, θά­λασσες και ποτάμια μολύνθηκαν χωρίς να υπάρξη επίσημη αντίδραση. Η λαϊκή, όμως, δυσαρέσκεια υπέβοσκε. ?ρκεσε η αντίδραση μιάς φωτισμένης μερίδος συστημικών επιστημόνων, που πρώτοι έθεσαν το πρόβλημα των «ορίων της αναπτύξεως», για να εγερθή το πελώριο κύμα της λαϊκής αγανα­κτήσεως, πρώτα στην Αμερική και ύστερα στην Ευρώπη. Η «φιλοσοφία» της μεγεθύνσεως κλονίσθηκε, έχασε την αυθεντία της και έκτοτε ανανεώθηκε ο φιλοσοφικός προβληματισμός στο αιώνιο πρόβλημα της σχέσεως του ανθρωπογενούς πολιτισμού και της φύσεως.

         3. Παρ΄ όλη την τεράστια ποικιλία των οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για τη σχέση Ανθρώπου-Γαίας μπορούν να συνοψισθούν σε τρείς κατηγο­ρίες: α) στην σχολή της οικονομικής αναπτύξεως, β) στην σχολή της βα­θείας οικολογίας, γ) στην σχολή της βιωσίμου αναπτύξεως.

         α) Η οικονομική ανάπτυξη

         Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι θεωρίες της αναπτύξεως, που απο­τελούν απλώς επιδιόρθωση ή αναπαλαίωση της φιλοσοφίας της οικονομι­κής μεγεθύνσεως. Στην ακραία τους μορφή οι θεωρίες είναι παραλλαγές ρηχού και χυδαίου υλιστικού ευδαιμονισμού που υπόσχεται την «κοινωνία της αφθονίας». Στηριζόμενες στην αναλυτική/μειωτική λογική (reductionism) αναχωρούν από την απλοϊκήν ατομιστική αρχή, καθ΄ ην ο άνθρωπος είναι εξουσιαστής της Γής και νομιμοποιείται να την χρησιμοποιή και να την εκμεταλλεύεται ωφελιμιστικά. Από την αρχή αυτή συνάγονται οι εξής θέ­σεις:

         - Ο άνθρωπος, προερχόμενος και αυτός από την φύση και αποτελών την κορωνίδα της, δικαιούται ως κυρίαρχος κατασκευαστής, να μετατρέψη κατά βούληση την λιθόσφαιρα και βιόσφαιρα σε ανθρωπογενή πολιτισμό (man-made world) υποσχόμενο αφθονία υλικών αγαθών.

         - Δεν υπάρχει κανένα φυσικό εμπόδιο γι΄ αυτό: Αν και θα σταθερο­ποιηθή στο μέλλον ο πληθυσμός, δύναται να πολλαπλασιασθή αφόβως, διότι η Γη μπορεί να θρέψη απεριόριστο αριθμό ανθρώπων.

         - Υπάρχει επάρκεια φυσικών πόρων και εν πάση περιπτώσει η τεχνο­λογία θα επινοήση νέους, αν οι υπάρχοντες εξαντληθούν.

         - Δεν υπάρχει οικολογική κρίση και οι θρυλούμενοι κίνδυνοι αποτελούν επιστημονικούς μύθους. Όλα τα προβλήματα του περιβάλλοντος θα αντιμε­τωπισθούν επιτυχώς με την βοήθεια της τεχνολογίας.

         - Υπάρχει, κατ΄ ακολουθίαν, δυνατότης απεριορίστου αυξήσεως παραγω­γής και καταναλώσεως και ουδείς βάσιμος λόγος δικαιολογεί την αναχαί­τισή της.

         Όλες οι θέσεις της ακραίας αναπτυξιακής σχέσης έχουν καταρριφθή επιστημονικώς. Είναι χονδροειδή σφάλματα και εντελώς αστήρικτες εκτι­μήσεις, για τις ολέθριες συνέπειες των οποίων διατυπούται η αυθαίρετη προσδοκία ότι θα αποφευχθούν με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Έτσι:

         - Δεν υπάρχει κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση παρά μόνο αλληλεξάρ­τηση αμφοτέρων, αφού όλες οι επεμβάσεις του ανθρώπου έχουν ανάδραση (feedback) στα ανθρωπογενή συστήματα που καθορίζει την ισορροπία των.

         - Όλοι οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι και μετρήσιμοι, επομένως δεν είναι νοητή απεριόριστη ανάλωση.

         - Οσονδήποτε και αν εξελιχθή η τεχνολογία και οιαδήποτε υποκατά­στατα και αν επινοήση, θα εξαρτάται πάντοτε από τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους.

         - Η πληθυσμιακή έκρηξη της ανθρωπότητος είναι ανεγνωρισμένο πρό­βλημα που τελεί ήδη υπό την διαχείριση των Ηνωμένων Εθνών.

         - Η παγκόσμια οικολογική κρίση είναι αποδεδειγμένη και τελεί υπό διαχείριση στις κύριες εκδηλώσεις της (: αραίωση όζοντος κ.λπ.)

         - Απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση είναι λογικώς ασυμβίβαστη με πε­περασμένους φυσικούς πόρους.

         Τουναντίον χρήζουν κριτικής αναλύσεως οι αναπτυξιακές θεωρίες που στηρίζονται στο δικαίωμα των πτωχών λαών για βελτίωση του βιοτικού των επιπέδου. Το δικαίωμα αναπτύξεως των φτωχών θεμελιώνεται σε εκείνες τις ηθικές θεωρίες (λ.χ. Rawls) που πρεσβεύουν την προτεραιότητα της εξισώσεως του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων ως αρχήν δικαιοσύνης. Το δικαίωμα αυτό έχει, εν πάση περιπτώσει, αναγνωρισθή από την Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών της 4.12.1986 που διαλαμβάνει ότι: «Το δικαίωμα στην ανάπτυξη είναι αναπαλλοτρίωτο ανθρώπινο δικαίωμα δυνάμει του οποίου κάθε άνθρωπος και όλοι οι λαοί δικαιούνται να μετέχουν, να συ­νεισφέρουν και να απολαύουν οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής αναπτύξεως, στην οποία όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες μπορούν να πραγματοποιηθούν πλήρως» (άρθρο 1).

         Πέραν, όμως, των ηθικών αρχών και των Διακηρύξεων, το δικαίωμα αναπτύξεως διεξεδίκησαν εμπράκτως και επιτυχώς οι λαοί του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» με οργανωμένη πολιτική πάλη υπό την ηγεσία της Κίνας στο μεσοδιάστημα μεταξύ των Διακηρύξεων Στοκχόλμης (1972) και Ρίο (1992). Ως επιχείρημα οι λαοί αυτοί επικαλέσθηκαν το «περιβαλλοντικό χρέος» της Δύσεως που in extremis μετεβλήθη από ολετήρα σε υπερασπι­στή της φύσεως (των άλλων!).

         Μολονότι διατυπούται με το παλαιό λεξιλόγιο της αναπτυξιακής φιλοσοφίας, η αξίωση των φτωχών να βελτιώσουν την τύχη τους δεν έχει καμμιά σχέση με το δικαίωμα ευδαιμονισμού των πλουσίων. Ούτε η Agenda ΄21 και το δόγμα της βιωσίμου αναπτύξεως αποτελούν διπλωματικό συμβιβασμό μεταξύ των δύο αυτών αιτημάτων. Η ανάγκη βελτιώσεως της μοίρας των φτωχών είναι επιβεβλημένη ενέργεια για την αποκατάσταση της ισορροπίας των ανθρωπογενών συστημάτων στην πλανητική περίοδο, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να επιδιωχθή η ισορροπία του πλανητι­κού οικοσυστήματος που εξαρτάται απ΄ αυτήν. Η Αρχή του Δικαίου Κόσμου που διακηρύσσει η Agenda ΄21 αναλύεται μεταξύ άλλων και ιδίως α) στην υποχρέωση των πλουσίων χωρών να αναθεωρήσουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα και να περιορίσουν την κατανάλωση πόρων και αγαθών, β) στο δικαίωμα των αναπτυσσομένων χωρών να φθάσουν το επίπεδο βιωσίμου αναπτύξεως. Τοιουτοτρόπως, ο κανών της βιωσίμου αναπτύξεως έχει διαφο­ρετικό περιεχόμενο αναλόγως του βιοτικού επιπέδου του αποδέκτου: για τους πλουσίους σημαίνει περιορισμό της σπατάλης, γιά τους φτωχούς βελ­τίωση της ζωής. Αναμφισβήτητα δε πρόκειται για αποκατάσταση δικαίας τάξεως εκ δύο διαμετρικώς αντιθέτων κατευθύνσεων. Υπό την έννοιαν αυτή οι αναπτυξιακές θεωρίες των φτωχών χωρών, ανεξαρτήτως της επιχειρημα­τολογίας των, διαφέρουν ριζικώς από της θεωρίας της οικονομικής μεγε­θύνσεως των πλουσίων χωρών. Είναι δε αποδεκτές μόνον υπό την έννοια ότι πρεσβεύουν το δικαίωμα των φτωχών να φθάσουν βιώσιμο επίπεδο, κάτω του οποίου ευρίσκονται τώρα.

         β) Η «βαθεία» οικολογία

         Στον αντίποδα των σχολών της οικονομικής αναπτύξεως ευρίσκο­νται οι σχολές της «καθαράς» ή «βαθείας» οικολογίας που πρεσβεύουν την επιστροφή στην απλή διαχείριση της φύσεως. Στην εστία προσοχής και ενδιαφέροντος των σχολών αυτών είναι η φυσική εξέλιξη, τα οικοσυστή­ματα και ιδίως η διατήρηση των ειδών, χωρίς να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στον άνθρωπο. Από της σκοπιάς αυτής τονίζονται οι ολέθριες συνέπειες του βιομηχανικού πολιτισμού στην φύση και συνιστάται η εγκατάλειψή του, διότι οιαδήποτε ανάπτυξη οδηγεί μοιραίως στην εξάντληση των φυσικών πόρων, ενώ τα προβλήματα του περιβάλλοντος είναι πράγματι άλυτα. Οι σχολές επικρίνουν την ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη σχέση ανθρώ­που-γαίας και ευρύνοντας την ηθική και το δίκαιο προβάλλουν τα δικαιώ­ματα της φύσεως. Δικαιώματα δεν έχει μόνον ο άνθρωπος, αλλά και τα ζώα, τα φυτά, ακόμη και τα ανόργανα στοιχεία της φύσεως. Τίποτα δεν νομιμοποιεί την αξίωση του ανθρώπου να εκμεταλλεύεται αυτός την φύση. Αντιθέτως, οφείλει σεβασμό σ΄ αυτήν και σε όλα τα πλάσματά της. Οι σχο­λές της οικολογίας έχουν δίκαιο σε ό,τι αφορά την κρίσιμη σημασία των οικοσυστημάτων για την επιβίωση του ανθρώπου. Υποτιμούν, όμως, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τελευταίου και ιδίως τον ρόλο της τεχνολογι­κής αναπτύξεως στην εξέλιξή του. Ως εκ τούτου είναι απαισιόδοξες για το μέλλον: άλλες προτείνουν σενάρια ολοκληρωτικής καταστροφής και άλλες πιστεύουν ότι η φύση θα απαλλαγή εν τέλει από το αλαζονικό είδος του ανθρώπου που θα προκαλέση μόνο του την εξαφάνισή του, ενώ η παντο­δύναμη φυσική εξέλιξη θα συνεχισθή με άλλη διακλάδωση.

         Οι σχολές της οικολογίας προσέφεραν θετική υπηρεσία στην δημόσια πολιτική και στο δίκαιο του περιβάλλοντος, επανεισάγοντας στη δόμηση του προβλήματος τα οικοσυστήματα που είχαν τελείως αγνοήσει οι σχολές της οικονομικής αναπτύξεως βυθισμένες στην πλάνη της αυτονομίας της αγοράς. Διεύρυναν, επίσης, την ηθική. Γι΄ αυτό και η αξία των συνίσταται όχι στα ακραία συμπεράσματά των, αλλά στην υπόμνηση της ζωτικής ση­μασίας των οικοσυστημάτων ως αναντικαταστάτου φυσικής βάσεως των ανθρωπογενών συστημάτων. Από την υπόμνηση αυτή επήγασεν η ορθή ιδέα της βιωσιμότητος που έδωσε νέα διάσταση στην ιδέα της αναπτύξεως και την αναζωογόνησε.

         γ) Η βιώσιμη ανάπτυξη

         Οι σχολές της αναπτύξεως και της οικολογίας είναι ακραίες γιατί είναι μονομερείς. Έτσι πάσχουν και οι δύο στη λογική τους μέθοδο. Η μεν πρώτη, καθαρώς αναλυτική, απομονώνει τον άνθρωπο από το περιβάλλον του και εξετάζει την οικονομική του δράση αυτοτελώς και σε σχετικώς βραχεία κλίμακα χρόνου (4-30 χρόνια). Η δεύτερη είναι μέν ολιστική, αλλά στην πραγματικότητα ψευδοσυστημική, αφού εστιάζεται μεν στα οικοσυστή­ματα, αλλά κολοβώνει την ιεραρχία των συστημάτων και παραγνωρίζει εντελώς τις μοναδικές ιδιότητες που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο απ΄ όλα τα έμβια συστήματα. Και έχει μεν μακροχρόνιο ορίζοντα, αλλά δεν συλλαμ­βάνει ορθώς την δυναμική των οικοσυστημάτων, αφού απορρίπτει εκ των προτέρων την δυνατότητα εναρμονίσεως οικοσυστημάτων και ανθρωπογε­νών συστημάτων, δηλ. την συνύπαρξη φυσικής και πολιτιστικής εξελίξεως. Εν τούτοις, αυτό είναι το κύριο πρόβλημα, αφού ο άνθρωπος διαφέρει από τα έμβια συστήματα και τα ανθρωπογενή συστήματα έχουν ιδιαίτερα χαρα­κτηριστικά και δυνατότητες που πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψιν. Χάρις στα χαρακτηριστικά αυτά και ιδίως στην λογική ικανότητα και δημιουργικότητα του ανθρώπου η συνεξέλιξη των ανθρωπογενών συστημάτων και των οικοσυστημάτων είναι εφικτή και εξαρτάται κυρίως από την εναρμόνιση δύο διαφορετικών χρονικών κλιμάκων αποφάσεων, αφού τα ανθρωπογενή συστήματα έχουν βραχύτερο χρόνο χαλαρώσεως από τα οικοσυστήματα. Από την ορθή και καίρια αυτή διαπίστωση γεννήθηκε η σχολή που επρόκειτο να επικρατήση, δηλ. η της βιωσίμου αναπτύξεως.

         Η σχολή της βιωσίμου αναπτύξεως είναι η ορθή προσέγγιση στο θεμελιώδες πρόβλημα των σχέσεων ανθρωπογενών συστημάτων και οικο­συστημάτων, όχι διότι ευρίσκεται στο μέσον των δύο άκρων, αλλά διότι στηρίζεται στην ακέραια συστημική λογική. Η συστημική επιστήμη συλ­λαμβάνει το σύμπαν χωρίς να χάνει τα μέρη του, και λαμβάνει υπ΄ όψη της όλα τα στοιχεία του μεγασυστήματος της Γαίας χωρίς να αγνοή την ιε­ραρχική των τάξη. Τέλος, αντιλαμβάνεται ότι η δυναμική του μεγασυστήμα­τος δεν είναι απλή, όπως υπολαμβάνουν οι οικολόγοι, αλλά προκύπτει από την αλληλεπίδραση διαφορετικών χρονικών κλιμάκων ένεκεν της εγγενούς ιεραρχίας των συστημάτων. Από την ορθή αυτή λογική, η βιωσιμότης εισά­γει το μέχρι τούδε αγνοηθέν μακροχρόνιο κριτήριο στις αποφάσεις του ανθρώπου αντί της καιροσκοπικής ή απλής βραχυχρόνιας προσαρμογής του με την λογική της αγοράς.

         Η επικράτηση της συστημικής σχολής της βιωσίμου αναπτύξεως σημαίνει και το τέλος της κλασικής οικονομικής επιστήμης. Ήδη και αυτή η πλέον συντηρητική τάση της νέας «περιβαλλοντικής οικονομικής» (Environmental Economics) επιδιώκει την ένταξη των παραμέτρων του περι­βάλλοντος (externalities) στα οικονομικά πρότυπα. Η αρμοδία, όμως, συ­στημική επιστήμη των ανθρωπογενών συστημάτων βαίνει πολύ πέραν αυ­τού. Προτείνει νέα διεπιστημονική προσέγγιση του ειρημένου θεμελιώδους ζητήματος και αντί απλουστευτικών «νόμων» προσανατολίζεται προς τα προβλήματα της επιδιωκόμενης σταθεράς συνεξελίξεως πολιτισμού και φύσεως. Η συστημική επιστήμη της βιωσίμου αναπτύξεως εξελίσσεται ταχύ­τατα και της ανήκει το μέλλον. Χρησιμοποιεί συνδυασμένες ποιοτικές και ποσοτικές μεθόδους και η ακρίβεια των προτύπων της ελέγχεται με προ­σομοιώσεις και ευρεία χρήση της νέας τεχνολογίας της πληροφορίας. Υπό την επίδρασή της αναθεωρούνται ήδη οι πεπαλαιωμένες αντιλήψεις για την έννοια των οικονομικών αγαθών, εισάγεται η έννοια του φυσικού κεφα­λαίου, μετρείται η κατάσταση, και ιδίως η μείωσή του, και επανακαθορίζο­νται τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών (green accounts). Η επιστήμη της βιωσίμου αναπτύξεως δεν απορρίπτει την αγορά, αλλά της αρνείται την αυτονομία και βεβαίως την παντοδυναμία, αφού από την φύση τους τα νέα κριτήρια των αποφάσεων του ανθρώπου, δηλ. ο μακρύς ορίζων και το εύρος της προοπτικής, προϋποθέτουν άλλες, πιο εξελιγμένες, μορφές ελέγχων από την αυτορρύθμιση της αγοράς. Έτσι, η σχεδίαση μαλακών πληροφο­ριακών συστημάτων (software) της εκάστοτε προσηκούσης πολυπλοκότητος θεωρούνται και είναι πράγματι ανώτερες μορφές ελέγχου.

IV. Οι κανόνες ελέγχου της βιωσίμου αναπτύξεως          Α) Γενικώς 
          Η ιδέα, ότι η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να προκύψη αυτομάτως από την αυτορρύθμιση της αγοράς μετά την ενσωμάτωση στο κόστος παραγωγής των παραμέτρων της περιβαλλοντικής προστασίας, είναι απορριπτέα εκ προοιμίου. Διότι διατηρεί ακέραιες τις ολέθριες πλάνες της αναπτυξιακής σχολής. Σφαλερή είναι, επίσης, η ιδέα ότι η βιώσιμη ανάπτυξη θα επιτευ­χθεί με την παρωχημένη αστυνόμευση του περιβάλλοντος. Διότι μόνη της αυτή δεν είναι ικανή να αναχαιτίσει τις πιέσεις της αγοράς. Ως εκ τούτου το σύστημα ελέγχου της βιωσίμου αναπτύξεως στηρίζεται σε νέα φιλοσο­φία και έχει διαφορετική σχεδίαση.

         Η αναπτυξιακή σχολή είχε στηριχθή στις εξής σφαλερές υποθέσεις ελέγχου: α) ότι η διαδικασία παραγωγής και καταναλώσεως έχει αυτονομία τόσον έναντι των λοιπών ανθρωπογενών συστημάτων όσον και έναντι του περιβάλλοντος, β) ότι η διαδικασία αυτή είναι, με την κατάλληλη τεχνολο­γία, απολύτως ελέγξιμη, γ) ότι το φυσικό περιβάλλον είναι κι΄ αυτό απολύ­τως ελέγξιμο. Οι θέσεις αυτές είναι απόρροια απλουστευτικής (reductionist) λογικής, κυρίως διότι αγνοούν την πολυπλοκότητα τόσον των ανθρωπογε­νών συστημάτων όσον και των οικοσυστημάτων. Γι΄ αυτό ακριβώς η σχολή αυτή απέτυχε παταγωδώς και προκάλεσε την παγκόσμα οικολογική κρίση. Αλλά η συστημική επιστήμη έχει, αντιθέτως, αποκαλύψει και εννοιολογήσει την πολυπλοκότητα των εμβίων συστημάτων που είναι και στατική (ιεραρχική) και δυναμική (: στοχαστική και μη αντιστρεπτή τροχιά συστήμα­τος). Κατά συνέπειαν, το σύστημα ελέγχου της βιωσίμου αναπτύξεως πρέπει να στηριχθή σε άλλες αρχές και να έχη πολυπλοκότητα ανάλογη εκείνης των εμβίων συστημάτων για να εγγυηθή την επίτευξη των στόχων του. Στηρίζεται, λοιπόν, το σύστημα αυτό σε άλλες βασικές θέσεις και ιδίως: α) Στην απόρριψη της απολύτου αυτονομίας και πρωτοκαθεδρίας του συστήμα­τος παραγωγής εντός των ανθρωπογενών συστημάτων. Στην καλύτερη πε­ρίπτωση, πρόκειται απλώς περί ενός υποσυστήματος μεταξύ πολλών άλλων που επεξεργάζονται την μεγάλη ποικιλία των ανθρωπίνων αξιών. Η αυτο­νομία του είναι σχετική και τούτο υπόκειται πλήρως στους περιορισμούς της ιεραρχικής του τάξεως. Υπεράνω αυτού είναι τα κανονιστικά συστήματα αξιών, επικοινωνίας και δικαίου. β) Στην υπογράμμιση του «μαλακού» (soft) χαρακτήρος όλων των εμβίων συστημάτων, και ιδίως των ανθρωπογενών, μή επιδεχομένων μηχανικούς ελέγχους. γ) Στην επισήμανση ότι το μεγα­σύστημα της Γαίας είναι το ενδιαίτημα του ανθρωπίνου είδους που δεν είναι αντικείμενο εξουσιάσεως αλλά προσεκτικής διαχειρίσεως. Των πολυ­πλόκων εμβίων συστημάτων ο «έλεγχος» -αν δύναται να ονομασθή έτσι- προϋποθέτει τον σεβασμό του μηχανισμού επεξεργασίας της πληροφορίας που εγκλείουν μέσα τους. Επομένως, μόνη δυνατή μορφή ελέγχου είναι η πληροφορία και μάλιστα στην πολύπλοκη δομή της επιστημονικής γνώ­σεως, θεωρητικής και εφηρμοσμένης. Έτσι, το σύστημα ελέγχου της βιωσί­μου αναπτύξεως πρέπει να ενσωματώση και συνθέση τους επιστημονικούς κανόνες συναρμογής και διαχειρίσεως ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων. Οι κανόνες αυτοί στηρίζονται στην γνώση των συστημά­των αυτών, της δυναμικής αλληλεπιδράσεώς των και μεθόδων και τεχνικών επιτηρήσεως και ρυθμίσεως της σχέσεως αυτής. Εξ αιτίας δέ της στοχαστι­κής συμπεριφοράς των εμβίων συστημάτων είναι στην ουσία γενικές κα­τευθυντήριες οδηγίες με πλαστικότητα που επιτρέπει την εφαρμογή τους σε μεγάλη ποικιλία προβλημάτων ελέγχου, τα οποία κυρίως ενδιαφέρουν την επιστήμη της βιωσίμου αναπτύξεως. Αποδέκτης των οδηγιών αυτών είναι τόσο το κράτος όσο και τα μέλη της κοινωνίας, οργανώσεις, επιχειρήσεις, φυσικά πρόσωπα κ.λπ.: Όλοι καλούνται να αναπτύξουν «βιώσιμη» συμπερι­φορά επί τη βάσει των κανόνων αυτών. Βεβαίως, όμως, η τελική ευθύνη της εφαρμογής των κανόνων ανήκει στο κράτος και ιδίως στους δικαστές, διότι οι κανόνες αυτοί ενσωματώνουν ανώτερα ηθικά κριτήρια, όπως είναι ιδίως η ταύτιση με μείζονα συστήματα και ο σεβασμός των δικαιωμάτων μελλουσών γενεών, που προδήλως απέχουν πολύ από τα εγωϊστικά και άμεσα κίνητρα της αγοράς. Οι κανόνες της βιωσίμου αναπτύξεως εκφρά­ζουν και προάγουν την δυναμική τάξη των εμβίων συστημάτων που αντι­παρατίθεται στην μοιραία εντροπία των φυσικών συστημάτων, επιταχυνομέ­νην από την αλόγιστη «αναπτυξιακή» δράση του βιομηχανικού ανθρώπου. Οι κανόνες, λοιπόν, αυτοί συγκροτούν το νέον ήθος του μεταβιομηχανικού ανθρώπου, την υποχρεωτική δηλ. ελαχίστη ηθική του 21ου αιώνος και εμπεριέχουν την ελπίδα επιβιώσεως του ανθρώπου σε ένα ραγδαίως επι­δεινούμενο κόσμο.

 



Σημείωση 11ο Τεύχος



 
     Συσχετιζόμενοι Σύνδεσμοι
· Περισσότερα για Νησιά
· Νέα administrator


Πιο δημοφιλής είδηση για Νησιά:
Για τη φώκια μονάχους - μονάχους, της Ναυσικάς Καραγιαννίδη


     Article Rating
Average Score: 5
Αριθμός Ψήφων: 2


Please take a second and vote for this article:

Excellent
Very Good
Good
Regular
Bad


     Επιλογές

 Εκτύπωση αρχικής σελίδας Εκτύπωση αρχικής σελίδας


"Ο Δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος: Αρχές της Βιωσίμου Αναπτύξεως" | Κωδικός Εισόδου / Δημιουργία Λογαριασμού | 0 Παρατηρήσεις
Οι παρατηρήσεις είναι ιδιοκτησία του αποστολέα. Δεν ευθυνόμαστε για το περιεχόμενο τους.

Δεν επιτρέπεται η αποστολή σχολίων για τους Ανώνυμους Χρήστες. Παρακαλώ γραφτείτε πρώτα στην υπηρεσία.




PHP-Nuke Copyright © 2004 by Francisco Burzi. This is free software, and you may redistribute it under the GPL. PHP-Nuke comes with absolutely no warranty, for details, see the license.
Παραγωγή Σελίδας: 0.02 Δευτερόλεπτα